Οι ΗΠΑ τεστάρουν το Ιράν και τις «μαριονέτες» του
Kaitlin Watt/U.S. Navy via AP
Kaitlin Watt/U.S. Navy via AP

Οι ΗΠΑ τεστάρουν το Ιράν και τις «μαριονέτες» του

Οι σοροί των τριών Αμερικανών στρατιωτών επαναπατρίστηκαν και τα αντίποινα για το θάνατό τους ξεκίνησαν με ανοιχτό το ερώτημα πού θα οδηγήσουν τη Μέση Ανατολή και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ενώ επί χρόνια επιχειρούν απεμπλοκή, έχουν βρεθεί ξανά στην «καυτή» ζώνη του πυρός. Η κυβέρνηση Μπάιντεν «τεστάρει» εάν το Ιράν θέλει να κλιμακώσει τη σύγκρουση στα μέτωπα. Και αν όχι, είναι βέβαιο πως το ισλαμικό καθεστώς έχει τον πλήρη έλεγχο των πληρεξουσίων του;

Τη «μέση οδό» επέλεξε ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, με μία ζυγισμένη -πρώτη- στρατιωτική απάντηση κατά στόχων, συμβατή με την επιδίωξη της επιβεβαίωσης της αμερικανικής αποτρεπτικής ισχύος και της αποδυνάμωσης των επιχειρησιακών ικανοτήτων των πληρεξουσίων του Ιράν να πλήττουν αμερικανικούς στόχους στη Μέση Ανατολή, αλλά δίχως ταυτόχρονα να δυναμιτίζει ένα ήδη εύφλεκτο τοπίο σε βαθμό που να καταστεί μονόδρομος ένας ανοιχτός πόλεμος.

Σε μία επίδειξη ισχύος για τις δυνατότητες της αμερικανικής πολεμικής μηχανής, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέλεξε να «σηκώσει» βομβαρδιστικά Β-1 από την άλλη άκρη του πλανήτη, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και φθάνοντας στη Μέση Ανατολή, τα ξημερώματα της 3ης Φεβρουαρίου, έπληξαν 85 στόχους της Δύναμης Αλ Κούντς, επίλεκτης μονάδας των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, καθώς και υποστηριζόμενων από το Ιράν πολιτοφυλακών και οργανώσεων σε επτά τοποθεσίες στα εδάφη του Ιράκ και της Συρίας.

Ένα 24ωρο αργότερα ακολούθησε ο τρίτος μέχρι στιγμής και σκληρότερος γύρος επιδρομών κατά των Χούθι στην Υεμένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, που δεν συνδέεται με τον κύκλο των αντιποίνων αλλά με τη διασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοίας στην Ερυθρά Θάλασσα.

Αναμενόμενη ήταν η ρητορική του Ιράν για τις επιδρομές σε Ιράκ και Συρία, μιλώντας για «στρατηγικό λάθος» και παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας των δύο χωρών, που επίσης καταδίκασαν τις επιδρομές προειδοποιώντας ότι θα επιφέρουν κλιμάκωση. «Θα συνεχίσουμε σε χρόνους και τόπους της επιλογής μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιδιώκουν σύγκρουση στη Μέση Ανατολή ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αλλά ας το γνωρίζουν αυτό όλοι όσοι μπορεί να επιδιώξουν να μας βλάψουν: Αν βλάψετε έναν Αμερικανό, θα απαντήσουμε» ήταν η ανακοίνωση του Τζο Μπάιντεν μετά πλήγματα.

Η συνέχεια δεν θα καθοριστεί όμως μόνο από τους στρατηγικούς υπολογισμούς του καθεστώτος των μουλάδων για το μήνυμα που επιλέγει να τους στείλει σε «δόσεις» η κυβέρνηση Μπάιντεν αντιστεκόμενη σε πιέσεις από το ρεπουμπλικανικό «στρατόπεδο» για στρατιωτική δράση στην ιρακινή επικράτεια, αλλά και από το εάν η Ισλαμική Δημοκρατία μπορεί να επιβληθεί πλήρως στις τρομοκρατικές ομάδες που έσπειρε και έθρεψε επί δεκαετίες ανά τη Μέση Ανατολή. Η Ουάσινγκτον δεν «βλέπει» ούτε και από την πλευρά του Ιράν πρόθεση, ούτε συμφέρον, για έναν ανοιχτό πόλεμο. Αλλά δεν είναι ακόμη σαφές αν οι ποικίλες δυνάμεις πληρεξουσίων -που χρηματοδοτούνται, εκπαιδεύονται και εξοπλίζονται από το Ιράν- θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι και τα δικά τους συμφέροντα εξυπηρετούνται από μία υπαναχώρηση.

Το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται εδώ και χρόνια σε έναν σκιώδη πόλεμο μεταξύ τους. Το γεγονός ότι η σύγκρουση δεν έχει ποτέ εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι και οι δύο χώρες έχουν σεβαστεί κόκκινες γραμμές και άγραφους κανόνες εμπλοκής. Ένας τέτοιος κανόνας, που σπάνια παραβιάζεται τα τελευταία χρόνια, είναι πως δεν πρέπει να σκοτωθεί Αμερικανός στρατιώτης. Ακόμη και τον Ιανουάριο του 2020, όταν επί προεδρίας Τραμπ εξοντώθηκε στο Ιράκ ο Κασέμ Σουλεϊμανί, στρατηγός της πανίσχυρης δύναμης Αλ Κουντς, η ιρανική απάντηση δεν στέρησε τη ζωή Αμερικανού στρατιώτη.

Η κόκκινη γραμμή παραβιάστηκε στις 28 Ιανουαρίου και για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν απώλειες από εχθρικά πυρά στη Μέση Ανατολή. Την ευθύνη για την επίθεση με drone στην αμερικανική βάση στη βορειοδυτική Ιορδανία στα σύνορα με τη Συρία, ανέλαβε η Ισλαμική Αντίσταση στο Ιράκ, οργάνωση-ομπρέλα που συνενώνει υποστηριζόμενες από το Ιράν σιιτικές πολιτοφυλακές. Εάν οι αρχηγοί των πολιτοφυλακών είναι σε θέση να αψηφήσουν τις αμερικανικές κόκκινες γραμμές, ίσως το Ιράν θα μπορούσε να κινδυνεύει να παρασυρθεί από τους ίδιους τους πληρεξουσίους του. 

Μέχρι πού φθάνει ο έλεγχος του Ιράν στις «μαριονέτες» του;

Μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου, και τον επακόλουθο πόλεμο στη Γάζα, το Ιράν έχει εμπλακεί σε μια προσεκτική και υπολογισμένη διαχείριση της σύγκρουσης, έχοντας δύο στόχους: Πρώτον, να κλιμακώσει την κρίση σε ένα επίπεδο που να περιπλέκει τους υπολογισμούς του Τελ Αβίβ και της Ουάσινγκτον, αποφεύγοντας παράλληλα να προκαλέσει έναν άμεσο πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον του. Το ίδιο ανέφερε εξάλλου ότι δεν επιζητά έναν ανοιχτό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Δεύτερον, να στείλει σαφείς προειδοποιήσεις στις ΗΠΑ για τον κίνδυνο περιφερειακής διάχυσης του πολέμου, πιέζοντας την κυβέρνηση Μπάιντεν να πιέσει με τη σειρά της το Ισραήλ να σταματήσει τον πόλεμο στη Γάζα. 

Το θεοκρατικό καθεστώς και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο ήταν προσεκτικοί στην υποστήριξή τους προς τη Χαμάς, κρατώντας τη δράση τους σε ελεγχόμενο πλαίσιο, για να μην προκαλέσουν μια ευρύτερη αμερικανική στρατιωτική αντίδραση που δυνητικά θα απειλούσε την επιρροή της Τεχεράνης στον Λίβανο, το Ιράκ και τη Συρία. 

Το Ιράν έχει χτίσει τον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης», το δίκτυο των πληρεξουσίων του, για να τηρήσει αποστάσεις ασφαλείας από μία άμεση δική του εμπλοκή σε στρατιωτική σύγκρουση, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την Ισλαμική Επανάσταση και το πυρηνικό του πρόγραμμα. Αυτές οι τρομοκρατικές ομάδες έχουν γίνει, ωστόσο, πιο επιθετικές. Πάνω από 160 επιθέσεις έχουν εκδηλωθεί κατά αμερικανικών στόχων σε Ιράκ και Συρία από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, ενώ οι Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι αναλαμβάνοντας πολεμική δράση στο πλευρό της Χαμάς απειλούν το παγκόσμιο εμπόριο στη ζωτικής σημασίας πλωτή δίοδο της Ερυθράς Θάλασσας, δεν έχουν καμφθεί από τη δράση που έχουν αναλάβει εναντίον τους οι Ηνωμένες Πολιτείες από κοινού με τη Βρετανία.

Η ασυνήθιστη ανακοίνωση που είχε έλθει εν όψει των αντιποίνων από την Καταέμπ Χεζμπολάχ -ο πιο ισχυρός πληρεξούσιος του Ιράν στο Ιράκ και μέλος της Αντίστασης του Ιράκ- ότι αναστέλλει τις επιχειρήσεις κατά των αμερικανικών δυνάμεων ερμηνεύθηκε ως νεύμα της Τεχεράνης προς τις ΗΠΑ. Η έτερη υποστηριζόμενη από το Ιράν οργάνωση Αλ-Νουκάμπα ωστόσο έσπευσε κατόπιν να ανακοινώσει ότι δεν θα την ακολουθήσει, σε μία περαιτέρω ένδειξη ότι η Τεχεράνη ίσως δεν έχει τον πλήρη έλεγχο ορισμένων οργανώσεων.

Το ιρανικό καθεστώς δεν ελέγχει απαραίτητα το πού και πότε επιτίθενται, ούτε και οι πληρεξούσιοι ζητούν έγκριση για κάθε κίνησή τους, εκτιμούν αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, αναλυτές διεθνών think tank και εμπειρογνώμονες σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Επηρεάζει, όμως, σαφώς τις ομάδες και τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να είναι σε θέση να σταματήσει τα χτυπήματα. Και αυτό ζητούν τώρα οι ΗΠΑ. Οι 125 κατευθυνόμενοι πύραυλοι ακριβείας που εκτοξεύτηκαν σε διάστημα 30 λεπτών τα ξημερώματα της 3ης Φεβρουαρίου κατά στόχων στο Ιράκ και τη Συρία θα είναι αρκετοί για να αποτρέψουν μελλοντικές επιθέσεις; Η γενική εκτίμηση αναλυτών και Τύπου είναι πως όχι.

Η αμερικανική στρατιωτική δράση που έχει αναληφθεί ήδη κατά των Χούθι της Υεμένης -την οποία οι ΗΠΑ πλαισιώνουν ως προσπάθεια αποτροπής- δεν έχει ουσιαστικά μέχρι στιγμής αποτρέψει τίποτα. Το αναγνώρισε ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν τον περασμένο μήνα, λέγοντας ότι τα αμερικανικά πλήγματα εις βάρος υποδομών τους στην Υεμένη δεν έχουν σταματήσει τις επιθέσεις στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι Χούθι είναι οι πιο «ωφελημένοι» μέχρι στιγμής σε όρους ενίσχυσης περιφερειακής επιρροής. Έχοντας καταφέρει να διατηρήσουν τον έλεγχο τμήματος της Υεμένης, εν μέσω του εμφυλίου, επιδεικνύουν... δύναμη και ανδρεία στο εγχώριο ακροατήριό τους που υποφέρει από φτώχεια και ασιτία. Καθώς δεν έχουν τίποτα άλλο να προσφέρουν, συγκρούονται με τις μεγάλες δυνάμεις επιτιθέμενοι σε πλοία που κατευθύνονται από και προς τη Διώρυγα του Σουέζ και επισύροντας αντίποινα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.

Στις πιο κρίσιμες στιγμές της Μέσης Ανατολής εδώ και δεκαετίες, είναι μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση ισορροπίας αυτή που επιχειρεί συνολικά ο Αμερικανός πρόεδρος. Αν δεν δράσει αποφασιστικά, κινδυνεύει να στείλει μήνυμα αδυναμίας που θα ενθαρρύνει μόνο περισσότερες επιθέσεις κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν δράσει πολύ δυναμικά θα μπορούσε να προκαλέσει μια κλιμακούμενη απάντηση από το Ιράν και τους συμμάχους του έως μία απευθείας σύγκρουση, αλλά και να θέσει σε κίνδυνο τις εξαιρετικές ευαίσθητες διαπραγματεύσεις για σύναψη νέας συμφωνίας εκεχειρίας μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς, που είναι και το «κλειδί» των εξελίξεων.

Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Άντονι Μπλίνκεν, αναχωρεί σήμερα για νέα πενθήμερη περιοδεία στη Μέση Ανατολή -την πέμπτη μετά την 7η Οκτωβρίου- με σταθμούς τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, το Κατάρ, το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη. Κατά την ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Μπλίνκεν θα συνεχίσει τις προσπάθειες για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα διασφαλίζει την απελευθέρωση όλων των ομήρων που εξακολουθούν να κρατούνται από τη Χαμάς στη Γάζα και την εφαρμογή μιας παύσης στις μάχες ώστε «να επιτραπεί η διαρκής, αυξημένη παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας».

Στην εξίσωση του Λευκού Οίκου για το πώς θα διαχειριστεί την απάντηση προς το Ιράν και τους συμμάχους του δεν μπαίνουν μόνο στρατιωτικοί υπολογισμοί, αλλά και πολιτικοί σε μία προεκλογική Αμερική, όπου οι Ρεπουμπλικανοί ήδη πριν το θάνατο των τριών στρατιωτών κατακεραύνωναν τον Τζο Μπάιντεν γιατί δεν έπληξε νωρίτερα και ισχυρότερα τους Χούθι της Υεμένης, καθώς και τις πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία. Χρεώνουν στον Αμερικανό πρόεδρο αδυναμία και επικαλούνται την εξόντωση του διοικητή των Φρουρών της Επανάσταση Κασέμ Σουλεϊμανί επί Τραμπ ως παράδειγμα επιτυχημένου αποτρεπτικού πλήγματος, με μεγάλη μερίδα του συντηρητικού κόμματος να ζητά τώρα πλήγματα κατά των Φρουρών εντός Ιράν.