Με το χρηματιστήριο να έχει σπάσει τα ρεκόρ του 2025, είναι εύλογο να διερωτόμαστε αν οι αποτιμήσεις βρίσκονται σε συνθήκες φούσκας. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διακόψει την ξέφρενη πορεία των μεγάλων τεχνολογικών «κολοσσών». Πλέον, οι αποτιμήσεις τους είναι πολλαπλάσιες των κερδών τους.
Για αυτές τις εταιρείες, είναι σαν να έχει ήδη προεξοφληθεί η επανάσταση και τα μελλοντικά κέρδη που θα φέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη. Μέχρι στιγμής, η ευρύτερη οικονομία δεν φαίνεται να επωφελείται στον ίδιο βαθμό. Ποια είναι λοιπόν η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας; Είναι το ράλι στις μετοχές βιώσιμο;
Η οικονομία που παρέλαβε ο πρόεδρος Τραμπ ήταν, φαινομενικά, σε καλή κατάσταση. Είχε χαμηλή ανεργία και ανάπτυξη. Από την ημέρα της εκλογής της, η κυβέρνηση Biden πέρασε μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης άνω των τεσσάρων τρισεκατομμυρίων δολαρίων, διπλασιάζοντας τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού σε σχέση με το 2019.
Ακολούθησε ο μεγαλύτερος πληθωρισμός από τη δεκαετία του 1970 και η πιο ραγδαία αύξηση επιτοκίων στη σύγχρονη ιστορία.
Τα λεγόμενα Bidenomics ήταν σχετικά απλά: το κράτος θα χρηματοδοτεί κοινωνικές δαπάνες και οικονομικούς τομείς που η κυβέρνηση θεωρεί σημαντικούς. Όπως κάθε εκτεταμένος κρατικός παρεμβατισμός, έτσι και τα Bidenomics απέτυχαν.
Ο πληθωρισμός δημιούργησε συνθήκες χαμηλής ανεργίας, κάτι αναμενόμενο σύμφωνα με την οικονομική θεωρία και την καμπύλη Phillips. Παράλληλα, αυτή η δημοσιονομική επέκταση δημιούργησε ανάπτυξη που, όμως, δεν ήταν βιώσιμη.
Η εξίσωση για τον πρόεδρο Τραμπ ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Με την ανάληψη της προεδρίας, έπρεπε να βρει τρόπους να ενισχύσει την ανάπτυξη, να μειώσει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και να περιορίσει τον ρόλο του κράτους στην ιδιωτική οικονομία.
Οι δασμοί, σε συνδυασμό με νέες εμπορικές συμφωνίες, είχαν ως στόχο την αύξηση των εσόδων με ταυτόχρονη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Το φορολογικό νομοσχέδιο του προέδρου Τραμπ, αποσκοπεί στην κινητοποίηση επενδύσεων σε ολόκληρη την οικονομία. Ο τελικός φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων που κάνουν επενδύσεις, διαμορφώνεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Η οικονομία βρίσκεται πλέον σε σημείο καμπής. Περνά από μια φάση κρατικής εξάρτησης, σε μια φάση επανεκκίνησης. Ο υπουργός οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, μιλάει για επανιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Ο ρόλος της Τεχνητής Νοημοσύνης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο αυτής της προσπάθειας. Οι επενδύσεις στον συγκεκριμένο κλάδο έχουν κινητοποιήσει πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε κεφάλαια.
Ο ρυθμός ανάπτυξης διατηρείται και ξεπερνά τις προσδοκίες. Παρότι μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια ότι οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις στον τομέα της τεχνολογίας έχουν φτάσει στα όριά τους, η υπόλοιπη οικονομία μένει ακόμη να επωφεληθεί. Τα χαμηλότερα επιτόκια της ομοσπονδιακής τράπεζας, θα βοηθήσουν.
Το 2026, με τη βοήθεια του φορολογικού νομοσχεδίου Τραμπ και των χαμηλότερων επιτοκίων, έρχεται με κίνητρα για επενδύσεις και με την προσδοκία υιοθέτησης της Τεχνητής Νοημοσύνης σε όλα τα νέα επιχειρηματικά σχέδια. Όσο το AI βρίσκει τον δρόμο του στην αμερικανική οικονομία, η παραγωγικότητα και τα κέρδη των επιχειρήσεων θα αυξάνονται. Το «έξυπνο χρήμα» δεν θα απομακρυνθεί από την τεχνολογία. Το νέο έτος, θα κατευθυνθεί προς τις επιχειρήσεις που επενδύουν και προετοιμάζονται για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση.
* Ο Ηλίας Αρβανιτάκης είναι Οικονομολόγος - Αναλυτής, Morgan Stanley
