Τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει σαφής η αλλαγή προσανατολισμού της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής. Σταδιακά, οι ΗΠΑ και το υγροποιημένο φυσικό τους αέριο γίνονται οι πιο βασικοί προμηθευτές της Ελλάδας, παίρνοντας τη θέση του αέριου από την Ρωσία που επί πολλά χρόνια κατείχε την πρώτη θέση στις ελληνικές εισαγωγές, μέσω των χερσαίων αγωγών που περνούν μέσα από πλήθος χωρών στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η ραγδαία ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανίας LNG τα τελευταία χρόνια έχει δώσει πολύ περισσότερες επιλογές από πριν στις ευρωπαϊκές χώρες και την Ελλάδα. Η αναμενόμενη συνέχιση αυτής της ανάπτυξης, με τις ΗΠΑ να πρωταγωνιστούν και να βρίσκονται πλέον καθαρά στην πρώτη θέση παγκοσμίως σε επίπεδο εξαγωγών LNG, θεωρείται από τους ειδικούς των ενεργειακών αγορών πως θα προκαλέσει τα επόμενα χρόνια σημαντική υποχώρηση των τιμών, κάτι που κάνει τη σύναψη μακροχρόνιων συμβολαίων πολύ πιο συμφέρουσα για τους υποψήφιους αγοραστές. Βρισκόμαστε δηλαδή ήδη σε μία κατάσταση διαμετρικά αντίθετη με αυτή που επικρατούσε το 2021, λίγο πριν το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης και την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν η προμήθεια φυσικού αερίου από την Ρωσία αποτελούσε σχεδόν την μοναδική επιλογή για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ανάδειξη του LNG ως μίας αξιόπιστης και ολοένα πιο ανταγωνιστικής επιλογής στην διεθνή ενεργειακή αγορά ήταν σίγουρο πως θα άλλαζε τις ισορροπίες. Αυτό προφανώς δεν αποτέλεσε πολύ μεγάλη έκπληξη για τη χώρα μας, καθώς είχε προβλεφθεί εξ αρχής η ύπαρξη σταθμών υποδοχής LNG, με αυτόν της Ρεβυθούσας να υποδέχεται φορτία εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα να αποτελεί σωτήρια λύση σε περιόδους εκτάκτων συνθηκών, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις γειτονικές μας χώρες.
Η στροφή, όμως, προς το LNG, και ειδικά το αμερικανικό, δεν έχει σχέση μόνο με τις ίδιες τις προοπτικές της αγοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου. Έχει σχέση και με το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια φάνηκε καθαρά πως το ρωσικό αέριο κακώς θεωρείτο ως μία ενεργειακή επιλογή που εγγυάται στον πελάτη ασφαλή και σταθερή ροή. Η χρησιμοποίησή του από την Ρωσία σαν «όπλο», πριν και μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έδειξε σε όλους πως δεν είναι λογικό πλέον να βασίζονται σε αυτό, ενώ τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε και το μειονέκτημα της διέλευσης των αγωγών από πολλές χώρες.
Αντίθετα, στην περίπτωση του LNG τον ρόλο των αγωγών τον παίζουν τα πλοία που το μεταφέρουν. Για την Ελλάδα αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών των πλοίων ανήκει σε επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, κάτι που πρακτικά ενισχύει ακόμα περισσότερο το ασφαλές της επιλογής. Στην πράξη, είναι σαν να μιλάμε για έναν αγωγό που φέρνει το φυσικό αέριο από την Λουιζιάνα και το Τέξας των ΗΠΑ στην Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη όπου βρίσκονται οι δύο σταθμοί επαναεριοποίησης του LNG.
Εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη σημαντική προστιθέμενη αξία που θα φέρει στη χώρα η δραστηριότητα της υποδοχής των φορτίων LNG, καθώς και η αποστολή πολλών από αυτά σε άλλες χώρες μέσω του Κάθετου Διαδρόμου μεταφοράς αερίου προς την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων θα ωφεληθεί από αυτό, θα αυξηθεί σημαντικά η χρήση πολλών υποδομών και θα προκύψουν και σημαντικά έσοδα από τα τέλη που θα καταβάλλουν οι γειτονικές χώρες για την μεταφορά των φορτίων προς αυτές. Κοιτάζοντας και πιο μπροστά, η συνεργασία με τους Αμερικανούς παραγωγούς LNG «δένει» με τις πρόσφατες συμφωνίες με αμερικανικές εταιρείες για την ανακάλυψη και εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ελληνική επικράτεια.
Η πρώτη εικόνα της «νέας εποχής» ήρθε πριν από λίγες ημέρες όταν η ΔΕΠΑ, σε συνεργασία με τον AKTOR, υπέγραψε μακροχρόνιο συμβόλαιο με την αμερικανική Venture Global για την εισαγωγή 0,7 δισ. κυβικών μέτρων LNG ετησίως από το 2030 και για 20 χρόνια, από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας στη Λουιζιάνα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει εγγυημένες ποσότητες σε βάθος 20ετίας, δυνατότητα καλύτερου προγραμματισμού και διαπραγμάτευσης τιμών, σταθερή τροφοδοσία για την ελληνική αγορά και πρόσθετες ποσότητες για εξαγωγή στα Βαλκάνια και άλλες χώρες. Το τελευταίο έγινε ξεκάθαρο μετά και τη χθεσινή υπογραφή συμφωνίας τροφοδοσίας της Ουκρανίας με φυσικό αέριο που θα φέρνει στην Αλεξανδρούπολη η εταιρεία Atlantic - See στην οποία συμμετέχουν η Aktor (60% και η ΔΕΠΑ (40%).
Δεν έχουμε ασχοληθεί ακόμα όμως με το πολύ σημαντικό θέμα της τιμής του φυσικού αερίου που θα έρχεται στην Ελλάδα με τα πλοία μεταφοράς LNG από τις ΗΠΑ (κυρίως) αλλά και από άλλες πηγές. Από διάφορες πλευρές ακούγεται μέσα στην Ελλάδα πως τάχα το ρωσικό φυσικό αέριο είναι σημαντικά φθηνότερο του αμερικανικού LNG και πως η στροφή μας προς τις ΗΠΑ βλάπτει τη χώρα. Καθώς μιλάμε για νέες συμφωνίες προμήθειας αερίου σε βάθος χρόνου από τώρα, είναι επισφαλές για τον οποιονδήποτε να υποστηρίξει πως γνωρίζει πως θα είναι τα πράγματα σε αρκετά χρόνια από τώρα, ενώ και τα δύο προϊόντα δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα μεταξύ τους.
Ξέρουμε όμως πως η γενική κατεύθυνση των τιμών του LNG, σε διεθνές επίπεδο, αναμένεται από τους περισσότερους ειδικούς να είναι καθοδική καθώς αυξάνεται συνεχώς η δυναμικότητα των σταθμών υγροποίησης φόρτωσης αερίου και φόρτωσης LNG και η τεχνολογία βρίσκει συνεχώς νέες λύσεις για τη μείωση του κόστους. Αν κάποιος ρίξει όμως μία ματιά και στην τωρινή κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς φυσικού αερίου μπορεί να διαπιστώσει τα εξής.
Σύμφωνα με το Trading Economics και άλλες πηγές στο διαδίκτυο, τα νέα συμβόλαια για την πώληση φυσικού αερίου μέσω των ρωσικών αγωγών συνάπτονται με βάση την τιμή του συμβολαίου TTF στα διεθνή χρηματιστήρια, δηλαδή σε ένα εύρος τιμών 30 με 35 Euro/Mwh. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της αμερικανικής ομοσπονδιακής υπηρεσίας EIA (Energy Information Administration), το αμερικανικό LNG κοστίζει στους τελικούς αγοραστές περίπου 7,50 δολάρια/χιλιάδες κυβικά πόδια, δηλαδή κοντά στα 27 δολάρια/Mwh, δηλαδή κάτω από τα 24 Ευρώ/Mwh. Η τιμή αυτή είναι ξεκάθαρα πιο χαμηλή από την τιμή του συμβολαίου TTF και κατά συνέπεια του ρωσικού φυσικού αερίου που έρχεται στην Ελλάδα και την Ευρώπη από τους αγωγούς.
Εδώ πρέπει βέβαια να τονίσουμε πως αυτά αφορούν κυρίως σε συμφωνίες για άμεσες αγορές αερίου και όχι για μακροχρόνια συμβόλαια, στα οποία οι τιμές μπορούν να σαφώς χαμηλότερες. Μπορούν να είναι χαμηλότερες καθώς δίνουν στα δύο μέρη τη δυνατότητα να εξασφαλιστούν για πολλά χρόνια, στους παραγωγούς να ξέρουν πως οι εγκαταστάσεις τους θα δουλεύουν στο φουλ για πολλά χρόνια και στους καταναλωτές να είναι βέβαιοι πως θα έχουν συνεχή ροή φυσικού αερίου. Επίσης, στα μακροχρόνια συμβόλαια η τιμή είναι πολύ πιο κοντά στην spot αγορά του αμερικανικού φυσικού αερίου η οποία είναι αυτή τη στιγμή κοντά στα 15 δολάρια/Mwh, ενώ δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από ξαφνικά γεγονότα και πρόσκαιρες γεωπολιτικές εντάσεις.
Εκτός από όλα τα προηγούμενα, ας μην ξεχνάμε και έναν άλλο παράγοντα που κάνει την ελληνική επιλογή του αμερικανικού LNG ακόμα πιο λογική. Την επικείμενη σταδιακή απαγόρευση, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου, μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Οι πρόσφατες συμφωνίες μας δείχνουν πως η ελληνική προετοιμασία για αυτή την αλλαγή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και πως, αν και εφόσον έρθει αυτή η ώρα, η χώρα όχι μόνο δεν θα είναι ανοχύρωτη αλλά θα μπορεί και να υποστηρίξει όσες κοντινές χώρες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα προσαρμογής.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως η δική μας προσαρμογή έχει ήδη προχωρήσει αρκετά, καθώς μέχρι τώρα μέσα στο 2025, περίπου το 43,70% των εισαγωγών φυσικού αερίου είναι από φορτία LNG, με το αμερικανικό LNG να αποτελεί το 80% αυτών. Την ίδια ώρα, το ρωσικό φυσικό αέριο έχει καλύψει το 40,40% των συνολικών εισαγωγών. Αν σκεφθούμε πως πριν το 2022 το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο είχε σχεδόν μηδενική συμμετοχή στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα, είναι φανερό πως η προσαρμογή μας προχωρά πολύ γρήγορα.
Μία γρήγορη σύγκριση μεταξύ των δύο επιλογών, ρωσικού αερίου και αμερικανικού LNG, είναι σαφές πως βγάζει νικητή το αμερικανικό προϊόν. Στο θέμα της τιμής, όσο δύσκολη και ίσως αδόκιμη είναι η σύγκριση, το αμερικανικό LNG είναι σαφώς ανταγωνιστικό απέναντι στο ρωσικό αέριο. Καθώς μιλάμε όμως για στρατηγικές επιλογές δεκαετιών πρέπει να μετρήσουμε και άλλα πράγματα, όπως τη δυνατότητα σύναψης μακροπρόθεσμων συμβολαίων από διαφορετικούς παραγωγούς σε ανταγωνιστικές τιμές, τον πιο ασφαλή τρόπο μεταφοράς, την ελαχιστοποίηση των μερών που παρεμβαίνουν στη διαδικασία της μεταφοράς, τα οφέλη για τις επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, τους μετόχους και τους εργαζόμενους σε αυτές, τα έσοδα για το ελληνικό δημόσιο, τα έσοδα από την χρήση ελληνικών υποδομών για την εξυπηρέτηση τρίτων χωρών και τον συνδυασμός με την ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα στην χώρα.
Εδώ η σύγκριση είναι πολύ πιο εύκολη και η υπεροχή του αμερικανικού LNG πολύ πιο ξεκάθαρη. Αν συνυπολογίσουμε το ότι τα μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας του αμερικανικού φυσικού αερίου θα έχουν σαφή τιμολογιακά οφέλη σε σχέση με τις τωρινές τιμές spot, δεν μπορεί να υπάρχουν πολλές αμφιβολίες πως η στροφή προς το αμερικανικό LNG είναι η κατάλληλη ενεργειακή λύση για τη χώρα μας.
