Ελληνικό κράτος: Σχέση εμπιστοσύνης με τον πολίτη - εκ των ων ουκ άνευ;
Shutterstock
Shutterstock

Ελληνικό κράτος: Σχέση εμπιστοσύνης με τον πολίτη - εκ των ων ουκ άνευ;

Το σημερινό άρθρο αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου επεισοδίου της σειράς με τίτλο «Ελληνικό κράτος».

Η ιστορία είναι πραγματική και διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη αρχές δεκαετίας '70. Ο Αργύρης, Ελληνοαμερικανός εισοδηματίας και ιδιοκτήτης πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης, βρίσκεται για τις καλοκαιρινές του διακοπές στην πατρίδα κι έχει συνάντηση με τον κουνιάδο του και διαχειριστή της πολυκατοικίας, τον Δαμιανό και τον λογιστή. Τόσα διαμερίσματα, τόσα γραφεία, τόσα μαγαζιά, τόσα νοίκια επί τόσους μήνες, σύνολο τόσες χιλιάδες δραχμές. Ρωτάει ο Ελληνοαμερικανός: «Τι φόρο θα πρέπει να πληρώσω σ’ αυτό το ποσό;» «Αργύρη» απαντάει ο Έλληνας κουνιάδος του, «άκουσε! Επειδή η Εφορία θα υπολογίσει ένα άλλο, υψηλότερο ποσό, θα πρέπει να δηλώσουμε λιγότερα έσοδα.» «No! No, Δαμιανέ! Θα πληρώσουμε τον φόρο που αναλογεί στα πραγματικά έσοδα. Δεν το συζητάω!» Τη συνέχεια μπορείτε να τη φαντασθείτε. Όντως, η Εφορία υπολόγισε ένα υψηλότερο ποσό και ο Ελληνοαμερικανός το φυσούσε και δεν κρύωνε. 

Συνεχίζοντας με τη μηχανή του χρόνου το ταξίδι μας με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη, όπου στα μέσα της δεκαετίας του '80 προσπερνούμε πινακίδες «Εδώ κατασκευάζεται το Μετρό», ξαφνικά (;) «μένουμε από λάστιχο»: σκάνδαλο Κοσκωτά! Ειδικά δικαστήρια για υπουργούς και πρωθυπουργούς κυριαρχούν στην ελληνική πολιτική ζωή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90. Και στη συνέχεια, ενώ συνεχίζονται τα έργα της κατασκευής του Μετρό, έχοντας απολαύσει, έστω και στιγμιαία, τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, πάλι εντελώς ξαφνικά (;) η μηχανή του χρόνου προσκρούει σε τοίχο και παρ’ ότι «θωρακισμένη», διαλύεται. Χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2009! Το τι ακολουθεί, δεν περιγράφεται. Μετά κόπων και βασάνων και με πολλά δανεικά, παράλληλα με τη συνεχιζόμενη κατασκευή του Μετρό, μπαίνουμε στη δεκαετία του 10, προμηθευόμαστε μια μεταχειρισμένη μηχανή του χρόνου και «κούτσου – κούτσου», πορευόμαστε. Ξεμένουμε όμως από λεφτά κι έτσι αναγκαζόμαστε να κάνουμε καθημερινά στάση έξω από διάφορα ΑΤΜ. Capital controls! 

Πληροφορούμαστε όμως ότι τη λύση θα τη δώσει μια κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας, η προσφυγή σε δημοψήφισμα, με μια, ομολογουμένως δυσκολονόητη, ερώτηση. Όντως, τη λύση τελικά την έδωσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια ακολούθησαν διαπραγματεύσεις για την έκβαση των οποίων φημολογείται ότι η επικοινωνία μεταξύ των δύο μερών «χάθηκε στη μετάφραση», μιας και το όχι στα Γερμανικά, πέραν του νάϊν (nein), λέγεται και ναι (nee). 

Η συνέχεια, όμως, ήταν πραγματικά τραγική. 2018: πυρκαγιά – τραγωδία στο Μάτι με πολλούς αδικοχαμένους νεκρούς. 2023: σύγκρουση τραίνων – τραγωδία στα Τέμπη με πολλούς, επίσης αδικοχαμένους, νεκρούς. Κι έπρεπε να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια από την τραγική ημέρα στο Μάτι για να ανακοινώσει την απόφασή του το Εφετείο, λίγο πριν παραγραφούν τα αδικήματα. Ας ελπίσουμε ότι, τουλάχιστον, η δίκη για τα Τέμπη θα ολοκληρωθεί εντός ενός χρονικού πλαισίου που θα αποδίδει τον δέοντα σεβασμό στους νεκρούς και στις οικογένειές τους. 

Και το Μετρό Θεσσαλονίκης; Πληροφορίες ότι η διάρκεια κατασκευής του δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα 50 χρόνια για να καταγραφεί στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες, ελέγχονται ως … «κατασκευασμένες».  

Διαδρομή μισού αιώνα λοιπόν και ο κοινός, αλλά ουχί ελάχιστος, παρονομαστής αυτής της διαδρομής συνοψίζεται στο ερώτημα που, πεισματικά, μας συνοδεύει: μπορείς να εμπιστευθείς αυτό το κράτος, ακόμη κι αν έχει σημειώσει πρόοδο σε κάποιους τομείς, π.χ. ψηφιακό κράτος, ΑΑΔΕ; Εμπιστεύεσαι τους κρατικούς του φορείς και οργανισμούς που προσφέρουν δημόσιες υπηρεσίες; Ή το πολιτικό σύστημα με τα σκάνδαλα και τις σκευωρίες, με τον τρόπο διαχείρισης των χρημάτων μας και με την «ερμηνεία» της έννοιας της Δημοκρατίας εκ μέρους του; Και εν τέλει, τη Δικαιοσύνη; 

Δεν προκαλεί, λοιπόν, καμία έκπληξη, όταν διαβάζουμε στην έρευνα της διαΝΕΟσις «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024»: «Επιβεβαιώνεται … η χαμηλή εμπιστοσύνη στους κύριους κρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς, με εξαίρεση την οικογένεια. Η κουλτούρα της καχυποψίας και η κρίση των θεσμών αποτυπώνονται αμφότερες με καθαρό τρόπο … με την κυβέρνηση, τη Βουλή και τα κόμματα, τα συνδικάτα και τους ποικίλους θεσμούς ενημέρωσης να μην θεωρούνται άξιοι εμπιστοσύνης, ενώ Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές, ο θεσμός του Πρωθυπουργού, η Προεδρία της Δημοκρατίας να κινούνται σε επίπεδο οριακής εμπιστοσύνης.»

Εδώ θα σε παρακαλέσω να κάνεις ένα μικρό διάλειμμα «ολίγων λεπτών», να σταθείς μπροστά στον καθρέφτη, να κοιταχτείς στα μάτια και ν’ αναρωτηθείς: πόσο θέλεις να σ’ εμπιστεύεται αυτός / αυτή που αγαπάς, ο / η σύντροφός σου, το παιδί / τα παιδιά σου, ο γονιός / οι γονείς σου, ο φίλος / η φίλη σου; Και βέβαια, πόσο πρόθυμος είσαι κι εσύ να δείξεις εμπιστοσύνη. Αν η απάντηση είναι «δεν μ’ ενδιαφέρει», «καθόλου» ή «λίγο», τότε η συνέχιση της ανάγνωσης του άρθρου ίσως να μην παρουσιάζει ενδιαφέρον για σένα. Αν όχι, αφιέρωσε λίγο χρόνο και συνέχισε.

Και εν τέλει είναι τόσο σημαντική η εμπιστοσύνη; Επανερχόμενοι στις έρευνες και συγκεκριμένα στην Παγκόσμια Έρευνα Αξιών (World Values Survey – WVS) για το 2025 στην Ελλάδα, επίσης από τη διαΝΕΟσις και την MRB, ο αναλυτής Δημήτρης Μαύρος σημειώνει: «Η εμπιστοσύνη, τόσο ως θεσμική όσο και ως διαπροσωπική έννοια, αποτελεί τον «αόρατο ιστό» κάθε κοινωνίας.» Με άλλα λόγια, σημαντική! Πολύ σημαντική! Και αφού είναι τόσο σημαντική, μάλλον έχει νόημα να διερευνήσουμε το κατά πόσον η, διαχρονικά εξαιρετικά χαμηλή πολιτική και κοινωνική μας εμπιστοσύνη, ως αποτέλεσμα δυσπιστίας και καχυποψίας, είναι τελικά συμπεριφορά που προέρχεται από τον χαρακτήρα μας ή οφείλεται σε άλλες αιτίες.

Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και κράτους, μεταφέροντας τους ορισμούς των λέξεων που δίνει ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης. Εμπιστοσύνη: «Η λέξη … δεν δήλωνε την ευπιστία, την τυφλή προσήλωση, αλλά το αίσθημα της βεβαιότητας που αποκτούσε κάποιος έχοντας πεισθεί από τις αποδείξεις. Γι’ αυτό η λέξη συχνά ελάμβανε και τη σημασία εγγύηση, επιβεβαίωση.» Κράτος: «η πολιτική εξουσία, το σύνολο των (ανώτερων) διοικητικών αρχών που ασκούν τη διακυβέρνηση, που ρυθμίζουν τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, καθώς και η λειτουργία αυτών.»

Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η εμπιστοσύνη στη σχέση πολίτη – κράτους διαχρονικά δεν «βγάζει μάτια», ας αφήσουμε τους δημοσκόπους να παρουσιάζουν τα ευρήματά τους, δηλαδή τα συμπτώματα κι εμείς ας προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε τις πιθανές αιτίες. Οι οποίες μας οδηγούν στα χρόνια πριν και αμέσως μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, την οποίαν αναλύσαμε στο πρώτο επεισόδιο της σειράς. Ένα σύμπτωμα αυτής της εξέλιξης είναι η διαχρονική καχυποψία του υπηκόου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εν συνεχεία πολίτη του ελληνικού κράτους προς την κεντρική εξουσία. Με φυσικό επακόλουθο, την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος.

Άρα έχει μεγάλη σημασία, πρώτον να αναγνωρίσουμε μια σημερινή πραγματικότητα, δηλαδή ότι η αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και κράτους ουσιαστικά δεν υφίσταται και δεύτερον ότι αυτό δεν «έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό». Έχει βαθιές ρίζες που ανάγονται στην απαρχή του ελληνικού κράτους και ακόμα πιο πριν, μιας και το έθνος των Ελλήνων προϋπήρχε του κράτους. Στην πραγματικότητα, σχέση εμπιστοσύνης και μάλιστα αμοιβαία μεταξύ πολίτη και κράτους, ουσιαστικά δεν έχει υπάρξει ποτέ. Οι ελάχιστες και χρονικά σύντομες εξαιρέσεις παρέμειναν εξαιρέσεις. 

Αν συμφωνήσουμε σ’ αυτά, τότε μπορούμε όντως να αναλογισθούμε, αν θέλουμε να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε αυτή τη σχέση και στη συνέχεια αν μπορούμε και αν ναι, με ποιους τρόπους. Είναι σημαντικό επίσης, να αντιληφθούμε ότι το έλλειμμα εμπιστοσύνης δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με τη λογική, ούτε όμως και με ιδεολογική προσέγγιση θρησκευτικής έως και φανατικής μορφής. Θεωρώντας, λοιπόν, ότι θέλουμε να προσπαθήσουμε, ας περάσουμε στο «αν μπορούμε». Αρχικά, η τοποθέτηση «αυτό είναι το DNA του Έλληνα, άρα ο ίδιος δεν αλλάζει», είναι θεμιτή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, θα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο παντού και πάντα. Κάτι που δεν ισχύει, π.χ. όταν ο ίδιος Έλληνας ζει σε μια άλλη χώρα με διαφορετικό σύστημα, όπου και προσαρμόζεται ανάλογα, π.χ. ο προαναφερθείς Ελληνοαμερικανός. Ή όταν συμμετέχει ψυχή τε και σώματι σ’ ένα συλλογικό όραμα ή στόχο, όπως π.χ. με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στον τόπο του και λειτουργεί και ο ίδιος υποδειγματικά ως πολίτης.

Άρα, υπό προϋποθέσεις, το χτίσιμο αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι εφικτό. Πώς; Ξεκινώντας, αρχικά, από το «κεφάλι», δηλαδή από το πολιτικό σύστημα και την εξουσία, με αφετηρία την κυβέρνηση, τους βουλευτές και τους δικαστές. Με άμεσα μέτρα βραχυπρόθεσμης στόχευσης, ταυτόχρονα όμως  και τομές για μεσομακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Τι απαιτείται από το κράτος, έτσι ώστε ν’ αρχίσει ο πολίτης να το εμπιστεύεται; Αξιοπιστία, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα, ισονομία και σεβασμός προς τον πολίτη!

Ας το συγκεκριμενοποιήσουμε λοιπόν, ξεκινώντας από το Α, την ασφάλεια που θα πρέπει να παρέχει ένα δημοκρατικό κράτος στους πολίτες του, όπως πολύ εύστοχα περιγράφει ο Κώστας Στούπας σε άρθρο του στο Liberal.gr: «δημοκρατικός με την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου: όπου το μονοπώλιο της βίας εκχωρείται στο κράτος, με αντάλλαγμα την εγγύηση της ασφάλειας, της δημόσιας τάξης και της εθνικής κυριαρχίας».

Πάμε στο δεύτερο, το οποίο είναι συνέχεια του πρώτου. Ασφάλεια στους δρόμους με αξιοποίηση της υπάρχουσας τεχνολογίας, δηλαδή λειτουργία πολλών καμερών με αυτοματοποιημένο, ψηφιακό, σύστημα αποστολής κλήσεων, συλλογής προστίμων και τροχαία με ραντάρ στους δρόμους! Για όλες και όλους, χωρίς καμία εξαίρεση! Αν αυτό προκαλεί απορίες στο κατά πόσον μπορεί να υποστηρίξει την οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης, ας ακούσουμε τον Ari Vatanen, Φινλανδό πρώην πρωταθλητή σε αγώνες αυτοκινήτου και πρώην ευρωβουλευτή: «Όλα πάντως σχετίζονται με τις σχέσεις εμπιστοσύνης που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους… Στην πατρίδα μου ο νόμος (στους δρόμους) εφαρμόζεται ασχέτως της ιδιότητας και της κοινωνικής θέσης του παραβάτη. Το βέβαιο είναι ότι η συμπεριφορά των οδηγών μπορεί να αλλάξει, θέτοντας και εφαρμόζοντας κανόνες.» (ΤΟ ΒΗΜΑ, 2/6/25)

Να σημειωθεί ότι το Ελσίνκι, πρωτεύουσα της Φινλανδίας, δεν κατέγραψε ούτε έναν θάνατο που να σχετίζεται με τροχαίο εδώ και έναν χρόνο! Κάτι που, σύμφωνα με τον υπεύθυνο του δήμου, οφείλεται σε «πολλούς παράγοντες … αλλά τα όρια ταχύτητας είναι από τους πλέον κομβικούς». Όρια που επιβλήθηκαν με την εγκατάσταση 70 νέων καμερών ταχύτητας και μια στρατηγική αστυνόμευσης βασισμένη στην εθνική πολιτική «Vision Zero». (Καθημερινή, 2/8/25)

Η εφαρμογή του νόμου στους δρόμους για όλους ανεξαιρέτως, οδηγεί ως μέσο διαπαιδαγώγησης, μέσω της σταδιακής εμπέδωσης σεβασμού προς το κράτος, στον σεβασμό προς τον διπλανό μας. Και ο σεβασμός αποτελεί ένα πρώτο και σημαντικό βήμα στον δρόμο για τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης. 

Τρίτον: ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους! Συνέχιση αυτής της προσπάθειας με ταυτόχρονη μείωση της πολυνομίας, που αποδεδειγμένα οδηγεί σε κακονομία, ανομία, διαπλοκή και σκάνδαλα. Παράλληλα, στροφή στην αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης με γενικό διευθυντή ανά υπουργείο με μακροχρόνια σύμβαση και γενικούς γραμματείς, αξιολογημένους και, αποδεδειγμένα άξιους, κρατικούς υπαλλήλους καριέρας. Σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, εκπαίδευση των δημοσίων υπαλλήλων που έρχονται σε επαφή με τους πολίτες, έτσι ώστε να εμπεδώσουν τη νοοτροπία ότι είναι μεν κρατικοί υπάλληλοι, διότι πληρώνονται από το κράτος, προσφέρουν όμως δημόσια υπηρεσία στους πολίτες. Όπως, δηλαδή, αναφέρεται στο άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα.»

Τέταρτον: τομές στο κομματικό και πολιτικό σύστημα! Μέχρι και τις εκλογές του 2009, ψήφιζαν οι δύο στους τρεις. Το 2023, όμως, βιώσαμε τη χαμηλότερη συμμετοχή ψηφοφόρων τα τελευταία 50 χρόνια. Αν δεν έχει γίνει, ούτε και τώρα, αντιληπτό, οι πολίτες, εδώ και καιρό, έχουν απαξιώσει τα κόμματα. Απαξίωσαν και το δημοκρατικό πολίτευμα; Ακόμα όχι! Κάτι, όμως, που δεν είναι απίθανο ν’ αμφισβητηθεί στο μέλλον. Οι λόγοι; Η αίσθηση μιας όλο και αυξανόμενης αβεβαιότητας σε πολλούς, η οικονομική δυσπραγία σε λιγότερους, σε συνδυασμό με την αντικατάσταση της θεσμικής κοινοβουλευτικής λειτουργίας με διαρκή σκανδαλοθηρία, που οδηγεί σε σκανδαλολογία κι αυτή με τη σειρά της σε συνωμοσιολογία, λιγότερο ή περισσότερο χειραγωγούμενη. Κι όλα αυτά με ένα «βεβαρημένο παρελθόν» που συνεχίζει να «γεννάει» σκάνδαλα. Πώς αισθάνεται ένας πολίτης; Το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι δεδομένο. Είναι κεκτημένο. Και κάτι που έχει κατακτηθεί, μπορεί και να αφαιρεθεί. Αλλά και μια περίοδος πολιτικής αποσταθεροποίησης είναι αρκετή για να μας οδηγήσει σε ακυβερνησία στο εσωτερικό και σε εθνικές περιπέτειες.

Ποιες μπορεί να είναι, λοιπόν, τέτοιες τομές στο πολιτικό – κομματικό σύστημα με στόχο αξιοπιστία, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα του κράτους; Κατ’ αρχάς, το απλό και αυτονόητο: πιστή εφαρμογή του Συντάγματος με βουλευτικές εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια, με τη συγκεκριμένη εξαίρεση όπως ακριβώς προβλέπεται στο Σύνταγμα (Άρθρο 41, Παρ. 2) «προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Και όχι να αποτελεί «προνόμιο» του εκάστοτε πρωθυπουργού για διενέργεια πρόωρων εκλογών. 

Παράλληλα, η κυβέρνηση ας εξετάσει προτάσεις, όπως: μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200 (η Πορτογαλία με αντίστοιχο πληθυσμό έχει 230) που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των μελών του υπουργικού συμβουλίου και ενδεχομένως και υπουργείων, στοχεύοντας στην αποτελεσματικότητα. Επίσης: μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες, κατάργηση του σταυρού προτίμησης, ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και υπουργού, περιορισμός της θητείας βουλευτών και υπουργών, με στόχο την ελαχιστοποίησης της πατρωνίας. Και το πολιτικό κόστος; Σωστά, μιας και οι πολιτικοί έχουν ως πρώτη προτεραιότητα την επανεκλογή τους στις επόμενες εκλογές. Μήπως όμως στην προκειμένη περίπτωση, αυτοί που θα σταθούν απέναντι θα είναι διάφοροι πολιτικοί, ενώ οι πολίτες – ψηφοφόροι θα επιβραβεύσουν τις κινήσεις αυτές; 

Πέμπτον: εκσυγχρονισμένη Δικαιοσύνη! Κατ’ αρχάς, δύο ειδήσεις από τον Τύπο. Μάρτιος 2024: πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης δηλώνει, ότι λίγα χρόνια πριν «είχε στηθεί ένα παραϋπουργείο Δικαιοσύνης στο Μέγαρο Μαξίμου με στόχο την προσπάθεια εμπλοκής πολιτικών προσώπων που δεν ήταν αρεστά στο (τότε) κυβερνών κόμμα.» Ιούλιος 2025: «οριστικό τέλος έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση του X.X., που εκκρεμούσε φορολογικά και δικαστικά από το 2004, δηλαδή 21 χρόνια μετά.» Τι να σκεφθεί, λοιπόν, ο απλός πολίτης ή ένας υποψήφιος επενδυτής;

Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν, όταν έρευνες και μετρήσεις, τόσο εγχώριες, όσο και διεθνείς επιβεβαιώνουν μια απογοητευτική κατάσταση, με τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών να θεωρούν τη Δικαιοσύνη αργή και ανεπαρκώς οργανωμένη, ενώ η χώρα μας κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις αναφορικά με την απόδοση δικαιοσύνης σε πολλούς τομείς. Κι οι δικαστές; Δεν θα έπρεπε να είναι οι οδηγοί των εξελίξεων προς μια εκσυγχρονισμένη Δικαιοσύνη, «παίρνοντας από το χέρι» δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους και βουλευτές (νομοθετική εξουσία) ή και κυβέρνηση, όπου απαιτείται, υλοποιώντας προτάσεις, όπως π.χ. αναφέρει ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος; «Απαγόρευση σε δικαστές, για κάποια χρόνια από την αφυπηρέτησή τους, να καταλαμβάνουν περίοπτες δημόσιες θέσεις… Κατάργηση του «μισθοδικείου», όπου δικαστές ή πρόσωπα επαγγελματικώς εξαρτώμενα από αυτούς, αποφασίζουν δια ίδια συμφέροντα… Εξαιρετικά περιοριστική και αυστηρή καταγραφή σε νόμο των λόγων αναβολών εκδίκασης.» (Liberal, 20/3/25)

Έκτον: εκπαίδευση! Το Α (-πό την πρώτη στιγμή) και το Ω (-ς το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα)! Τα παιδιά, από την πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης θα πρέπει να βιώνουν τον σεβασμό και να εκπαιδεύονται αντίστοιχα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι μακροπρόθεσμα δεν θα τα περιμένουμε όλα από το κράτος, αλλά και ο πολίτης θα συμμετέχει ενεργά στο χτίσιμο της σχέσης εμπιστοσύνης. Για το συγκεκριμένο θέμα έπεται συνέχεια.

Εν κατακλείδι: η κοινωνία πορεύεται μέσα σε μια τρικυμία ανασφάλειας, οι νέοι με τα ερωτηματικά της αβεβαιότητας και οι συνταξιούχοι της γενιάς του Πολυτεχνείου έχουν «ξενερώσει» μετά από αρκετές «στάσεις στο ταξίδι τους» από τα αρχικά οράματα της ελευθερίας μέσω της δημοκρατίας, στον σημερινό «κατήφορο» της πολιτικής μέσω των κομμάτων. Οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν και αυτόν τον κανόνα. Αν αναλογισθούμε λοιπόν, ότι η αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και κράτους, κάτι που και σήμερα δεν υφίσταται, αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της Δημοκρατίας, γιατί απορούμε που όλο και πιο πολλοί πολίτες τής «κουνούν μαντήλι»; 

Σε μια εποχή κατά την οποίαν, πέραν της πρόκλησης της Τεχνητής Νοημοσύνης, τα σύννεφα - γεωπολιτικά, παγκόσμιο χρέος, δημογραφικό, μεταναστευτικό, κλιματική αλλαγή - έχουν καλύψει τον ουρανό της χώρας μας και ο βαθμός επικινδυνότητας επερχόμενης καταιγίδας είναι πολύ υψηλός. Το ζητούμενο, λοιπόν, της οικοδόμησης σχέσης εμπιστοσύνης, όσο μακροπρόθεσμος κι αν είναι ο στόχος αυτός, θα έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμό στις ηγεσίες όλων, μα όλων εκείνων, που συνηθίζεται ν’ αποκαλούμε ελίτ. 

Ισχύει, όμως, αυτό; «Ίσως το πιο κεντρικό χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα της ελληνικής πολιτικής – και των ελίτ της χώρας – να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του αύριο.» Τάδε έφη Τάσος Γιαννίτσης στο, προσφάτως κυκλοφορήσαν βιβλίο του, «Ελλάδα, 1953-2024: Χρόνος και πολιτική οικονομία» (Εκδόσεις Πατάκη). Κι επειδή στην αρχή του αιώνα απ-ασφαλίσαμε με την πρότασή του για το Ασφαλιστικό και το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού (σίγουρα όχι του Γιαννίτση), μήπως, αυτήν τη φορά θα πρέπει να ασχοληθούμε με αυτό που αναφέρει ο καθηγητής και πρώην πολιτικός;  

Η συνέχεια, προσεχώς.