Το βαρύ φορτίο του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία

Το βαρύ φορτίο του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία

Το ζήτημα της μείωσης του ενεργειακού κόστους για την εγχώρια βιομηχανία έχει ανέβει ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα, όσο οι πιέσεις του παραγωγικού ιστού γίνονται όλο και πιο έντονες.

Την ώρα που οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν ήδη υιοθετήσει μέτρα στήριξης, η ελληνική βιομηχανία κινδυνεύει να χάσει περαιτέρω έδαφος στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, εάν δεν υπάρξουν αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Θυμίζουμε ότι η εγχώρια βιομηχανία έχει ουκ ολίγες φορές στείλει ηχηρό μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση ζητώντας άμεσα μέτρα για τη στήριξή της, η οποία έχει πληγεί για τα καλά από το ολοένα αυξανόμενο ενεργειακό κόστος. Την αναγκαιότητα άμεσης λήψης μέτρων για τον έλεγχό του και την αποφυγή πιθανών «λουκέτων» στην αγορά είχε αναλύσει σε συνέντευξή του στο Liberal ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, Αντώνης Κοντολέων.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το οικονομικό επιτελείο βρίσκεται στην τελική φάση αξιολόγησης εναλλακτικών προτάσεων, με το επικρατέστερο σενάριο να αφορά την υιοθέτηση ενός μηχανισμού στα πρότυπα του ιταλικού «Energy Release 2.0».

Πρόκειται για ένα σύστημα που δεν βασίζεται σε άμεσες επιδοτήσεις, αλλά λειτουργεί ως «ενεργειακό δάνειο» προς τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.

Πώς θα λειτουργεί το μέτρο

Στο πλαίσιο του νέου μηχανισμού, οι βιομηχανίες θα αποκτήσουν πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια από Ανανεώσιμες Πηγές, μέσω του ΔΑΠΕΕΠ, σε σταθερή τιμή που εκτιμάται μεταξύ 55 και 65 ευρώ/MWh, για περίοδο τριών ετών. Σε αντάλλαγμα, θα υποχρεούνται να επενδύσουν ή να χρηματοδοτήσουν νέα έργα ΑΠΕ και να επιστρέψουν την ενέργεια που έλαβαν σε βάθος 20ετίας, στην ίδια τιμή.

Το πρόγραμμα αναμένεται να καλύψει περίπου 60 εργοστάσια με ετήσια κατανάλωση 6 TWh, ενώ το κόστος της πρώτης τριετίας δεν προβλέπεται να ξεπεράσει τα 250 εκατ. ευρώ.

Μάλιστα, η βιομηχανία ζητά το μέτρο να εφαρμοστεί αναδρομικά από τον Ιούλιο του 2025, ημερομηνία κατά την οποία η Κομισιόν ενέκρινε τον ιταλικό μηχανισμό χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, κρίνοντάς τον συμβατό με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

«Καμπανάκι» ανταγωνιστικότητας

Η ανάγκη παρέμβασης γίνεται ακόμα πιο επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι οι ελληνικές βιομηχανίες πληρώνουν διπλάσιες ή και τριπλάσιες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε σύγκριση με αντίστοιχες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.

Η διαφορά αυτή, σε συνδυασμό με τον έντονο ανταγωνισμό από χώρες όπως η Τουρκία, όπου το 2025 οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά κυμάνθηκαν στα 60–70 €/MWh, απειλεί την ίδια τη βιωσιμότητα πολλών εγχώριων μονάδων.

Η ίδια η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παραδέχτηκε πρόσφατα ότι «σε ορισμένα κράτη μέλη ο ηλεκτρισμός κοστίζει δύο ή τρεις φορές παραπάνω από άλλα», συνδέοντας την κατάσταση με τις ανεπαρκείς διασυνδέσεις αλλά και την περιορισμένη αξιοποίηση των υφιστάμενων υποδομών.

Η υιοθέτηση του «Energy Release 2.0» αναμένεται να δώσει «οξυγόνο» στην ενεργοβόρα βιομηχανία, διασφαλίζοντας χαμηλότερο και σταθερό ενεργειακό κόστος, ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης.

Η σύνδεση της στήριξης με την ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ δημιουργεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, έναν «ενάρετο κύκλο»: οι βιομηχανίες αποκτούν πρόσβαση σε φθηνή πράσινη ενέργεια και το ενεργειακό σύστημα ενισχύεται με νέες επενδύσεις.