Η Δανία είχε, το 2024 μεταξύ των 38 κρατών του ΟΟΣΑ, τον υψηλότερο δείκτη φόρων επί του ΑΕΠ: 45,2%. Τον χαμηλότερο είχε το Μεξικό: 18,3%. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των υψηλότερων, στο 39,8%. Οι σούπερ καπιταλιστικές ΗΠΑ βρίσκονται στο 25,6% συμπεριλαμβανομένων όσων φόρων εισπράττονται σε επίπεδο Πολιτείας, Δήμου ή ακόμη και άλλων μορφών αυτοδιοίκησης.
Το γνωρίζαμε ότι το κράτος είναι η μεγαλύτερη «επιχείρηση» της χώρας, όπως κάθε δυτικής χώρας. Το μισό, σχεδόν, μερίδιο της εθνικής «πίτας», του συνολικού δηλαδή πλούτου που δημιουργεί, ετησίως, η χώρα, «ανήκει» στο κράτος. Μεγάλο «μαγαζί»!
Δεν ήταν πάντοτε «τόοοοσο» μεγάλο το συγκεκριμένο «μαγαζί». Το 1965 το κράτος έπαιρνε με τους φόρους το 17% του ΑΕΠ, ενώ το 1990 το ποσοστό έφτασε στο 25,5%, το 2010 σε 32,4%, το 2015 πήγε στο 37,2% ενώ το 2022 ήταν στο υψηλότερο σημείο 41%. Με άλλα λόγια, μεγάλωσε όταν μπήκαμε στην ΕΟΚ, ξαναμεγάλωσε όταν μπήκαμε στην Ευρωζώνη και γιγαντώθηκε με τα τρία μνημόνια, ιδιαίτερα με το τρίτο και φαρμακερό του Αλέξη Τσίπρα.
Πώς όμως αυξήθηκαν οι φόροι. Ο ΦΠΑ για να πάρω μια κατηγορία φόρου που συζητείται συνεχώς από τις αντιπολιτεύσεις, αναλογούσε ως μερίδιο επί του ΑΕΠ σε 6% το 1990, σε 7% το 2010 και σε 9% το 2024.
Ο συγκεκριμένος Φόρος (ΦΠΑ) συνεισέφερε το 25%, 22% και 23% στα συνολικά φορολογικά έσοδα του κράτους, κατά τα ως άνω αντίστοιχα έτη. Με άλλα λόγια, δεν είναι αυτός ο λόγος αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης.
Αλλά και το σύνολο των φόρων επί της κατανάλωσης (που συμπεριλαμβάνει, για παράδειγμα, τον ειδικό φόρο στα καύσιμα) όταν αναχθεί στο σύνολο των φόρων είναι 44,5% το 1990, μειώθηκε το 2010, δηλαδή πριν τα μνημόνια σε 38,6% και έφτασε στο 41% το 2023.
Πλην όμως η κατανάλωση, σε αυτή τη μακρά διάρκεια, φούσκωσε εντυπωσιακά, διαμορφώνοντας κατά το μείζον το εθνικό προϊόν. Αυτός είναι ένας πολύ βασικός λόγος αύξησης των φορολογικών εσόδων του κράτους.
Ο δεύτερος, συνοδός λόγος είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής στον ίδιο αυτόν σημαντικό τομέα της κατανάλωσης. Κυρίως, όπως γνωρίζουμε επειδή η ΑΑΔΕ κατάφερε τα τρία τελευταία χρόνια να εγκαταστήσει αποτελεσματικά συστήματα αποκάλυψης των σχετικών εμπορικών εσόδων, σε συνδυασμό με τη στροφή πολλών, όχι μόνον των μεγάλων, εταιρειών σε μια πιο διαφανή διαχείριση των συναλλαγών τους.
Οχι, λιγότερο σημαντικό, κάθε άλλο, είναι το γεγονός της τροφοδότησης των κρατικών εσόδων από τη φορολόγηση των κερδών που αποδίδουν το 8% του συνόλου. Τελευταίο και καθοριστικό ήταν βεβαίως η επιβολή του ΕΝΦΙΑ, που ανέβασε το μερίδιο των φόρων επί της ιδιοκτησίας σε 6,5%.
Αυτή είναι, εν πολλοίς, η εικόνα των φόρων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη φετινή ειδική έκδοση του ΟΟΣΑ. Δεν μάθαμε τίποτε συγκλονιστικά καινούργιο, σίγουρα όμως καταλαβαίνει κανείς ότι οποιαδήποτε διαρθρωτική παρέμβαση στη δομή των φόρων, θα απαιτήσει και μεγάλες αλλαγές και βάθος χρόνου.
