Ποιοι παράγοντες θα διαμορφώσουν το τελευταίο τρίμηνο του 2019

Ποιοι παράγοντες θα διαμορφώσουν το τελευταίο τρίμηνο του 2019

Της Μαίρης Βενέτη

Έχουμε εισέλθει στο τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς, με τις εμπορικές και γεωπολιτικές συγκρούσεις να εναλλάσσονται, τον ανταρτοπόλεμο στην αγορά συναλλάγματος, αν και υπόκωφα, να εξελίσσεται και όλα αυτά μέσα σ'ένα πλαίσιο διολίσθησης της ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο και με τις Κεντρικές Τράπεζες να ανοίγουν εκ νέου τις κάνουλες ρευστότητας, έναντι να σταθεροποιήσουν το σύστημα. 

Μέχρι στιγμής δεν έχει ευοδωθεί κανένας από τους παράγοντες ασυνέχειας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό χωριό, με πρώτον πρώτον τον εμπορικό πόλεμο.

Μια σωρεία δασμών εκατέρωθεν των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου αυξάνονται και πληθύνονται και οι νέες διαπραγματεύσεις μεταξύ των αξιωματούχων των δύο χωρών ξεκινούν για άλλη μια φορά τον Οκτώβριο, μετρώντας ήδη όμως ένα ιστορικό 19 μηνών.

Άλλη μια πληγή για το παγκόσμιο εμπόριο αποτελούν και οι νέοι δασμοί που εξήγγειλε το υπουργείο εμπορίου των ΗΠΑ με στόχο ευρωπαϊκά προϊόντα, ύψους 7,5 δισ. δολαρίων.

Δεδομένου ότι η σχέση Ευρώπης - ΗΠΑ είναι με διαφορά η μεγαλύτερη διμερής εμπορική σχέση στον κόσμο, η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού είναι άλλη μια τραγική εξέλιξη που χτυπάει στην καρδιά τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης.

Στο ήδη κακό επενδυτικό κλίμα προστέθηκε η πρόσφατη επίθεση σε εγκαταστάσεις πετρελαίου στη Σ. Αραβία, με αποτέλεσμα η γεωπολιτική αναταραχή να μεταγγίσει ένα κλίμα ανησυχίας στις αγορές.
Η ανησυχία αυτή είναι προς το παρόν ήπια και απέχει του πανικού, όχι μόνο γιατί επανήλθε πολύ γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στις χτυπημένες εγκαταστάσεις, αλλά κυρίως λόγω της συντονισμένης δράσης των Κεντρικών Τραπεζών.

Πώς οι Κεντρικές Τράπεζες διατηρούν μια σχετική ηρεμία στις αγορές

Τον προηγούμενο μήνα είχαμε νέα μείωση επιτοκίων κατά 0,25% από την FED, αλλά και παρεμβάσεις ύψους άνω των 400 δισ. δολαρίων, έναντι να οδηγηθεί χαμηλότερα το overnight repo rate και να αποκατασταθεί η έλλειψη ρευστότητας που έπληξε την αγορά βραχυπρόθεσμου δανεισμού των ΗΠΑ.
Μάλιστα έως τις 10 Οκτωβρίου η Fed κατέστησε μόνιμες τις παρεμβάσεις στη χρηματαγορά, αποφασίζοντας ότι θα διοχετεύει καθημερινά στην αγορά overnight 75 δισ. για κάθε εργάσιμη ημέρα.

Η ΕΚΤ επίσης ξεκίνησε από τον Σεπτέμβριο νέα ποσοτική χαλάρωση με ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων και νέο πρόγραμμα χορήγησης φθηνού χρήματος, μέσω της νέας σειράς τριμηνιαίων στοχευμένων πράξεων αναχρηματοδότησης, το επονομαζόμενο TLTRO III.

Κάπως έτσι, οι αγορές βρίσκονται για άλλη μια φορά μπροστά στο σημαντικό σταυροδρόμι: Να διατηρήσουν περαιτέρω την ψυχραιμία τους μιας και έχουν για άλλη μια φορά την πλάτη του φθηνού χρήματος των Κεντρικών Τραπεζών, ή να ενδώσουν μπροστά στον πανικό μιας ολοένα επιβραδυνόμενης ανάπτυξης, της έλλειψης επενδύσεων εντάσεως κεφαλαίου και της τραυματισμένης εμπιστοσύνης;

Περιμένοντας την ανάπτυξη

Το πρόβλημα σαφέστατα δεν έγκειται στη ρευστότητα.

Αυτό άλλωστε υπέδειξε περίτρανα και ο πρώτος από τους επτά συνολικά τριμηνιαίους κύκλους παροχής φθηνής ρευστότητας από την ΕΚΤ μέσω του προγράμματος TLTRO III.

Είκοσι οχτώ τράπεζες έλαβαν μέρος και απορρόφησαν μόλις 3,4 δισ. ευρώ, με τους αναλυτές να περιμένουν minimum απορρόφηση της τάξης των 20 δισ. ευρώ τουλάχιστον.

Aυτό τι δηλώνει;
Ότι δεν υπάρχει ακόμα επαρκής ζήτηση για υγιή δάνεια.

Και για να υπάρχει ζήτηση για υγιή δάνεια, πρέπει να υπάρχουν επενδύσεις.

Η κλιμάκωση όμως των εμπορικών εντάσεων πλήττει ολοένα και περισσότερο την εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις, επηρεάζοντας αρνητικά τη διάθεση για ανάληψη κινδύνου και θέτοντας σε κίνδυνο τις προοπτικές μελλοντικής ανάπτυξης.

Όσο φθηνό χρήμα και να διαθέσουν οι Κεντρικές Τράπεζες, η αποδιάρθρωση του εμπορίου και των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων αποτελεί βαρίδι για τη ζήτηση, κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη, καθώς μειώνει την παραγωγικότητα και τα κίνητρα για επενδύσεις.

Τα macro προδίδουν την αλήθεια

Η εικόνα των πρόδρομων οικονομικών δεικτών, εδώ και πάρα πολύ καιρό, μόνο προβληματική μπορεί να χαρακτηριστεί.

Στην Ευρωζώνη, ακόμα και η παραγωγή του τομέα των υπηρεσιών η οποία είχε αντέξει έως τώρα χάρη στην εύρωστη καταναλωτική ζήτηση, παρασύρθηκε εν τέλει από τη συνεχή αδυναμία του τομέα της μεταποίησης.

Ως εκ τούτου, η ύφεση στη μεταποίηση έγινε πιο βαθιά και η ανάπτυξη του τομέα υπηρεσιών έχασε τη δυναμική της, καθώς ο σύνθετος ΡΜΙ της IHS Markit- αντιπροσωπεύει τους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών- υποχώρησε τον Σεπτέμβριο σε χαμηλό 75 μηνών, ήτοι στις 50,4 μονάδες, από 51,9 τον Αύγουστο.
Εν ολίγοις, η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες μειώθηκε με τον πιο γρήγορο ρυθμό από το 2013.

Ακόμα χειρότερα ήταν τα νούμερα του δείκτη που αφορούν καθαρά τη μεταποίηση –άνευ υπηρεσιών- που βγήκαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Σύμφωνα με την IHS Markit ο δείκτης μεταποίησης της ευρωζώνης διαμορφώθηκε κάτω από τις 50 μονάδες- που διαχωρίζουν την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση- στις 45,7 μονάδες.

Ένας πλήρης φαύλος κύκλος, ο οποίος αυτοτροφοδοτείται εκ νέου κάθε μήνα, με μεγαλύτερο βαρίδι τα επιμέρους στοιχεία που αφορούν τη γερμανική οικονομία.

Στη Γερμανία, η επιχειρηματική δραστηριότητα  τον Σεπτέμβριο συρρικνώθηκε για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2013 και ο σύνθετος ΡΜΙ της IHS Markit υποχώρησε στις 49,1 μονάδες τον Σεπτέμβριο, από 51,7 τον Αύγουστο.

Η υποκατηγορία μάλιστα που αφορά καθαρά τον κλάδο της μεταποίησης έκανε βουτιά στις 41,4 μονάδες, στο πιο χαμηλό σημείο των τελευταίων 10 ετών.

Ούτε από το μέτωπο της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης τα στοιχεία ήταν ενθαρρυντικά, με τη βιομηχανική δραστηριότητα στη Γαλλία να σημειώνει αναπάντεχη πτώση.

Η ανησυχία που επικρατεί για την πορεία της οικονομίας στην Ευρωζώνη, εντείνεται από την αβεβαιότητα για τον χρόνο και τη φύση της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.

Το Brexit άλλωστε αποτελεί μαζί με τον εμπορικό πόλεμο και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, μια από τις βασικές συνισταμένες που θα διαμορφώσουν το επενδυτικό περιβάλλον όσο προχωράμε προς την ολοκλήρωση του 2019.

Όσον αφορά τώρα τις ΗΠΑ, μπορεί ο σύνθετος δείκτης PMI να διαμορφώθηκε στις 51 μονάδες, ελαφρώς υψηλότερα από τις 50,7 μονάδες τον Αύγουστο, εντούτοις παρέμεινε πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου της τελευταίας δεκαετίας, που τοποθετείται στις 55 μονάδες.

Επιπλέον, στις ΗΠΑ μέσα στον Σεπτέμβριο εμφανίστηκε το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά βραχυπρόθεσμου δανεισμού.

Μπορεί να προκλήθηκε από το γεγονός ότι πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις -που αποτελούν και τους μεγάλους παρόχους μετρητών στις συναλλαγές repos- αποσύρουν αυτές τις ημέρες δισεκατομμύρια δολάρια από ταμεία βραχυπρόθεσμου δανεισμού, καθώς πλησιάζει η προθεσμία για την εξόφληση φορολογικών υποχρεώσεων, αλλά θα ήταν στρουθοκαμηλισμός, μετά σχεδόν δυόμιση εβδομάδες συνεχούς σφυροκοπήματος της αγοράς, να μην αναδείξουμε το εξής: Από τη στιγμή που στην ίδια αγορά υπάρχει βεβαιωμένη πλεονάζουσα ρευστότητα της τάξης του 1,3 τρισ. δολαρίων, μήπως η εκτίναξη του επιτοκίου -repo rate- για βραχυπρόθεσμο δανεισμό –overnight- υποδηλώνει ότι η διατραπεζική "δεν εμπιστεύεται" πλέον κάποιους εταίρους της;

Ένας τίτλος χίλιες λέξεις

Ο τίτλος της ενδιάμεσης έκθεσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης -εφεξής ΟΟΣΑ- τα λέει όλα: «Προειδοποίηση: Έρχεται χαμηλή ανάπτυξη».

Ο ΟΟΣΑ προχώρησε σε καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεων που είχε κάνει τον Μάιο σε όλες σχεδόν τις οικονομίες της G20 για το 2019 και το 2020, ιδιαίτερα για εκείνες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στη μείωση του παγκοσμίου εμπορίου.

Όσον αφορά γενικά την παγκόσμια οικονομία προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα περιορισθεί από το 3,6% το 2018 στο 2,9% φέτος και το 3% το 2020. Αν τα ποσοστά αυτά επαληθευθούν , θα είναι τα χαμηλότερα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα παραμένουν οι προοπτικές, μιας και όπως διευκρινίζει ο Οργανισμός, «οι καθοδικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να αυξάνονται».

Για την οικονομία των ΗΠΑ, ο ΟΟΣΑ προβλέπει επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης από το 2,9% πέρυσι στο 2,4% φέτος και στο 2% το 2020, ενώ σημαντική προβλέπεται η επιβράδυνση και της κινεζικής οικονομίας, στο 6,1% φέτος και το 5,7% το 2020, από 6,6% το 2018.

Για την οικονομία της Ευρωζώνης, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,1% για φέτος και 1% για το 2020.
Σε περίπτωση όμως ενός Brexit χωρίς συμφωνία, εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα είναι χαμηλότερο περισσότερο από 0,5%, τόσο για το 2020 όσο και για το 2021.

Ο διεθνής οργανισμός μάλιστα τονίζει ότι δεν αρκεί η χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της πολύ χαμηλής ανάπτυξης, τονίζοντας ότι μαζί με τη νομισματική πολιτική, απαιτείται και ένα μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής και διαρθρωτικών πολιτικών.

Την ανάγκη ενός τέτοιου μίγματος άλλωστε τονίζουν με κάθε ευκαιρία και οι Κεντρικοί Τραπεζίτες, σε μια προσπάθεια να ταρακουνήσουν την πολιτική σκηνή, ώστε να αναλάβει το βάρος που της αναλογεί στο project της ανάπτυξης.

Κατά πόσο βέβαια είναι πειστικοί, ενδίδοντας κάθε φορά στις απαιτήσεις, τόσο των κυβερνήσεων, όσο και των αγορών, για μειώσεις επιτοκίων και παροχή φθηνής ρευστότητας, είναι μια άλλη ιστορία.

Τα επενδυτικά καταφύγια παραμένουν κλασσική αξία

Όσο συνεχίζεται ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας – ΗΠΑ, η έλλειψη ορατότητας για τις συνθήκες του Brexit και η ένταση στη Μέση Ανατολή μετά τις πρόσφατες επιθέσεις στις εγκαταστάσεις της Aramco, η όρεξη για επενδύσεις στα ασφαλή καταφύγια θα εξακολουθεί να υφίσταται.

Πλην των κρατικών ομολόγων, όπου κυνηγάει κανείς τις αποδόσεις με τη σφεντόνα, ζωηρό παραμένει το ενδιαφέρον για τον χρυσό, το γιεν και το ελβετικό φράγκο.

Ο χρυσός παραδοσιακά κατέχει τα ηνία των επενδύσεων φέτος, είτε ανεβαίνουν οι αγορές, είτε υπάρχει μειωμένη διάθεση για ρίσκο. Στην τελευταία βέβαια περίπτωση, πριμοδοτείται κάθε φορά με νέα υψηλά.

Όσο θα απουσιάζουν οι θετικές εξελίξεις όσον αφορά τους παράγοντες που προκαλούν την επιβράδυνση της ανάπτυξης, τόσο θα χτίζει τιμές πάνω από την κομβική ζώνη των 1476 δολαρίων/ουγγιά, που είναι πλέον η μεγάλη του στήριξη.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η ζήτηση χρυσού από τις Κεντρικές Τράπεζες παραμένει ισχυρή, με ταυτόχρονη ψήφο υπέρ του, τόσο από την νομισματική πολιτική της FED, όσο και από την αντιθετική σχέση του χρυσού με την τιμή του δολαρίου.
Οι αντιστάσεις –στόχοι είναι τα 1540 και τα 1567 δολάρια/ουγγιά, η δυναμική υπέρβαση των οποίων θα ανοίξει το διάγραμμα για τα 1674 δολάρια/ουγγιά.

Το γιέν παραμένει επίσης στη focus list της άμυνας των χαρτοφυλακίων, κόντρα μάλιστα στην απογοήτευση που επέφεραν τα αρνητικά νέα για την ιαπωνική οικονομία. Όσον αφορά το ζεύγος USD/JPY, μετά το πρόσφατο time out στην άνοδο του γιεν και τα εξαιρετικά πρόσφατα κέρδη για το δολάριο μέχρι την αντίσταση πέριξ του 108,26, η ισοτιμία έχει επανέλθει στις τιμές της ζώνης 106,73-107,50.

Όσο παραμένει κάτω από το άνω όριο της ζώνης αυτής, είναι ανοιχτό το διάγραμμα στις τρεις επόμενες στηρίξεις, ήτοι 106,14 και 105,70, με την τελευταία στήριξη για το δολάριο να είναι και η τελευταία πριν τη ζώνη –στόχο για το γιεν, του 104,18-104,38.

Αν αντίθετα διασπαστεί ανοδικά το 107,75, τότε θα επανέλθει το δολάριο πέριξ των τιμών 108,26, ενώ θέλει προσοχή μια ανοδική διάσπαση του 108,82, καθώς αποτελεί συνθήκη που θα ανοίξει το διάγραμμα για την επόμενη ζώνη αντιστάσης του 109,54-109,77.

Αντίστοιχα για το ζεύγος EUR/JPY, όσο δουλεύει κάτω του επιπέδου του 118,17, τότε το γιέν κρατάει ανοιχτή την όρεξη του για τα επίπεδα του 115,85, με τον επόμενο στόχο να βρίσκεται ακριβώς μια φιγούρα πιο κάτω.

Τέλος, όσον αφορά το επενδυτικό καταφύγιο του ελβετικού φράγκου και πιο συγκεκριμένα το ζεύγος EUR/CHF, η καθοδική διάτρηση του 1,0917 θα αυξήσει τις πιθανότητες για επαναφορά του ζεύγους στις δύο διαδοχικές στηρίξεις του 1,0883 και 1,0830, η διάσπαση της τελευταίας θα ανοίξει το διάγραμμα για νέα νούμερα.

Όσον αφορά όμως το ελβετικό φράγκο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι οι συναλλασσόμενοι φέρουν το ρίσκο ανατροπής της εικόνας εξαιτίας των παρεμβάσεων της Κεντρικής Τράπεζας.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.