Παιδικές πάνες και εκλογές

Η κυβέρνηση κινδυνεύει πολιτικά από την τιμή της παιδικής πάνας στο σούπερ μάρκετ,  όχι από την αντιπολίτευση Τσίπρα που κινείται μεταξύ των επαίνων στη «γενναιότητα» του Κώστα Καραμανλή, και της τοποθέτησης του εμβληματικού Πασόκου Στέφανου Τζουμάκα,  στην εμπροσθοφυλακή του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ένας ψηφοφόρος μέχρι να φτάσει η στιγμή να σταθεί μπροστά στην κάλπη, θα έχει σταθεί εκατοντάδες φορές, στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Ως εκ τούτου μια εικόνα θα πρέπει να έχει καρφωμένη στο μυαλό του το κυβερνητικό επιτελείο. Νεαρό ζευγάρι αμειβόμενοι και οι δυο με το βασικό μισθό, που είχαν την ατυχία να αποκτήσουν  παιδάκι στην εποχή των κρίσεων, στέκεται μπροστά στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Για ένα πακέτο πάνες γνωστής μάρκας 46 τεμαχίων, πρέπει να πληρώσει 19,45 ευρώ. Στη Γερμανία οι αντίστοιχοι  Γιώργος και Μαρία – αμειβόμενοι με άλλους μισθούς-  θα πληρώσουν την ίδια πάνα 10,58 και στην Ισπανία 18,40 ευρώ.

Ο λογαριασμός στο σούπερ μάρκετ, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα έξοδα,  υπαγορεύει εκλογική συμπεριφορά  ισχυρότερα από το γεγονός, ότι το ζευγάρι έχει πλέον πρόσβαση σε δωρεάν υπηρεσίες της  νταντάς της γειτονιάς που θεσμοθέτησε πρωτοποριακά η κυβέρνηση και που το πρόγραμμα αυτό ήδη τρέχει.

Ότι βγαίνει από την τσέπη, μετράει περισσότερο απ αυτό που δεν βγαίνει. Κανόνας.  

Η εξήγηση ότι η ελληνική, είναι μια μικρή αγορά με εξίσου μικρά περιθώρια ανταγωνισμού και ως εκ τούτου τα προϊόντα είναι ακριβότερα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν «αγοράζεται» ως απάντηση από τον άνθρωπο που μετράει και το μισό ευρώ στο πορτοφόλι του. Ο πληθωρισμός, είναι η επίγεια κόλαση κατά τους οικονομολόγους και δυστυχώς στο καζάνι της, καταλήγουν τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και οι κατηγορίες συνανθρώπων μας που διαβιούν στο όριο της φτώχειας αλλά και κάτω από αυτό. 

Το «καλάθι του νοικοκυριού», ως ιδέα είναι καλό και αν λειτουργήσει στην πράξη, θα διευκολύνει τα μεσαία νοικοκυριά. Δεν βοηθάει όμως  την περίμετρο που προσδιορίζει την αληθινή φτώχεια και η οποία πρέπει να εντοπιστεί χειρουργικά, καθώς η απόκρυψη εισοδημάτων, το μαύρο χρήμα και τα ουρανοκατέβατα επιδόματα την καθιστούν απροσδιόριστη. 

Είναι ωστόσο εντελώς αφ’ υψηλού και εκτός κοινωνικής πραγματικότητας η κριτική, ότι το «καλάθι του νοικοκυριού» γέμισε με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Όσοι τη διατυπώνουν έχουν καιρό να βρεθούν σε  σούπερ μάρκετ και σε λαϊκές τις ώρες που μαζεύονται οι πάγκοι. Ακόμη και στα λεγόμενα «εύπορα» προάστια.  

Το «καλάθι του νοικοκυριού»,  αν  υποστηριχθεί με αυστηρούς ελέγχους και εποπτεία, ίσως αποδειχθεί ως μια ακόμη μεταρρύθμιση που μπορεί να επιβάλλεται από την ανάγκη, έχει όμως ταυτόχρονα θετικό αποτύπωμα στην αλλαγή της καταναλωτικής μας κουλτούρας.  Βοηθώντας γιατί όχι και μια μεγάλη κατηγορία καταναλωτών, να αποβάλλει το όποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας μπορεί να αισθάνεται όταν επιλέγει το φθηνότερο διαθέσιμο προϊόν.