H εβδομάδα ξεκινάει με την προσδοκία ότι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης θα τερματιστεί αυτή την εβδομάδα, μια προσδοκία που βοήθησε άλλωστε και στο «μάζεμα» των αμερικανικών δεικτών στο κλείσιμο της Παρασκευής.
Η Γερουσία αργά το βράδυ της Κυριακής ενέκρινε το πρώτο στάδιο μιας συμφωνίας που θα τερματίσει το κλείσιμο της κυβέρνησης των ΗΠΑ που ξεκίνησε από την 1η Οκτωβρίου.
Η συμφωνία η οποία επιτεύχθηκε μετά από 24 ώρες διαπραγματεύσεων το Σαββατοκύριακο, θα χρηματοδοτήσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου και θα πρέπει να εγκριθεί από την Βουλή των Αντιπροσώπων και να υπογραφεί από τον Πρόεδρο Ντόναλτ Τραμπ προκειμένου να λήξει το πιο μακροσκελές shutdown της αμερικανικής ιστορίας.
Αν και η συμφωνία της Κυριακής δεν περιλαμβάνει ένα εκ των βασικών αιτημάτων των Δημοκρατικών, ήτο την παράταση των ενισχυμένων φορολογικών πιστώσεων του Νόμου για την υγεία οι οποίες λήγουν στα τέλη Δεκεμβρίου και αφορούν πάνω από 20 εκατομμύρια Αμερικανούς πολίτες, εντούτοις για πρώτη φορά από την έναρξη του shutdown περιλαμβάνει την εγγύηση των Ρεπουμπλικανών για ψηφοφορία τον Δεκέμβριο επί ενός νομοσχεδίου που επέλεξαν οι Δημοκρατικοί για την επέκταση αυτών των επιδοτήσεων.
Υπενθυμίζουμε ότι οι επιδοτήσεις αυτές είναι εξαιρετικά σημαντικές, καθώς βοηθούν μια μεγάλη μερίδα πολιτών να μειώσει το κόστος προγραμμάτων ασφάλισης υγείας.
Η σημασία να λήξει το shutdown τώρα
Οι αγορές μπορεί να έδειξαν χαρακτηριστική ψυχραιμία όταν έκλεισε η αμερικανική κυβέρνηση τον Οκτώβριο, όμως αν το shutdown δεν λήξει άμεσα, το αποτύπωμα του στην οικονομία θα είναι μη αναστρέψιμο και άρα το αποτύπωμα στις αγορές πολύ μεγαλύτερο.
Εκατοντάδες χιλιάδες ομοσπονδιακοί δημόσιοι λειτουργοί έχουν τεθεί από τεχνική άποψη στην ανεργία ή εργάζονται χωρίς να πληρώνονται αφότου ενέσκηψε το shutdown την 1η Οκτωβρίου, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Το κόστος για την οικονομία είναι δισεκατομμύρια δολάρια κάθε εβδομάδα και ακόμα και αν υπάρξει επαναλειτουργία της κυβέρνησης αυτή την εβδομάδα, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι δεν αποκλείεται να δούμε και μια μόνιμη απώλεια οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα δε με το Bloomberg, κάθε εβδομάδα του shutdown κοστίζει στην οικονομία από 10 έως 30 δισεκατομμύρια δολάρια, με τη διάμεσο των αναλυτών να τοποθετεί το κόστος πέριξ των 15 δισ. δολαρίων.
Στο παρελθόν, δεδομένου ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η αμερικανική κυβέρνηση κατέβασε «στόρια», το πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη ήταν προσωρινό, καθώς οι υπάλληλοι που είχαν τεθεί σε άδεια έλαβαν αναδρομικά τις αποδοχές τους και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μόλις άνοιξε αναπλήρωσε τις δαπάνες που είχε σταματήσει.
Αυτή τη φορά το shutdown αναμένεται να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη ζημιά και όχι μόνο λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας του. Βλέπετε, στην παρούσα συγκυρία η οικονομία είναι πολύ πιο εύθραυστη από ότι ήταν πριν επτά χρόνια, με τους Αμερικανούς να ανησυχούν σήμερα πολύ περισσότερο για τον πληθωρισμό και τις προοπτικές απασχόλησης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, εάν το αδιέξοδο επεκταθεί μέχρι την εβδομάδα των Ευχαριστιών, περίπου 14 δισ. δολάρια δεν θα ανακτηθούν καθόλου.
Σε αντίθεση λοιπόν με την περίοδο του 2018-2019, οι επιπτώσεις επεκτείνονται πέρα από την απώλεια μισθών στους ομοσπονδιακούς υπαλλήλους, σε εκατομμύρια Αμερικανούς που έχασαν από την 1η Οκτωβρίου την πλήρη πρόσβαση σε επισιτιστική βοήθεια, αλλά και σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις που βασίζονται στις ομοσπονδιακές δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα πολλοί από τους εργολάβους και τους προμηθευτές που περίμεναν να λάβουν αυτά τα κεφάλαια να αναγκάζονται με τη σειρά τους να θέσουν σε αργία και τους δικούς τους εργαζομένους, ή να μειώσουν τους μισθούς, ή ακόμα και να προχωρήσουν σε απολύσεις.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη SBA το κλείσιμο της αμερικανικής κυβέρνησης μπλόκαρε 2,5 δισ. δολάρια σε δάνεια για 4.800 μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις, χρήματα που συνήθως χρησιμοποιούνταν για καθημερινές λειτουργίες και έξοδα, υπονομεύοντας όχι μόνο την ανάπτυξη τους αλλά και την επιβίωση τους.
Ακόμα πιο επιβαρυντικό για την οικονομία ήταν το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ προσπάθησε να απολύσει χιλιάδες ομοσπονδιακούς υπαλλήλους και πρότεινε ότι δεν θα έπρεπε να πληρωθούν αναδρομικά όλοι οι εκτιμώμενοι 650.000 εργαζόμενοι που έχουν τεθεί σε προσωρινή άδεια άνευ αποδοχών. Όλα αυτά «τραυμάτισαν» και γέμισαν με αβεβαιότητα ένα μεγάλο αριθμό νοικοκυριών.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι σύμφωνα με κοινοβουλευτικούς, η συμφωνία στη Γερουσία την Κυριακή θα επιτρέψει να αναχρηματοδοτηθεί το SNAP - το πρόγραμμα ενισχύσεων για την αγορά τροφίμων που ωφελεί 42 εκατομμύρια Αμερικανούς - θα παρατείνει τις κρατικές ενισχύσεις για τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης που εκπνέουν στο τέλος της χρονιάς και θα προχωρήσει στην ακύρωση των απολύσεων χιλιάδων υπαλλήλων από την κυβέρνηση Τραμπ τον περασμένο μήνα, εντούτοις ήδη έχει δημιουργηθεί πρόσθετη αβεβαιότητα σε ένα πλήθος νοικοκυριών.
Αυτή η αβεβαιότητα αντανακλάται ήδη στην καταναλωτική εμπιστοσύνη σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν την Παρασκευή. Η προκαταρκτική μέτρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν για τον Νοέμβριο ήταν χαμηλότερη από τις προβλέψεις των αναλυτών και μειώθηκε στις 50,3 μονάδες, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2022.
Ο δείκτης δε που μετρά τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες υποχώρησε κατά 6,3 μονάδες, φτάνοντας στο χαμηλό επίπεδο των 52,3 μονάδων, καθώς εντάθηκαν οι ανησυχίες για τον αντίκτυπο του κυβερνητικού shutdown.
Και όλα αυτά λίγο πριν την έναρξη της εορταστικής περιόδου.
Είναι λοιπόν σημαντικό να προχωρήσει η συμφωνία της Κυριακής και να προστατεύσει πράγματι τους ομοσπονδιακούς δημόσιους λειτουργούς από καταχρηστικές απολύσεις, επανεντάσσοντας άμεσα όσους απολύθηκαν άδικα κατά τη διάρκεια του shutdown και να εγγυηθεί πως οι όλοι υπάλληλοι θα λάβουν αναδρομικά τους μισθούς τους. Μόνο έτσι ίσως μετριαστεί ο αντίκτυπος στην οικονομική ανάπτυξη του τέταρτου τριμήνου.
Η λήξη του shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης είναι μια σημαντική εξέλιξη και για τις αγορές, καθώς και οι τρεις δείκτες της Wall Street βρίσκονται κοντά σε ένα ευαίσθητο τεχνικό σημείο για την τάση, τον μέσο κινητό των 50 ημερών, με τη μητέρα μάλιστα των αγορών, S&P500, να σπάει ενδοσυνεδριακά τις 6670 μονάδες.
Μαίρη Βενέτη, Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
