Υπάρχει περίπτωση να σηκώσει η Fed το πόδι από το γκάζι;

Υπάρχει περίπτωση να σηκώσει η Fed το πόδι από το γκάζι;

Τα οικονομικά και εταιρικά νέα των τελευταίων ημερών και εβδομάδων έχουν μεγαλώσει πολύ τους φόβους για ύφεση στην αμερικανική οικονομία, συμβάλλοντας στην αισθητή υποχώρηση των αποδόσεων των δεκαετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ. Φαίνεται πως υπάρχουν ελπίδες πως ο πληθωρισμός θα μας εκπλήξει θετικά και θα δώσει στην κεντρική αμερικανική τράπεζα τη δυνατότητα να πατήσει πιο γρήγορα φρένο στις προγραμματισμένες αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς. Πρόκειται άραγε για ευσεβείς πόθους ή για λογικές σκέψεις; Τα δεδομένα θα μας λύσουν την απορία.

Προ ημερών ασχοληθήκαμε με τις βόμβες που πέφτουν κάθε τρεις και λίγο πάνω στις χρηματιστηριακές αγορές, μετά από κάθε αρνητική έκπληξη που μας επιφυλάσσουν οι εισηγμένες εταιρείες. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των τελευταίων δύο εβδομάδων ήταν η μεγάλη επιχείρηση λιανικών πωλήσεων Target και η εταιρεία διαχείρισης κοινωνικών δικτύων Snap. Το μήνυμα προς τις αγορές ήταν ξεκάθαρο. Το κόστος λειτουργίας τους έχει αυξηθεί αισθητά εξ αιτίας της μεγάλης αύξησης της τιμής των καυσίμων και των πρώτων υλών, των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και της αύξησης των εξόδων μισθοδοσίας.

Την ίδια στιγμή, έχουν διαπιστώσει μία σαφή αλλαγή της συμπεριφοράς των καταναλωτών, οι οποίοι ξοδεύουν αναγκαστικά μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους για αγορές αναγκαίων προϊόντων (τροφίμων και καυσίμων), και λιγότερο για προϊόντα που έχουν επιλέξει. Επίσης, από τα νέα των δύο αυτών εταιρειών, και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων, είναι σαφές πως έχει αρχίσει να αλλάζει η εικόνα στην αγορά εργασίας, με ξεκάθαρη μείωση των προσλήψεων και πιθανότατη αύξηση των απολύσεων.

Οι αγορές εξέλαβαν αυτό το μήνυμα ως μία ισχυρή ένδειξη επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτές οι ενδείξεις, συνδυαζόμενες με ορισμένα οικονομικά νέα, ενισχύουν τις εκτιμήσεις πολλών επενδυτών και οικονομολόγων για σαφή επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, ακόμα και για αρνητική οικονομική ανάπτυξη, ύφεση δηλαδή. Οι πωλήσεις νέων κατοικιών έπεσαν τον Απρίλιο κατά 16,6% σε σχέση με τον Μάρτιο, σημειώνοντας πτώση για τέταρτο κατά σειρά μήνα.

Η μείωση ήταν η μεγαλύτερη από μήνα σε μήνα από το 2013 ενώ οι οικονομολόγοι περίμεναν μείωση κατά 1,7%. Η κακή επίδοση αποδίδεται στη δυσκολία των υποψήφιων αγοραστών να αντιμετωπίσουν τις πολύ αυξημένες τιμές των κατοικιών και τα πολύ ανεβασμένα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Λαμβάνοντας υπόψη μας πως τον Απρίλιο είχαν μειωθεί και οι πωλήσεις υφισταμένων κατοικιών, και μάλιστα ελαφρά περισσότερο από το αναμενόμενο, δεν είναι παράλογο να πούμε πως η αγορά κατοικιών έχει αρχίσει να μπαίνει σε φάση «αποθέρμανσης», κάτι που σίγουρα επιθυμεί να δει η κεντρική τράπεζα.

Οι περισσότεροι παρατηρητές των αγορών εκτιμούν πως στα αρνητικά οικονομικά και εταιρικά νέα οφείλεται η σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου. Ενώ το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου έφθασαν για τα ομόλογα δεκαετούς διάρκειας κοντά στο 3,20%, αυτές τις μέρες έχουν υποχωρήσει κάτω από το 2,80%. Φυσικά, παραμένουν πολύ ανεβασμένες σε σχέση με την αρχή της χρονιάς και όλο το 2021, αλλά η υποχώρησή τους δεν παύει να είναι αξιοσημείωτη.

Εκτός όμως από αξιοσημείωτη είναι και δύσκολο να ερμηνευθεί. Μπορεί να είναι μία απλή αντίδραση των αγορών μετά τη σημαντική άνοδο που έχει λάβει χώρα τους τελευταίους μήνες. Μπορεί να είναι μία ένδειξη πως οι αγορές εκτιμούν πως ο ισχυρός πληθωρισμός και οι αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς από την κεντρική τράπεζα θα οδηγήσουν ταχύτατα την οικονομία σε σημαντική επιβράδυνση που θα φέρει εν τέλει και την τιθάσευση του πληθωρισμού.

Μπορεί απλώς να δείχνει μία στάση αναμονής των επενδυτών, οι οποίοι βλέπουν τα σημάδια της οικονομικής αποθέρμανσης αλλά δεν μπορούν ακόμα να αποφασίσουν αν αυτή θα συνοδευθεί από υποχώρηση του πληθωρισμού ή από επιμονή του. Αν ισχύει το τελευταίο ενδεχόμενο, μπορεί να εξηγήσει το γεγονός πως η αγορά μετοχών δεν έχει δείξει σημάδια ανακούφισης από τη μείωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων, περιμένοντας να δει περισσότερα σημάδια.

Μιλώντας για στάση αναμονής, μας έρχονται στο μυαλό οι δηλώσεις του Ραφαέλ Μπόστιτς, ο οποίος είναι ο επικεφαλής του παραρτήματος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED) στην πόλη της Ατλάντα. Ο Μπόστιτς, ο οποίος θεωρείται πως δεν είναι οπαδός των πολύ επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων, δήλωσε προ ημερών πως η Fed θα πρέπει να είναι προσεκτική στον τρόπο με τον οποίον θα αυξήσει τα επιτόκια, γιατί πρέπει να αποφύγει ένα πιθανό «ατύχημα».

Ο Μπόστιτς εκτιμά πως μετά τις δύο επικείμενες αυξήσεις, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, οι οποίες θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως θα είναι της τάξης του 0,5% η κάθε μία, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει ίσως να «πατήσει φρένο» και να σταματήσει για λίγο την διαδικασία αύξησης των επιτοκίων περιμένοντας περισσότερα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού και την αντίδραση της οικονομίας.

Ο ίδιος προσθέτει βέβαια πως η συνέχιση των επιθετικών αυξήσεων θα είναι αναπόφευκτη αν ο πληθωρισμός συνεχίσει να κινείται με τον ίδιο επιθετικό τρόπο. Το κεντρικό «σενάριο» του Μπόστιτς είναι πως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει κάτω από το 4% μέχρι το τέλος του 2022 και τα επιτόκια αναφοράς δε θα χρειαστεί τελικά να περάσουν το 2,5%. Εδώ πρέπει να τονίσουμε δύο πράγματα: το ότι η άποψη του Μπόστιτς είναι μάλλον μειοψηφική μέσα στους κόλπους της Fed, και πως ο ίδιος δεν έχει για το 2022 δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις της επιτροπής της Fed που αποφασίζει για την πορεία των επιτοκίων.

Μία εντελώς διαφορετική εκτίμηση της κατάστασης έκανε ο γνωστός σχολιογράφος του Bloomberg John Authers, τα μακροσκελή άρθρα του οποίου είναι πάντα γεμάτα με αναφορές σε ιστορικά στοιχεία και μελέτες οικονομολόγων και χρηματιστηριακών αναλυτών. Χρησιμοποιώντας κάποια από αυτά τα στοιχεία, ο Authers συμπεραίνει πως η εξαγωγή αισιόδοξων συμπερασμάτων από τη συμπεριφορά του δεκαετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου είναι πρόωρη και επικίνδυνη. Επισημαίνει πως είναι εξαιρετικά νωρίς για να πούμε πως ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να κάμπτεται, καθώς η ιστορική εμπειρία δείχνει πως πολλές φορές ο πληθωρισμός ξεγελά με μία μικρή υποχώρηση και στη συνέχεια επανέρχεται ανοδικά.

Με βάση αυτή τη θεωρία, υποθέτει πως ακόμα και αν τον δούμε να υποχωρεί μέχρι το τέλος του χρόνου, αυτός μάλλον θα επανέλθει γρήγορα με νέα ανοδική κίνηση. Ο ίδιος προσθέτει πως πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, παρά το γεγονός πως αρκετοί δείκτες από την αγορά ομολόγων δείχνουν πως οι επενδυτές αρχίζουν να πιστεύουν πως η εκστρατεία της Fed έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Επισημαίνει μάλιστα πως η αγορά ομολόγων δίνει μία εικόνα εφησυχασμού, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τα στοιχεία που διαθέτουμε.

Αυτή τη στιγμή είναι λίγο δύσκολο να πούμε ποια άποψη είναι πιο σωστή. Η συγκρατημένη αισιοδοξία του Μπόστιτς και μέρους της αγοράς ομολόγων ή η πιο επιφυλακτική στάση του Authers; Μάλλον, θα πρέπει να κάνουμε υπομονή και να θυμηθούμε αυτό που μας λέει σταθερά ο Τζέι Πάουελ, ο διοικητής της Fed, δηλαδή πως όλα εξαρτώνται από τα στοιχεία που έχει κάθε στιγμή μπροστά της η αρμόδια επιτροπή της κεντρικής τράπεζας. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να περιμένουμε τις μετρήσεις του πληθωρισμού για τον μήνα που τελειώνει για να δούμε αν θα υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη θετική προδιάθεση του Μπόστιτς ή την επιφυλακτικότητα του Authers.

Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως οι δύο επερχόμενες αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες αναφέρθηκε ο Μπόστιτς θα προχωρήσουν, ανεξάρτητα από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό έγινε απόλυτα ξεκάθαρο μετά τη δημοσίευση των πρακτικών από τη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Fed των αρχών του Μαΐου.

Από εκεί και μετά, αν πρέπει να κάνουμε μία – ελαφρώς παρακινδυνευμένη – εκτίμηση, θα πούμε πως όσο πιο πολλά αρνητικά εταιρικά νέα τύπου Target και Snap και όσο περισσότερα αρνητικά στοιχεία για την οικονομία (αποθέρμανση της αγοράς κατοικιών, απολύσεις κ.α.) θα έρχονται το επόμενο διάστημα, τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες να δικαιωθεί η εκτίμηση του Μπόστιτς. Δεν αποκλείεται λοιπόν, από εδώ και στο εξής, η χρηματιστηριακή αγορά να μην αντιδρά πλέον τόσο αρνητικά στα κακά οικονομικά νέα, μπορεί να τα προτιμά κιόλας. Αρκεί να συνοδεύονται από ενδείξεις αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.