Από τη χθεσινή ενημέρωση βασικών στατιστικών στοιχείων της Eurostat, κάποιοι πήραν τα «κακά» νέα και άλλοι τα «καλά» νεότερα. Λογικό. Ισχύουν άλλωστε και τα δύο.
Πράγματι, όταν συγκρίνει κανείς το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα του 2024 με εκείνο του 2004 το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό: στη διάρκεια της εικοσαετίας καταγράφηκε μείωση κατά 5,1%. Απογοητευτικό!
Εξίσου αληθές είναι όμως ότι η ίδια σύγκριση για τα έξι τελευταία χρόνια, είναι πολύ ενθαρρυντική: σε μια εξαετία (2019-2024) είχαμε άνοδο κατά 22,4% και όταν θα προστεθεί και το 2025, η αύξηση θα ξεπεράσει το 25%. Εντυπωσιακό!
Τα νούμερα κρύβουν μεγάλες και συχνά δυσάρεστες αλήθειες. Για παράδειγμα, η εικοσαετής περίοδος σίγουρα επηρεάστηκε από την μεγάλη κρίση. Όμως, ο λόγος που δεν μεγάλωσε η εθνική «πίτα» δεν είναι τόσο τα μέτρα που λάβαμε για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Είναι η αδυναμία του επιχειρηματικού τομέα να τροφοδοτήσει υψηλό ρυθμό επενδύσεων, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της δανειακής τροφοδότησης των κρατικών δαπανών.
Αντιθέτως, στην τρέχουσα εξαετία, ο επιχειρηματικός τομέας τρέχει «με δικά του λεφτά» ενώ ο κρατικός τομέας στηρίζει την οικονομία χωρίς να αυξάνει «ούτε κατά ένα σεντ» το δημόσιο χρέος. Δεν είναι μόνον πως «τώρα πάμε καλύτερα» είναι ότι δεν υπονομεύεται η δημοσιονομική σταθερότητα, άρα δεν συντρέχει κίνδυνος νέας βύθισης.
Τι θα είχε όμως συμβεί αν η Ελλάδα είχε επιτύχει τους ίδιους ρυθμούς αύξησης με εκείνους που κατέγραψε - κατά μέσο όρο - η Ευρωζώνη; Αν δηλαδή δεν είχαμε εκτεθεί στον κίνδυνο της ανοικτής πτώχευσης εν μέσω διεθνούς κρίσης;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή: η άνοδος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην εικοσαετία θα ήταν λίγο μεγαλύτερη από 15%. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα ήταν σήμερα μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων μεσαίου μεγέθους.
Μπορούσε όμως, όπως ευλόγως αναρωτιέστε, να συμβεί αυτό, με ταυτόχρονη εξυγίανση της δημοσιονομικής ανισορροπίας; Η απάντηση είναι θετική, προφανώς υπό σημαντικές προϋποθέσεις. Η κυριότερη των οποίων είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να είναι ταχύτερη και να πάει από την αρχή σε βάθος. Μας πήρε, για παράδειγμα, κοντά δέκα χρόνια για να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή. Ξοδέψαμε πέντε - έξι, τουλάχιστον, χρόνια, για να ενσωματώσουμε μεταρρυθμίσεις που άνοιξαν αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και έδωσαν ευκαιρίες νέων επενδύσεων. Το χειρότερο, καταφέραμε να διαλύσουμε το τραπεζικό σύστημα δύο φορές, με αποτέλεσμα να σταματήσει η χρηματοδότηση της οικονομίας.
Θα μπορούσα να απαριθμήσω και άλλα παραδείγματα, αλλά δεν είναι της παρούσης, μπορείτε να διαβάσετε το πόνημα Τσίπρα, τα περιλαμβάνει σχεδόν όλα!
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα χάνει έδαφος εξ ιδίων λαθών της και μάλιστα επί ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα. Το ζήτημα είναι αν αυτό μπορεί να συμβεί ξανά. Τίποτε δεν το αποκλείει. Είναι θέμα «εθνικής» επιλογής. Όσοι πιστεύουν τα παραμύθια ότι «φταίνε τα μνημόνια» θα κάνουν καλά να το ξανασκεφτούν.
