Και τώρα, φθηνότερη ενέργεια στην παραγωγή

H τιμή της κιλοβατώρας του ηλεκτρικού ρεύματος γύρισε (τουλάχιστον από τον μεγαλύτερο πάροχο της αγοράς, τη ΔΕΗ) στο σημείο που ήταν το 2019. Η είδηση είναι πολύ μεγάλη για να περάσει απαρατήρητη, όπως, πρακτικά, θα επιθυμούσαν οι αντιπολιτεύσεις, που αντιπαθούν οτιδήποτε μειώνει τις ευκαιρίες ατελείωτης και ανέξοδης γκρίνιας.

Την ίδια στάση είχαν κρατήσει, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όταν, το 2019 η τότε (και σημερινή) κυβέρνηση έριξε τον συντελεστή ΦΠΑ στο χαμηλότερο επίπεδο: 6% αντί 13%.

Λύθηκε το πρόβλημα της ακριβής ενέργειας, τότε; Όχι βέβαια, αφού η ρωσική επίθεση έφερε την κρίση στα σπίτια μας. Σταδιακά όμως, η Ευρώπη, με την (πληρωμένη) αμερικανική βοήθεια και τη σοφή πολιτική των Σαουδαράβων αντιμετωπίζει με επάρκεια την προοπτική χαμηλότερων τιμών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις, όμως, συνεχίζουν να υποφέρουν από την άνοδο του ενεργειακού κόστους των τελευταίων ετών, παρόλες τις κατά καιρούς επιδοτήσεις.

Τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση βρίσκεται σε συνεννόηση με εκπροσώπους της βιομηχανίας (δηλαδή τον ΣΕΒ) προκειμένου να συμφωνηθεί ένας μεταβατικός μηχανισμός σημαντικής πτώσης του συγκεκριμένου στοιχείου κόστους παραγωγής. Η ακριβή ενέργεια επηρέασε καθοριστικά, όπως ήταν αναπόφευκτο, τις τελικές τιμές καταναλωτή εντός της Ελλάδας αλλά και τις τιμές που επιτυγχάνουν κατά τις εξαγωγές τους στις διεθνείς αγορές. Υπάρχει λύση να ανατραπεί αυτή η κατάσταση; Υπάρχει!

Αλλά δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους. Γιατί το κράτος έχει πάντοτε ρόλο στις μεγάλες διευθετήσεις. Ως συντονιστής του κράτους, η κυβέρνηση, πρέπει να εξεύρει τα απραίτητα κεφάλαια που θα χρησιμοποιηθούν για μια τέτοια σημαντική παρέμβαση. Απαιτείται βεβαίως μια κάποια δημιουργική λογιστική αλλά εφόσον η «δημιουργικότητα» δεν αντιτίθεται στους κανόνες των Βρυξελλών τότε μπορεί να προχωρήσει.

Η ιταλική κυβέρνηση βρήκε την κατάλληλη φόρμουλα, πήρε το «Ο.Κ.» και προχωρά. Χρειάστηκε βεβαίως να δεσμεύσει ένα σημαντικότατο ποσό μέσω του κρατικού ταμείου, αλλά η λύση ξεκίνησε να εφαρμόζεται και φαίνεται να λειτουργεί.

Τι θα κάνει η ελληνική κυβέρνηση; Θα κολλήσει στην «άρνηση» του Θάνου Πετραλιά, αρμόδιου υφυπουργού Οικονομικών, η οποία δικαιολογείται από δημοσιονομικούς υπολογισμούς; Η «άρνηση» θα συσχετιστεί, προφανώς, με τα πρόσφατα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός και ήδη εισάγονται στη Βουλή προς έγκριση.

Αν αυτό συμβεί, θα επιβεβαιωθεί ότι ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά που απαιτούν οι περιστάσεις. Δεν μπορούμε να ζητούμε τη βελτίωση της παραγωγικότητας με τη συμμετοχή των εργαζομένων και των επιχειρηματιών ενόσω το κράτος μένει αμέτοχο. Δεν μπορούμε να ζητούμε συγκράτηση των τιμών, ακόμη και μείωσή τους, και να αδιαφορεί το κράτος για την ανάγκη να αναμορφωθεί η πηγή των ανατιμήσεων, δηλαδή το κόστος παραγωγής.

Είναι εξίσου προφανές ότι η κυβέρνηση θα μπορεί, εφόσον βρει τελικά λύση σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, να ζητήσει την ανταπόδοση της συμμετοχής των πολιτών, γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται πάντοτε, στην εξομάλυνση των τιμών κατά τη μεταπληθωριστική περίοδο στην οποία εισερχόμαστε σταδιακά.