Αλέξης Τσίπρας και Βαγγέλης Βενιζέλος: Οι δυσαρεστημένοι από τη συμφωνία

Αλέξης Τσίπρας και Βαγγέλης Βενιζέλος: Οι δυσαρεστημένοι από τη συμφωνία

Είναι φανερό πώς, απέναντι στην ελληνογαλλική συμφωνία αμυντικής συνδρομής, ο ελληνικός λαός, οι ένοπλες δυνάμεις και προφανώς η Γαλλία και οι «ευρωπαϊστικές» δυνάμεις της Ευρώπης, καθώς και οι σύμμαχοί μας στην Ανατολική Μεσόγειο, στέκονται θετικά.

Άλλοι, όπως η Τουρκία κατ’ εξοχήν αλλά και σε μεγάλο βαθμό η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αγγλία και οι αντιευρωπαϊστικές δυνάμεις στο ίδιο το εσωτερικό της Ευρώπης, τοποθετούνται αρνητικά απέναντί της. Και οι λόγοι είναι προφανείς.

Για την Τουρκία, αυτή η κίνηση αποτέλεσε ένα πολύ ισχυρό πλήγμα καταδεικνύοντας πως δεν θα μπορέσει ανενόχλητα να κυριαρχήσει στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο και ότι θα συναντήσει μία ισχυρή αντίσταση απέναντί της. Και όχι μόνο από μία Ελλάδα η οποία αποφάσισε να περάσει από τον κατευνασμό στην αποτροπή αλλά και από τον ισχυρό της σύμμαχο, τη Γαλλία, τη μόνη πυρηνική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Άλλωστε, η ελληνογαλλική συμφωνία ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα κέρδη που είχε αποκομίσει η Τουρκία από την πρόσφατη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, η οποία είχε προκαλέσει ανησυχία στις αραβικές δυνάμεις που συμμαχούν με την Ελλάδα, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος. Αυτή η συμμαχία επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός ισχυρού πόλου απέναντι στην Τουρκία και κατασιγάζει τις όποιες ανησυχίες των Αράβων συμμάχων μας.

Όμως, δυσαρεστημένη δεν είναι μόνο η Τουρκία, η οποία αμέσως αναβάθμισε τις απειλές και τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Δυσαρεστημένη, και μάλιστα έντονα, είναι η αποχωρούσα μερκελική ηγεσία της Γερμανίας. Η οποία βλέπει μέσα από αυτή τη συμφωνία όχι μόνο μία απειλή για τις προνομιακές σχέσεις με την Τουρκία αλλά και τον κίνδυνο μιας αναβάθμισης της Νότιας Ευρώπης με επικεφαλής τη Γαλλία στο εσωτερικό της Ε.Ε. Ενισχύονται οι τάσεις για τη στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης έναντι του «εγκεφαλικά νεκρού» ΝΑΤΟ και της ανανεωμένης αγγλοσαξονικής συμμαχίας.

Προφανώς δε, και οι Αμερικανοί, παρότι «επέτρεψαν» την προμήθεια των γαλλικών φρεγατών από την Ελλάδα εξαιτίας του ΑUΚUS, δεν νιώθουν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι από την αμυντική συμμαχία που συνόδεψε την αγορά των φρεγατών. Κατ’ αρχάς διότι για πρώτη φορά αμφισβητεί τη λογική του μόνιμου μεσολαβητή –Πόντιου Πιλάτου– μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τον οποίο διαχειρίζονται εδώ και δεκαετίες, με αρνητικές συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Η λογική ακόμα και των ίσων αποστάσεων, στην καλύτερη περίπτωση, ευνοεί πάντα εκείνον που διεκδικεί έναντι του άλλου, δηλαδή την Τουρκία έναντι της Ελλάδας. 

Και πέραν του ότι η Ελλάδα αποκτά σημαντικούς βαθμούς αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ πιέζει τους Αγγλοσάξονες ακόμα  περισσότερο να επιλέξουν επιτέλους μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πράγμα που καθόλου δεν θέλει να κάνει η διοίκηση Μπάιντεν παρά τη σύγκρουσή της με τον Ερντογάν. Ακόμα περισσότερο δε, σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο, ενισχύει τις τάσεις αυτονόμησης της Ευρώπης συνολικά από την αγγλοσαξονική κηδεμονία με όλες τις πιθανές συνέπειες που μπορεί να έχει ένα τέτοιο γεγονός, τόσο για την Ευρώπη όσο και για τη Μέση Ανατολή.

Όσο για τη Ρωσία του Πούτιν, αυτή η εξέλιξη αντιμετωπίζεται με ανάμικτα συναισθήματα. Αρχικώς αρνητικά, διότι ενισχύει τη θέση της Ελλάδας και της συμμάχου της Γαλλίας στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Καθιστά περισσότερο επισφαλή τη θέση του συμμάχου της Ρωσίας, Ερντογάν, καθώς πιέζει την Τουρκία να επιλέξει μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, με αμφίβολα αποτελέσματα κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Η Ρωσία γνωρίζει πως το τουρκικό κατεστημένο δεν είναι ακόμα έτοιμο να προσχωρήσει ανοιχτά σε μία ευρασιατική συμμαχία Ρωσίας-Κίνας-Ιράν, και να εγκαταλείψει τη Δύση. Γι’ αυτό συμβιβάζεται ακόμα με μία Τουρκία μπαλαντέρ μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Και αυτή η συμφωνία κινδυνεύει να επισπεύσει εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στη γεωπολιτική της θέση, επίσπευση την οποία δεν επιθυμεί ακόμα. 

Από την άλλη πλευρά, όμως, ένα βήμα προς τη στρατηγική αυτονόμηση της Ευρώπης και εν τέλει την αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ είναι κάτι που επιθυμεί σφόδρα η ρωσική πολιτική, πόσο μάλλον που, εξαιτίας της σύγκρουσης νατοϊκών εταίρων, συνδυάζεται με μία ακόμα αποσυνθετική εξέλιξη της Ατλαντικής Συμμαχίας. Άλλωστε, αυτή η αμφιθυμία αποτυπώνεται πολύ καθαρά και στις τοποθετήσεις πολλών εγχώριων αναλυτών και
δημοσιογράφων. Πράγματι, από τη μία πλευρά επιχαίρουν για μια συμφωνία που πράγματι αδυνατίζει την προνομιακή πρόσδεση της Ελλάδας στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ· παράλληλα όμως επιμένουν διαρκώς στα «κενά» της συμφωνίας και προπαντός στη θέση πως η ελληνική πλευρά δεν διαδραμάτισε κανένα ρόλο στη συμφωνία και όλα επετεύχθησαν μέσω της γεωπολιτικής «καραμπόλας» του AUKUS. Και όμως, είναι παγκοίνως γνωστό πως αυτή η συμφωνία κυοφορείται εδώ και δύο χρόνια σχεδόν. 

Παράλληλα με τους δυσαρεστημένους εταίρους υπήρξαν και εγχώριες φωνές με επιρροή που, ανοιχτά ή υποδόρια, προσπάθησαν να  υπονομεύσουν τη σημασία της συμφωνίας χρησιμοποιώντας δύο αντιφατικά μεταξύ τους επιχειρήματα.

Το πρώτο, που χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα, ήταν οι υποτιθέμενες ανεπάρκειες και ατέλειες της συμφωνίας (άρθρο 2 και Σαχέλ).

Το δεύτερο και ουσιαστικότερο υπήρξε το γεγονός ότι, με αυτή τη συμφωνία, απειλείται η διαχρονικά κυρίαρχη λογική του κατευνασμού στις ελίτ της χώρας, εδώ και δεκαετίες. Λογική η οποία διαχέεται διαχρονικά από τους συμμάχους σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας. Και επειδή στη σχέση Ελλάδας-Τουρκίας η Τουρκία είναι η επιτιθέμενη, κατευνασμός σήμαινε διαχρονικά την υποχώρηση της Ελλάδας έναντι των τουρκικών απειλών. Αυτό έγινε στα Ίμια, το 1996, στη Μαδρίτη, το 1997, αυτό έγινε με το σχέδιο Ανάν.

Ιδιαίτερα δε η εθνομηδενιστική Αριστερά επιστράτευε και συνεχίζει να επιστρατεύει συστηματικά επιχειρήματα δήθεν «φιλειρηνικά», του τύπου τι έχουν να χωρίσουν οι «αδελφοί λαοί» της Ελλάδας και της Τουρκίας! Άλλωστε, «οι εξοπλισμοί συμφέρουν μόνο στους εμπόρους όπλων» ή, τέλος, ακόμα και χυδαία συμφεροντολογικά επιχειρήματα (βούτυρο αντί για κανόνια). Και όπως είπε και ο Τσίπρας στη Βουλή, «θα πρέπει να τα βρούμε» τελικώς με την Τουρκία, αγνοώντας το παγκοίνως γνωστό ότι η Τουρκία δεν απαιτεί απλώς κάποιες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς από την Ελλάδα, αλλά «τα θέλει όλα», απαιτεί την ολοκληρωτική υποταγή μας. (Γι’ αυτό εξάλλου οι τουρκικές εφημερίδες πανηγυρίζουν για τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.) 

Και αυτό το έκανε ο Αλέξης Τσίπρας, παρότι γνωρίζει ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού επικρότησε τη συμφωνία. Αυτός όμως, όπως και το 2013-2014, επέλεξε να είναι αρεστός στους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, πράγμα που του «βγήκε» το 2015, καθώς οι σύμμαχοι κατεδάφισαν τον «εθνικιστή» Σαμαρά, με αντίτιμο την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως αποκάλυψε ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ. Έτσι και σήμερα προτιμά να είναι αρεστός στις τουρκικές εφημερίδες και την κυρία Μέρκελ παρά στον ελληνικό λαό, γιατί θεωρεί πως τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα τις αποφασίζουν τελικώς οι ξένες δυνάμεις, από την εποχή που έριξαν τον Καποδίστρια μέχρι σήμερα. Άλλωστε, έτσι θα ικανοποιήσει και τον εθνομηδενιστικό πυρήνα του 3%, των κυρίων Λιάκου, Φίλη, Σκουρλέτη κ.λπ.

Πολλοί θα μπορούσαν να φανταστούν μια τέτοια συμπεριφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τον Βαρουφάκη. Για ποιο λόγο, όμως, ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανέλαβε να τους προσφέρει τα νομικά του φώτα για τα αίολα επιχειρήματα σχετικά με τον βαθμό κάλυψης της «επικράτειας» από τη συμφωνία, τα οποία ασμένως χρησιμοποίησαν για να υπονομεύσουν μια εθνική συμφωνία;

Και το παράδοξο είναι πώς, σε τρεις περιπτώσεις τελευταία, ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει «συμπέσει» με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αρχικώς στην υποστήριξη, μαζί με τον Κατρούγκαλο, του Ελπιδοφόρου, για τη συνεύρεσή του με τον Τατάρ, που εξόργισε την ελληνική και την κυπριακή κυβέρνηση. Την επισήμανση, μαζί με τον Πολάκη και άλλους συριζαίους, πως οι νεκροί από τον COVID «είναι πάρα πολλοί» στην Ελλάδα, λες και αυτό δεν είναι συνέπεια του γεγονότος του υψηλού ποσοστού ανεμβολίαστων ηλικιωμένων στην Ελλάδα. Τέλος, και το σημαντικότερο, τους προσέφερε επιχειρήματα στην περίπτωση της Συμφωνίας. Μάλιστα, όπως τόνισε σε συνέντευξή του στις 6 Οκτωβρίου, «όλα τα όπλα τα αγοράζουμε από τους Γάλλους», ξεχνώντας πως ο μέντοράς του Ανδρέας Παπανδρέου, το 1985, αγόρασε 40 Μιράζ από του Γάλλους .

Πάντως, τρεις συμπτώσεις είναι υπερβολικές για μια παλιά αλεπού της πολιτικής όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Και βέβαια δεν υπονοώ πως βρίσκεται σε συνεννόηση με τον ΣΥΡΙΖΑ…