Έσπασαν τα φρένα των αγορών, σε Bear Market o S&P 500

Έσπασαν τα φρένα των αγορών, σε Bear Market o S&P 500

Πριν μερικές ημέρες είχαμε αναρωτηθεί αν η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ θα έχει την άνεση να σταματήσει προσωρινά τις αυξήσεις των επιτοκίων κάποια στιγμή προς το φθινόπωρο. Η απορία μας λύθηκε με ξεκάθαρο τρόπο την Παρασκευή που μας πέρασε. Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ τον μήνα Μάιο ήταν τόσο απογοητευτικά που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία: Mε ό,τι ξέρουμε σήμερα, είναι αδύνατον για την Fed να αφήσει το πόδι από το γκάζι, για να μην πούμε πως θα το πατήσει ακόμα πιο δυνατά.

Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές περιμένουν πλέον ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις στις επικείμενες συνεδριάσεις της σχετικής επιτροπής της Fed. Ενώ μέχρι τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας θεωρείτο σίγουρο πως η κεντρική αμερικανική τράπεζα θα ανεβάσει τα επιτόκια αναφοράς κατά 0,50% δύο φορές, μία τον Ιούνιο και μία τον Ιούλιο και υπήρχαν ορισμένες αμφιβολίες για το τι θα κάνει τον Σεπτέμβριο, τώρα οι επενδυτές εκτιμούν πως θα έχουμε αύξηση και τον Σεπτέμβριο κατά 0,50%, ενώ πιστεύουν πως υπάρχει σημαντική πιθανότητα να δούμε και ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις, της τάξης του 0,75%. Η αντίδραση των αγορών δεν προκαλεί καμία απολύτως έκπληξη.

Ήδη από την Πέμπτη που μας πέρασε οι βασικοί αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες είχαν αρχίσει να κινούνται επιθετικά προς τα κάτω, βλέποντας την σημαντική άνοδο των αποδόσεων των κρατικών αμερικανικών ομολόγων. Η κατάσταση χειροτέρεψε την Παρασκευή, μετά το σοκ από τα νέα για τον πληθωρισμό, και έγινε ακόμα χειρότερη χθες Δευτέρα, με τον βασικότερο χρηματιστηριακό δείκτη του κόσμου, τον S&P 500 να βρίσκεται πλέον και αυτός στην περιοχή του bear market, αφού η πτώση του από τα υψηλά που σημείωσε πριν από μερικούς μήνες έχει πλέον ξεπεράσει το 20%. Κάνει λοιπόν πλέον παρέα στον δείκτη Nasdaq, του οποίου η πτώση έχει ξεπεράσει αυτό το όριο εδώ και καιρό και σε χιλιάδες μετοχές των αμερικανικών χρηματιστηρίων που βρίσκονται μέχρι και 90% κάτω από τις τιμές που σημείωναν πέρυσι τέτοια εποχή.

Οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, καθώς η απόδοση του ομολόγου δεκαετούς λήξης ξεπέρασε και το 3,30% και βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας. Από τις πωλήσεις των επενδυτών δεν γλυτώνουν ούτε οι μετοχές των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών των ΗΠΑ, όπως η Exxon Mobil (XOM) και η Chevron (CVX), των οποίων οι οικονομικές επιδόσεις είναι εξαιρετικές το τελευταίο διάστημα.

Οι ευρωπαϊκές αγορές μετοχών και ομολόγων δεν ξέφυγαν ούτε αυτές από τις άγριες διαθέσεις των πωλητών. Στην Ευρώπη υπάρχουν βέβαια ακόμα μεγαλύτεροι λόγοι ανησυχίας, αφενός λόγω της μεγάλης ζημιάς που υφίσταται η οικονομία της ηπείρου εξ αιτίας του πολέμου και αφετέρου λόγων του προβληματισμού που δημιουργεί η συνεχής άνοδος των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης σε σχέση με τα γερμανικά αντίστοιχα.

Η στάση που ακολούθησε σε σχέση με αυτό το θέμα η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ την προηγούμενη Πέμπτη δεν καθησύχασε καθόλου τις αγορές και χειροτέρεψε το ήδη κακό κλίμα. Παρόμοιο κλίμα, εξαιρετικά αρνητικό, επικράτησε και σχεδόν σε όλες τις ασιατικές αγορές, οι οποίες ούτως ή άλλως σπανίως αποστασιοποιούνται από τη Wall Street σε τέτοιες περιπτώσεις. Εκτός από τις μετοχές και τα ομόλογα, σοβαρά προβλήματα εμφανίστηκαν και στην αγορά κρυπτονομισμάτων, με τα βασικά κρυπτονομίσματα να σημειώνουν τις χαμηλότερες τιμές τους για το τελευταίο δεκαοκτάμηνο, δείχνοντας για μία άλλη φορά πως δεν είναι και πολύ ανεξάρτητα από τις παραδοσιακές αγορές. Όσον αφορά στα διάφορα εμπορεύματα, προς το παρόν δείχνουν μία σχετική ανθεκτικότητα, ειδικά αυτά που επηρεάζουν πολύ τον πληθωρισμό, δηλαδή τα καύσιμα και τα αγροτικά προϊόντα.

Αντίθετα, τα πολύτιμα μέταλλα υποφέρουν, αφού η προσδοκία για ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων φαίνεται να τα κάνει λιγότερο ελκυστικά λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε απόδοσης. Αφήσαμε τελευταίο τον χαλκό, δεδομένης της σημασίας που του δίνουμε στην προσπάθεια πρόβλεψης της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας. Η πτώση του είναι σχετικά συγκρατημένη, κοντά στο 2%, πράγμα που δείχνει πως οι αγορές εμπορευμάτων δεν ανησυχούν ιδιαίτερα (τουλάχιστον ακόμα) για το ενδεχόμενο μίας οικονομικής ύφεσης.

Είναι γεγονός πως οι αγορές μετοχών και ομολόγων έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατη πτώση τους τελευταίους μήνες. Το αν βρίσκονται στην περιοχή που ονομάζουμε bear market, ή αγορά των αρκούδων, δεν έχει αυτή τη στιγμή μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει μόνο σημασία είναι το τι θα γίνει στη συνέχεια (όπως πάντα άλλωστε). Στην τωρινή συγκυρία αυτό είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί. Η αβεβαιότητα και η ανησυχία προέρχονται από πολλά μέτωπα, σε βαθμό που έχουμε να δούμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Είναι ο υψηλός πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση, οι φόβοι για επισιτιστική κρίση, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το γεγονός πως οι δυτικές χώρες έχουν αυξήσει πολύ το δημόσιο χρέος τους προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας και την αύξηση του κόστους ζωής.

Αυτά είναι τα εύκολα, τα οποία υπό ομαλές συνθήκες θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με συμβατικό τρόπο. Αυτό που κάνει την κατάσταση πραγματικά πιο δύσκολη από άλλες φορές είναι η μεγάλη γεωπολιτική αβεβαιότητα: ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ένταση στις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα και κυρίως η αίσθηση πως κάτι έχει αλλάξει και ο δυτικός κόσμος δεν έχει τη δύναμη που είχε μέχρι πρότινος. Το τελευταίο φαίνεται καθαρά από την απροθυμία των πιο πολλών χωρών εκτός της βασικής δυτικής συμμαχίας να ακολουθήσουν τον δρόμο των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, το αν οι αυξήσεις επιτοκίων της Fed και της ΕΚΤ θα χτυπήσουν τον πληθωρισμό προκαλώντας ύφεση ή όχι ίσως έχει μικρότερη σημασία από το αν θα μπορέσει να υπάρξει μία διεθνής συνεννόηση για την αντιμετώπιση της τεράστιας αύξησης των τιμών των ενεργειακών πρώτων υλών και των αγροτικών προϊόντων.

Η αμερικανική οικονομία μπορεί να αποθερμανθεί σε κάποιους τομείς, όπως π.χ. της αγοράς κατοικίας, ως αποτέλεσμα της αύξησης του κόστους χρήματος, αλλά η τιμή του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του σιταριού δεν πρόκειται να υποχωρήσουν εύκολα χωρίς κάποιου τύπου διεθνή συνεννόηση. Η συνεννόηση αυτή δεν είναι πολύ πιθανόν να έρθει όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και εφαρμόζονται οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Αυτό σημαίνει πως ό,τι και να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες, δεν θα είναι εύκολο να τιθασεύσουν μόνες τους τον πληθωρισμό, η άνοδος του οποίου οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μεγάλη αύξηση της τιμής των καυσίμων και των τροφίμων.

Μπορούμε να πούμε πως τα πολύ αρνητικά νέα της Παρασκευής για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ θύμισαν στους επενδυτές ακριβώς αυτό, πως οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να επηρεάσουν τα πάντα με τις αυξήσεις επιτοκίων και το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής. Αυτό ίσως εξηγεί και την έντονα αρνητική αντίδραση των αγορών στα νέα και σίγουρα κάνει ακόμα πιο επισφαλή τη συνέχεια. Αν τα επίπεδα στα οποία κατέβηκε την Δευτέρα ο δείκτης S&P δεν συγκρατήσουν άμεσα την πτωτική του πορεία, θα αυξηθούν κατά πολύ οι πιθανότητες έναρξης νέου πτωτικού κύκλου των αγορών μετοχών, με απρόβλεπτη συνέχεια.

Το αν θα δούμε κάτι τέτοιο να γίνεται μπορεί να εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίον θα χειριστούν την κατάσταση η Fed και ο πρόεδρός της Τζερόμ Πάουελ αύριο Τετάρτη απόγευμα, και από το τι θα πει παράλληλα με την ανακοίνωση για αύξηση των επιτοκίων αναφοράς κατά τουλάχιστον 0,50%. Οι επενδυτές και οι αγορές θα ήθελαν να ακούσουν κάτι από την κεντρική τράπεζα για να καταλάβουν αν η αντίδρασή τους στα νέα για τον πληθωρισμό ήταν υπερβολική. Το γεγονός πως οι αξιωματούχοι της Fed δεν επιτρέπεται να προβούν σε δημόσιες δηλώσεις μερικές ημέρες πριν την συνεδρίαση της επιτροπής για τον καθορισμό της νομισματικής πολιτικής, είναι κάτι που συνετέλεσε στην αύξηση της αβεβαιότητας μετά τα νέα της Παρασκευής.

Φυσικά, δεν μπορούμε να υποθέσουμε τι θα ακούσουμε από τη Fed αύριο το απόγευμα. Το γεγονός όμως είναι αδιαμφισβήτητο: μετά τις ανακοινώσεις της Παρασκευής που έδειξαν τη δύναμη του πληθωρισμού, έχουν αυξηθεί σημαντικά οι πιθανότητες να δούμε έναν νέο κύκλο χρηματιστηριακής ταλαιπωρίας και αυξημένης αβεβαιότητας.