Κίνδυνος $3 τρισ. απειλεί παγκόσμια οικονομία και αγορές
Shutterstock
Shutterstock

Κίνδυνος $3 τρισ. απειλεί παγκόσμια οικονομία και αγορές

Ο λόγος περί της ιδιωτικής πίστωσης, το μέγεθος της οποίας σύμφωνα με έκθεση της Morgan Stanley από 2 τρισ. δολάρια το 2020 έφτασε τα 3 τρισ.δολάρια στις αρχές του 2025, ενώ αναμένεται να αυξηθεί ακόμα με μεγαλύτερο ρυθμό το 2026.  

Η Emily Bannister, διαχειρίστρια χαρτοφυλακίου πιστώσεων στην Wellington Management, δήλωσε στο CNBC ότι κατά το επόμενο έτος αναμένεται η ιδιωτική πίστη να εμβαθύνει τον ρόλο της ως κύρια λύση χρηματοδότησης και θα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τις δημόσιες αγορές ομολόγων. 

Μέσα από το ίδιο πρίσμα, οι αναλυτές της Morgan Stanley εκτιμούν ότι τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία του ιδιωτικού πιστωτικού κλάδου προβλέπεται να αυξηθούν σε περίπου 5 τρισ. δολάρια έως το 2029.

Η ιδιωτική πίστωση πριν λίγα χρόνια ήταν μια σχετική επιλεκτική αγορά δανεισμού προς μεσαίες επιχειρήσεις. Στις ημέρες μας,  η ιδιωτική πίστωση έχει επεκταθεί σε όλους τους τομείς, σε όλα τα μεγέθη των δανειοληπτών και όλους τους τύπους εξασφαλίσεων, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της αγοράς να τη χειρίζεται ολοένα και περισσότερο ως μέρος της ίδιας ευκαιρίας που προσφέρουν τα ομόλογα υψηλής απόδοσης και τα μοχλευμένα δάνεια. 

Εν ολίγοις, τα όρια που χωρίζουν τα ιδιωτικά από τα ευρύτερα κανάλια χρηματοδότησης στις δημόσιες αγορές έχουν αρχίσει να θολώνουν σημαντικά.  Οι ιδιωτικοί πιστωτικοί φορείς δεν επικεντρώνονται πλέον μόνο στη χορήγηση δανείων σε μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά προσφέρουν εκδοχές δανείων επενδυτικής βαθμίδας, χρέους υψηλής απόδοσης, χρηματοδότησης με εγγύηση περιουσιακών στοιχείων σε υποδομές, εμπορικά ακίνητα, κέντρα δεδομένων κ.α.

Τουτέστιν, τα προϊόντα στον κόσμο της αγοράς σταθερού εισοδήματος, έχουν όλο και περισσότερο ένα αντίστοιχο προϊόν στις ιδιωτικές αγορές.

Η πιο «εμφανής σύγκλιση» έγκειται στον άμεσο δανεισμό —εξατομικευμένα δάνεια που παρέχονται από ιδιωτικούς πιστωτικούς φορείς— και σε κοινοπρακτικά δάνεια που παραδοσιακά προσφέρονται από μια ομάδα τραπεζών.

Οι όροι και η τιμολόγηση γίνονται όλο και πιο όμοιοι μεταξύ της ιδιωτικής πίστωσης και των παραδοσιακών δανείων που διακανονίζονται από τράπεζες, με τους  ιδιώτες δανειστές να επεκτείνονται σε διάφορους κλάδους και πιστωτικά προφίλ, όπως ακριβώς και οι παράγοντες της αγοράς ομολόγων, ενώ την ίδια στιγμή οι διαχειριστές κεφαλαίων  είναι ολοένα και πιο πρόθυμοι να αξιοποιήσουν οποιαδήποτε από τις δύο αγορές.

Σύμφωνα με βετεράνους του κλάδου, αυτή η σύγκλιση προωθείται από πολλαπλές δυνάμεις: τις τράπεζες που αποσύρονται από ορισμένους τύπους δανείων, τους δανειολήπτες που αναζητούν περισσότερα εξατομικευμένα κεφάλαια, ήτοι δάνεια των οποίων το μέγεθος, η δομή και οι όροι προσαρμόζονται στις ανάγκες τους και τους επενδυτές που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις και διαφοροποίηση.

Η σύγκλιση αυτή βέβαια έχει τις ρίζες της στην περίοδο των χαμηλών/μηδενικών επιτοκίων. Τότε οι διαχειριστές πιστώσεων συσσώρευσαν τεράστιες δεξαμενές κεφαλαίου, σε μεγάλο βαθμό από επενδυτές που αναζητούσαν αποδόσεις όταν τα επιτόκια ήταν κοντά στο μηδέν. 

Το 2022, όταν οι δημόσιες αγορές χρέους πιέστηκαν καθώς η Fed αύξησε επιθετικά τα επιτόκια, οι ιδιώτες δανειστές παρενέβησαν για να καλύψουν το κενό. Καθώς οι επενδυτές επιδίωκαν υψηλότερες αποδόσεις, οι ιδιώτες δανειστές διογκώθηκαν σε μέγεθος και επεκτάθηκαν πέρα ​​από τα παραδοσιακά δάνεια σε μεσαίες επιχειρήσεις  που έφταναν έκαστο κατά μέσο όρο τα 75 εκατομμύρια, σε πολύ μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων.

Στις ημέρες μας μάλιστα,  η αγορά της ιδιωτικής πίστωσης υποστηρίζει πλέον συστηματικά συμφωνίες δισεκατομμυρίων. Αυτή η μετατόπιση σημαίνει ότι οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να συγκεντρώσουν το ίδιο ποσό χρημάτων είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική αγορά, καθιστώντας και τις δύο ως εναλλακτικές επιλογές.

Πού κρύβεται ο κίνδυνος

Τα ολοένα και πιο θολά όρια μεταξύ των δύο αγορών  αποτελούν ίσως έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για το 2026, καθώς ο αυξημένος ανταγωνισμός σε ορισμένα τμήματα της αγοράς έχει χαλαρώσει τα πρότυπα αξιολόγησης, αλλοιώνοντας τα πιστωτικά προφίλ και οδηγώντας τους  διαχειριστές να αποδέχονται πιστωτικό κίνδυνο που δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη ανταμοιβή.

Τα δάνεια προς εταιρείες με υψηλή μόχλευση, οι οποίες ενδέχεται να δυσκολευτούν να εξυπηρετήσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί ή το κόστος χρηματοδότησης αυξηθεί, αποτελούν βασικό κίνδυνο για την αγορά ιδιωτικών πιστώσεων. 

Θα πει κανείς βέβαια ότι ίσως οι ανησυχίες αυτές να είναι υπερβολικές, δεδομένου ότι η ιδιωτική πίστωση είναι ένα κλάσμα της συνολικής αγοράς ομολόγων, παρόμοιο με το μέγεθος του τμήματος δημόσιου χρέους υψηλής απόδοσης, σύμφωνα με την JP Morgan. 

Όμως ένα ντόμινο αθετήσεων σε αυτό το κλάσμα της αγοράς θα μπορούσε να αποκτήσει πολύ εύκολα τον ρόλο της «καύσιμης ύλης» μετουσιώνοντας μια μικρή σπίθα σε ένα δύσκολο μέτωπο πυρκαγιάς.

Το πρόσφατο φιάσκο της First Brands υπογράμμισε αυτές τις ανησυχίες. Υπενθυμίζουμε ότι η κατασκευάστρια ανταλλακτικών αυτοκινήτων αθέτησε την αποπληρωμή ιδιωτικών δανείων άνω των 1,5 δισ.δολαρίων μετά από μια ξαφνική κρίση ρευστότητας, αιφνιδιάζοντας τους δανειστές της και αποκαλύπτοντας πόσο γρήγορα μπορεί να βιώσει η αγορά πίεση όταν η αξιολόγηση είναι επιθετική και οι ιδιώτες δανειστές δεν έχουν έγκαιρα επαρκή εικόνα για την επιδείνωση των βασικών μεγεθών.

Οι ιδιώτες επενδυτές πιστώσεων διατρέχουν επίσης τον κίνδυνο να διπλασιάσουν ακούσια την έκθεσή τους στους ίδιους μεγάλους δανειολήπτες, δεδομένων των περιορισμένων mega-deals. Οι επενδυτές ενδέχεται στην πραγματικότητα να διπλασιάσουν ή να τριπλασιάσουν την έκθεσή τους σε επιλεγμένα ονόματα αντί να επιτύχουν τη διαφοροποίηση που αναζητούν συνήθως στις αγορές ιδιωτικού χρέους.

Μια άλλη ανησυχία είναι η ρευστότητα. Ορισμένοι επενδυτές έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι η αυξανόμενη ομοιότητα με τις δημόσιες αγορές θα μπορούσε να τους φέρει αντιμέτωπους με μια κρίση μεγέθους δημόσιας αγοράς χωρίς όμως να υπάρχει η αντίστοιχη ρευστότητα.

Βλέπετε, η ιδιωτική πίστη εξακολουθεί να μην έχει μια πραγματική δευτερογενή αγορά, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δύσκολο να πουληθούν θέσεις γρήγορα εάν χρειαστεί. 

Τέλος, η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της ιδιωτικής πίστης έχει οδηγήσει τους αναλυτές να προειδοποιούν ότι τμήματα της αγοράς ενδέχεται να οδεύουν προς την περιοχή της φούσκας, ενώ οι ρυθμιστικές αρχές έχουν επισημάνει τον κίνδυνο οι μη τραπεζικοί δανειστές με υψηλή μόχλευση, που λειτουργούν σε σχετικά αδιαφανείς δομές, να εξελιχθούν σε μια σημαντική πηγή αποσταθεροποίησης του συστήματος σε μια μελλοντική ύφεση της αγοράς .

Συμπερασματικά, ο κλάδος  της ιδιωτικής πίστωσης έχει προσελκύσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα κεφάλαια σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, συμπιέζοντας τις αποδόσεις και ενθαρρύνοντας ολοένα και μεγαλύτερες, πιο σύνθετες συμφωνίες, με αποτέλεσμα τα όρια μεταξύ της αγοράς ιδιωτικού χρέους και των δημόσιων αγορών να θολώνουν ολοένα και περισσότερο. Αν αυτή η άνοδος συνεχιστεί ανεξέλεγκτα, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια νέα πηγή συστημικού χρηματοοικονομικού κινδύνου, ειδικά από τη στιγμή που οι διαχειριστές έχουν χαλαρώσει τα πρότυπα δανεισμού, αυξάνοντας την πιθανότητα αθετήσεων.

Τα ελκυστικά σημεία της αγοράς

Οι πιο πάνω κίνδυνοι δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν σημεία της ιδιωτικής πίστωσης που εξακολουθούν να έχουν ενδιαφέρον ως αποτελεσματικά εργαλεία διαφοροποίησης, ειδικά για όσο καιρό η εστίαση των υπευθύνων χάραξης πολιτικής θα παραμείνει μετατοπισμένη  από τον πληθωρισμό στην απασχόληση, με αποτέλεσμα μια πιο διευκολυντική νομισματική πολιτική από τη Fed.  

Κάποιες κατηγορίες ακινήτων για παράδειγμα είναι ελκυστικές καθώς η ανατιμολόγηση δημιουργεί ευκαιρίες.

Οι απότομες μειώσεις τιμών μετά τις κορυφές του 2021-2022 έχουν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρώσει τον κύκλο τους, με τις αξίες ακινήτων στις ΗΠΑ να παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές τον τελευταίο χρόνο και επιλεγμένα βιομηχανικά και λιανικά τμήματα να προσελκύουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Από αυτή τη χαμηλότερη βάση, και καθώς τα επιτόκια πολιτικής αρχίζουν να μειώνονται, η συναλλακτική δραστηριότητα και η ζήτηση για χρηματοδότηση ανακάμπτουν. Αυτό έρχεται σε μια εποχή που οι τράπεζες ασκούν σημαντική πίεση γύρω από την έκθεσή τους σε ακίνητα.

Υπάρχει επομένως ένα σημαντικό κενό τόσο στο κομμάτι του χρέους όσο και στο μετοχικό κεφάλαιο, δημιουργώντας ελκυστικές ευκαιρίες για τους ιδιώτες δανειστές. Τα δάνεια-γέφυρες για ανάπτυξη, κατασκευή και βαριά ανακαίνιση προσφέρουν επί του παρόντος μερικές από τις υψηλότερες δυνατότητες απόδοσης σε πραγματικά περιουσιακά στοιχεία.

Το χρέος υποδομών  επίσης έχει ενδιαφέρον, καθώς συνεχίζει να χρησιμεύει ως αξιόπιστη πηγή σταθερού εισοδήματος. Με σταθερή ζήτηση κεφαλαίου και υποστήριξη από ενσώματα περιουσιακά στοιχεία, παρέχει μια ασφαλή βάση για μακροπρόθεσμα χαρτοφυλάκια πιστώσεων.

Πολλά έργα υποδομών επωφελούνται από έσοδα που συνδέονται με τον πληθωρισμό ή ρυθμιζόμενα πλαίσια, τα οποία βοηθούν στη διατήρηση των πραγματικών αποδόσεων ακόμη και αν επανεμφανιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, το χρέος υποδομών παραμένει ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να συνδυαστεί η σταθερότητα των αποδόσεων με την προστασία από τις μεταβολές τις αγοράς.


[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.