Οι ευρωατλαντικές σχέσεις στο υβριδικό διεθνές περιβάλλον
Shutterstock
Shutterstock

Οι ευρωατλαντικές σχέσεις στο υβριδικό διεθνές περιβάλλον

Στο κλείσιμο του 2025, τόσο η ευρωπαϊκή πλευρά - αποκαλύπτοντας αμηχανία - όσο και η αμερικανική - εκπέμποντας αυτοπεποίθηση - εξακολουθούν να αναζητούν ένα νέο σημείο ισορροπίας της κάποτε κρίσιμης και πολύτιμης ευρωατλαντικής σχέσης.

Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (18 Δεκεμβρίου 2025) ως προς την Ουκρανία, την Μέση Ανατολή και την Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια και, κυρίως, οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στον τελικό συμβιβασμό, διηγούνται μια ιστορία ανεπαρκούς ευρωπαϊκής ηγεσίας, αμηχανίας απέναντι στις αμερικανικές πρωτοβουλίες, προϊούσας αποδιοργάνωσης και συνεχούς ανάδειξης σοβαρών εσωτερικών ρηγμάτων στην Ένωση.

Μετά το αδιέξοδο ως προς το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και επικίνδυνο σχέδιο της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χρήση παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων, ακόμη και η απόφαση που τελικώς λήφθηκε για δάνειο 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ, οδήγησε σε πλήρη εξαίρεση της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας (άρα το νέο δάνειο δεν θα επηρεάσει τις δικές τους οικονομικές υποχρεώσεις), ενώ ανέδειξε και τους στρατηγικούς προβληματισμούς της Γαλλίας και της Ιταλίας.

Οι ιδιαιτέρως σημαντικές δηλώσεις του Μακρόν, μετά το πέρας της δύσκολης συνεδρίασης, ο οποίος (επιστρέφοντας προσεκτικά στις θέσεις που είχε το 2022), μίλησε για την ανάγκη η ΕΕ να αρχίσει να διαπραγματεύεται πάλι και με την Ρωσία, αναδεικνύουν την ανάγκη να επιστρέψει η Ευρώπη στη διπλωματική προσπάθεια.

Η στάση της Γαλλίας, που προανήγγειλε παράλληλα τη νέα συνάντηση της «συμμαχίας των προθύμων» τον Ιανουάριο στο Παρίσι, αποτελεί μέχρι σήμερα την μόνη ευρωπαϊκή προσέγγιση πιθανής διπλωματικής συμβολής, με περιστασιακή τη συμμετοχή της Ιταλίας.  

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η διπλωματική διέξοδος καθίσταται σήμερα ακόμη πιο επείγουσα. Η ΕΕ θα πρέπει και εκείνη να θυμηθεί τη διπλωματία, η οποία είχε εγκαταλειφθεί για ένα μεγάλο διάστημα: από τον Απρίλιο του 2022 (όταν ναυάγησαν οριστικά οι προσπάθειες του Μαρτίου) μέχρι την επάνοδο Τραμπ στον Λευκό Οίκο το 2025 και τις αμερικανικές διπλωματικές πρωτοβουλίες που στόχευαν να ξεπεράσουν το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσει η Ρωσο-ουκρανική κρίση.

Μετρά το βραχυπρόθεσμο και το συστημικό

Μακροπρόθεσμα, η εξέλιξη των ευρωατλαντικών σχέσεων θα είναι μια σύνθετη, πολυπαραγοντική διαδικασία αναζήτησης ενός νέου, ριζικά τροποποιημένου συμφώνου ευρωατλαντικής και διεθνούς συμβίωσης. Θα εξαρτηθεί από πλήθος παραγόντων, μεταξύ των οποίων βασικοί είναι οι σύνθετες σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης εντός και εκτός ΕΕ (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία), οι ενεργειακές στρατηγικές των ΗΠΑ, οι απόπειρες επίτευξης μεγαλύτερης συνοχής στην εξέλιξη των εξωτερικών διαστάσεων της ΕΕ και, βέβαια, τα διεθνή συστημικά χαρακτηριστικά στα οποία θα αναφερθούμε εν συντομία πιο κάτω.

Μακροπρόθεσμα, οι σχέσεις Ευρώπης-Ρωσίας πιθανότατα θα εισέλθουν σε μια νέα φάση συνεργατικής συμβίωσης, ενώ η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ (που έχει μπροστά της ακόμη τρία χρόνια) φαίνεται να αντιμετωπίζει την Ρωσία ως δυνητικό εταίρο, εμμένοντας στην επιλογή της προσέγγισης που θέλει πάση θυσία τη Ρωσία διακριτό παράγοντα από την Κίνα, άρα παράγοντα δυνάμενο και να σταθεί στα πόδια του.

Αλλά για να φτάσουμε στη θέαση των μακροπρόθεσμων, προϋπόθεση είναι τα βραχυπρόθεσμα: η διάβαση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, των βραχυπρόθεσμων αλλά δύσβατων στενωπών των ευρωατλαντικών σχέσεων, όπως έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δυο δεκαετίες (βλ. Κ. Λάβδας, «Οι Ευρωατλαντικές Σχέσεις στο Διεθνές Περιβάλλον: Σε Αναζήτηση μιας Κανονιστικής Συμπληρωματικότητας», σε Δ. Ξενάκης & Θ. Πελαγίδης, επιμ., Παρεμβάσεις για την Ευρώπη, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2009). Με τη σειρά τους, οι τρόποι διάβασης των βραχυπρόθεσμων στενωπών και οι επιπτώσεις τους θα επηρεάσουν, ενδεχομένως καταλυτικά, την μακροπρόθεσμη δυναμική των σχέσεων.  

Υπό αυτό το πρίσμα, η βραχυπρόθεσμη διάσταση είναι περισσότερο απτή και εστιασμένη, χωρίς αυτό να την καθιστά απαραίτητα και περισσότερο προβλέψιμη. Μετά την ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο 2022 και τη σύντομη και θνησιγενή διπλωματική προσπάθεια τον Μάρτιο-Απρίλιο 2022, οι ευρωπαϊκές παρεμβάσεις φαίνεται να οδηγούν σε συνεχείς ακυρώσεις -παρά βελτιώσεις- των αμερικανικών διπλωματικών πρωτοβουλιών από τις αρχές του 2025.

Κάποια απώλεια εδαφών είναι πλέον δεδομένη, ενώ μια κόκκινη γραμμή της Ρωσίας, η συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, γνωστή τουλάχιστον από το 2007 ως αιτία σύγκρουσης, έχει παρακαμφθεί μέσω της δύσκολης και συνεχιζόμενης συζήτησης για τις εγγυήσεις ασφάλειας της Ουκρανίας. Στο προσεχές διάστημα, οι ευρωατλαντικές σχέσεις θα επηρεαστούν καταλυτικά από την έκβαση του Ρωσο-ουκρανικού πολέμου και από τις συνθήκες που θα κυριαρχήσουν στην πορεία προς την εκεχειρία και την ειρήνευση.

Όπως έχουμε αναλύσει διεξοδικά, ορισμένες κατηγορίες κρίσιμων παραγόντων καταδεικνύουν ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα και εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο. Η έκβασή της μπορεί να οδηγήσει είτε σε ειρήνευση -ή τουλάχιστον σε μια μακρά εκεχειρία με προοπτική σταδιακής μετατροπής της σε ειρηνευτική συμφωνία- είτε σε επανάληψη των έντονων αλλά ανεπιτυχών διαπραγματευτικών προσπαθειών του Μαρτίου 2022. Όμως από τότε έως σήμερα, η Ουκρανία έχει βρεθεί σε σαφώς δυσμενέστερη θέση σε πολλά επίπεδα (βλ. Κ. Λάβδας: Το Ουκρανικό στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι για τη διεθνή ασφάλεια).

Στο τέλος του 2025, η Ρωσία ελέγχει περίπου το 20% της ουκρανικής επικράτειας. Ως προς το επίμαχο Ντονμπάς, η Ρωσία ελέγχει περίπου 75% της περιοχής του Ντονέτσκ και περίπου 99% του γειτονικού Λουχάνσκ, περιοχές που συνθέτουν το Ντονμπάς.

Η Μόσχα πιέζει την Ουκρανία να αποσυρθεί από το μικρό τμήμα της επικράτειας που εξακολουθεί να ελέγχει στο Ντονμπάς, ενώ το Κίεβο εξακολουθεί να επιμένει, σύμφωνα με το BBC, ότι η περιοχή θα μπορούσε να γίνει ελεύθερη οικονομική ζώνη που θα αστυνομεύεται από τις ουκρανικές δυνάμεις.

Σύμφωνα με τον Τραμπ, το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας για την Ουκρανία έχει επιλυθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά ο ίδιος δεν έχει δεσμευτεί επισήμως για υλικοτεχνική υποστήριξη ή ανάπτυξη στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Στο μεταξύ, η συμφωνία ΗΠΑ-Ουκρανίας για τις σπάνιες γαίες ολοκληρώθηκε από τον Απρίλιο και προβλέπει να χρηματοδοτηθούν εξ ημισείας έργα εξόρυξης ορυκτών, πετρελαίου και αερίου στην ουκρανική επικράτεια και να συσταθεί ένα κοινό ταμείο για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.

Η νέα αμερικανική οπτική

Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, προσφέρει μια συνοπτική αλλά εύγλωττη αποτύπωση των απόψεων της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ σε μια σειρά θεμάτων. Όπως αναμενόταν, πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, του οποίου τα σχετικά με την Ευρώπη, μεταξύ άλλων, αξίζουν προσεκτικής ανάγνωσης.

Έχοντας διακηρύξει ότι τα ενδιαφέροντα των ΗΠΑ αφορούν πρωτίστως το Δυτικό Ημισφαίριο, για το οποίο χρειάζεται ένα δόγμα Τραμπ «συμπληρωματικό» του δόγματος Μανρόου, το κείμενο ισχυρίζεται ότι «η οικονομική παρακμή [της Ευρώπης] επισκιάζεται από την πραγματική και πιο έντονη προοπτική της πολιτισμικής ακύρωσης.

Τα μεγαλύτερα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη περιλαμβάνουν δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνικών φορέων που υπονομεύουν την πολιτική ελευθερία και την κυριαρχία, μεταναστευτικές πολιτικές που μεταμορφώνουν την ήπειρο και δημιουργούν συγκρούσεις, λογοκρισία της ελευθερίας του λόγου και καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης, μείωση των γεννήσεων και απώλεια εθνικών ταυτοτήτων και αυτοπεποίθησης».

Σε αυτή την παρακμή αποδίδεται, μεταξύ άλλων, και «η έλλειψη αυτοπεποίθησης» που γίνεται «εμφανής στη σχέση της Ευρώπης με τη Ρωσία. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι απολαμβάνουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα σκληρής ισχύος έναντι της Ρωσίας σχεδόν σε κάθε μέτρο, εκτός από τα πυρηνικά όπλα.

Ως αποτέλεσμα του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές σχέσεις με τη Ρωσία είναι πλέον βαθιά εξασθενημένες και πολλοί Ευρωπαίοι θεωρούν τη Ρωσία ως υπαρξιακή απειλή. Η διαχείριση των ευρωπαϊκών σχέσεων με τη Ρωσία θα απαιτήσει σημαντική διπλωματική εμπλοκή των ΗΠΑ, τόσο για την αποκατάσταση συνθηκών στρατηγικής σταθερότητας σε όλη την Ευρασιατική χερσαία έκταση όσο και για τον μείωση του κινδύνου σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και ευρωπαϊκών κρατών.

Είναι βασικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να διαπραγματευτούν μια ταχεία παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία, προκειμένου να σταθεροποιήσουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες, να αποτρέψουν την ακούσια κλιμάκωση ή επέκταση του πολέμου και να αποκαταστήσουν τη στρατηγική σταθερότητα με τη Ρωσία, καθώς και να επιτρέψουν την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μετά τις εχθροπραξίες, ώστε να καταστεί δυνατή η επιβίωσή της ως βιώσιμο κράτος [...]».

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί σήμερα κομβικό σημείο η επικίνδυνη σύνδεση της αναγκαίας (ούτως ή άλλως και από πολύ παλαιότερα) προσπάθειας ευρωπαϊκής αμυντικής ανάτασης με τη συνέχιση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Σύνδεση που κατευθύνει τη σκέψη πολλών Ευρωπαίων. Ενώ διαπιστώνουμε και δηλώσεις που τοποθετούνται και πέραν αυτού του επικίνδυνου συσχετισμού, αγνοώντας κάθε ρεαλιστική αποτίμηση.

Οδηγούμαστε, έτσι, σε έναν αξιοπρόσεκτο συνδυασμό: τη συνέχιση του πολέμου, την αυξανόμενη έκθεση της Ευρώπης και, ταυτόχρονα, τη δέσμευση της Ευρώπης για αυξημένες προμήθειες πολεμικού υλικού (πέραν της ενέργειας) από τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι πιθανό να αφήσουν την «καυτή πατάτα» στην Ευρώπη αν τα διπλωματικά αδιέξοδα συνεχιστούν.

Εκτιμώ ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να αποφύγουν να δοκιμάσουν στην πράξη την προσήλωση των ΗΠΑ στη συλλογική άμυνα και το Άρθρο 5 της Συμμαχίας, αν υπάρξει προσεχώς συμβατική ανάφλεξη Ευρώπης-Ρωσίας.

Υπήρξε μια «αεροπειρατεία» της στρατηγικής αντίληψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις τρεις βαλτικές χώρες και την Πολωνία, η οποία βεβαίως - σε αντίθεση με τις τρεις βαλτικές- εξοπλίζεται με τρόπο υπεύθυνο την τελευταία πενταετία.

Η προσπάθεια εστίασης του κενού ασφάλειας αποκλειστικά στη Ρωσία έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια αδιέξοδη συζήτηση. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και με τα γερμανικά οικονομικά προβλήματα να αποκαλύπτονται, η νέα κυβέρνηση Μερτς στο Βερολίνο αρχίζει να υπερθεματίζει, ακόμη και να υπερακοντίζει τις θέσεις των βορειοανατολικών εταίρων.

Οι απογοητεύσεις από τις ΗΠΑ και οι εντεινόμενες πολεμοκάπηλες φωνές στη Γερμανία και αλλού, οι οποίες αρχίζουν και πάλι να εστιάζουν στη Ρωσία-ΕΣΣΔ-Ρωσία ως «Εχθρό», ωθούν τη Γαλλία πίσω στη βασική - και εν πολλοίς ορθολογική - στρατηγική της, η οποία ξεκινά από μια θέση σχεδιασμού αυτόνομης πλεύσης.  

Το υβριδικό συστημικό επίπεδο

Το διεθνές περιβάλλον θα επηρεάσει καταλυτικά την εξέλιξη των σχέσεων στον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δυο είναι τα θεμελιώδη στοιχεία που χαρακτήρισαν τη διεθνή πολιτική στον πλανήτη από την ανάληψη της προεδρίας Τραμπ μέχρι το κλείσιμο του 2025.

Και τα δυο συνδυάζονται με τη νέα αμερικανική προεδρία αλλά κατά κανένα τρόπο δεν οφείλονται μόνο σε αυτή. Το πρώτο είναι οι εξαντλητικές πιέσεις που ασκούνται σε μεσαίες δυνάμεις και άλλα κράτη για σύμπλευση (bandwagoning). Ασκούνται από τις ΗΠΑ αλλά προκύπτουν και από τη νέα δυναμική των διεθνών σχέσεων συνολικά.

Είναι συζητήσιμο σε ποιες επιμέρους περιπτώσεις η σύμπλευση αυτή ενδέχεται να αποτελεί μια αμφίδρομα επωφελή στρατηγική, όπου το ασθενέστερο μέρος την υιοθετεί διότι σχεδιάζει (σωστά η λανθασμένα) ότι θα επωφεληθεί το ίδιο (bandwagoning for profit).

Σε κάθε όμως περίπτωση, τακτικές που - στον  μεταψυχροπολεμικό κόσμο- κυρίως προωθούσε και προωθεί η Κίνα σε ασθενέστερους από την ίδια εταίρους της, προωθεί τώρα και η Ουάσιγκτον, με τρόπο σαφέστερο και αμεσότερο σε σχέση με όσα έπραττε η ίδια στο πρόσφατο παρελθόν.

Το δεύτερο είναι η μεγάλης κλίμακας επάνοδος των πρακτικών της εξαναγκαστικής διπλωματίας (coercive diplomacy) στις διεθνείς διαδράσεις. Παρότι ψευδο-αναλύσεις κάθε είδους χρυσώνουν το χάπι με διάφορους τρόπους, από αξιοθρήνητους μέχρι φαινομενικά πειστικούς, γεγονός παραμένει ότι διπλωματικά μέσα - δηλώσεις, προειδοποιήσεις, εκμετάλλευση αδυναμιών, παρεμπόδιση πρωτοβουλιών, διπλωματικές και οικονομικές κυρώσεις, χρήση εργαλείων οικονομικής πολιτικής όπως οι δασμοί - χρησιμοποιούνται συστηματικά και σε αυξανόμενο ρυθμό από κράτη προς άλλα κράτη, συνήθως αλλά όχι πάντα ασθενέστερα, για την επίτευξη εθνικών στόχων.       

Σε αυτό πλαίσιο, το «νέο» δεν είναι, φυσικά, η συναλλακτικότητα (transactionalism) που αναφέρεται σε ένα επιφανειακό φαινόμενο το οποίο ούτως ή άλλως υφίσταται στον πυρήνα των διεθνών σχέσεων και έχει εμπειρικά ενισχυθεί, όπως συμβαίνει κατά περιόδους.

Σχετικά «νέο», ειδικά στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, είναι ο ραγδαία επιταχυνόμενος παραγκωνισμός των πλεγμάτων από νόρμες και κανόνες που αναδεικνύουν αρχές συνεργασίας με μεικτά κίνητρα και με τη διαμόρφωση υποδειγμάτων που υποστηρίζονται ως άξια μακροπρόθεσμης επένδυσης σε αυτά (βλ. Κ. Λάβδας, «Νόρμες και Εξελικτικές Διαστάσεις της Συνεργασίας στις Διεθνείς Σχέσεις», στο Κ. Λάβδας, Δ. Ξενάκης & Δ. Χρυσοχόου, επιμ., Κατευθύνσεις στη Μελέτη των Διεθνών Σχέσεων, Αθήνα: Εκδοσεις Ι. Σιδέρης, 2010).                          .          

Ο περιφερειακός περίγυρος 

Την Ελλάδα προφανώς αφορά τόσο το συστημικό όσο και το περιφερειακό επίπεδο, με το τελευταίο να μετασχηματίζεται με επίσης γρήγορους ρυθμούς. Ως προς ο συστημικό επίπεδο, η Ελλάδα, μέχρι τώρα καταναλωτής ασφάλειας, κινδυνεύει κατά περιόδους να εκτεθεί λόγω υπερβολικής ταύτισης με αμερικανικές στρατηγικές που στη συνέχεια αλλάζουν, όπως συνέβη με το πέρασμα από την προεδρία Μπάιντεν στη δεύτερη προεδρία Τραμπ.

Στο ενδιάμεσο επίπεδο, ένα επίπεδο περιφερειακό με παγκόσμια αναφορά μέσω δικτύων και ροών, η δικαίως πολυσυζητημένη μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο θα είναι ακόμη περισσότερο σημαντική εάν και όταν υπάρξουν και ελληνικές εξορύξεις νότια και νοτιοδυτικά Κρήτης και Πελοποννήσου.     

Η περαιτέρω ισχυροποίηση του Ισραήλ αποτελεί μια καταρχήν πολύ θετική εξέλιξη τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους παράγοντες που ευνοούν την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Δημιουργεί, παράλληλα, αναδιατάξεις και οδηγεί σε συνεργασίες (ενίοτε και συμμαχίες) που δεν θα είναι εύκολο να υποστηριχθούν σε ένα πλαίσιο περιφερειακής απροσδιοριστίας («εμείς τα έχουμε καλά με όλους στη γειτονιά»).

Ενώ το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα πορευτούν σε γενικές γραμμές μαζί, η Σαουδική Αραβία (μετά και την κρίσιμη αμυντική συμφωνία με το πυρηνικό Πακιστάν τον Σεπτέμβριο) θα βρεθεί συχνά απέναντι σε αυτά τα δυο κράτη (απέναντι ως προς την Λιβύη, την Συρία, την Υεμένη, το Σουδάν, κ.α.) και εγγύτερα στην Τουρκία και, ίσως, την Αίγυπτο.

Στο κλείσιμο του 2025, στις 26 Δεκεμβρίου, η αναγνώριση από το Ισραήλ της Σομαλιλάνδης (είχε αποσχιστεί από τη Σομαλία το 1991) ως ανεξάρτητου κράτους, ενέτεινε τη διαμάχη Ισραήλ-Τουρκίας σε σχέση και με την Σομαλία, της οποίας οι ασθενείς κυβερνήσεις είτε ακυρώνονται είτε ποδηγετούνται από τις ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες. Έδειξε, παράλληλα, την ετοιμότητα του Ισραήλ να στηρίξει μια οντότητα η οποία διατηρεί στενή σχέση με την Αιθιοπία, παρά την ενόχληση της Αιγύπτου (κυρίως λόγω των διενέξεων για την ροή του Κυανού Νείλου, από τα υψίπεδα της Αιθιοπίας μέσω του Σουδάν στην Αίγυπτο και την Μεσόγειο).

Η ΕΕ, σε μια προσεκτικά διατυπωμένη δήλωση, στήριξε -όπως ήταν επί της αρχής αναμενόμενο- την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Σομαλίας, ενώ συνέστησε και διάλογο μεταξύ της Σομαλίας και της Σομαλιλάνδης για την επίλυση των διαφορών.

Η αναγνώριση της Σομαλιλάνδης από το Ισραήλ οδήγησε στη δημοσίευση, από το ΥΠΕΞ του Κατάρ στις 27 Δεκεμβρίου, ενός φαινομενικά ετερόκλητου καταλόγου με τις χώρες που καταδίκασαν άμεσα και έντονα την αναγνώριση της Σομαλιλάνδης από το Ισραήλ.

Ο κατάλογος μπορεί να ιδωθεί, όπως παρατήρησε ο Hussain Abdul-Hussain του Foundation for Defense of Democracies (FDD), ως λίστα δυνητικών εταίρων ενός υπό διαμόρφωση παγκόσμιου γεωπολιτικού-ισλαμικού άξονα. Με προφανείς εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αλλά κοινούς εχθρούς και κοινές αναφορές: από την Αίγυπτο, την Αλγερία, την Τουρκία, το Πακιστάν και το Κατάρ μέχρι τη Σαουδική Αραβία, την Λιβύη, το Σουδάν, το Ιράν, την Υεμένη, τη Σομαλία και την Παλαιστινιακή Αρχή.

Αν έλειπε από την εξίσωση ο σημαντικός κίνδυνος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που δυναμιτίζει τις σχέσεις της Τουρκίας με πολλά από τα αραβικά καθεστώτα, μια προσέγγιση Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας- Αιγύπτου θα ήταν πιθανή, παρότι θα αποτελούσε για κάποιους μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη.  

Βεβαίως, όπως εξηγήσαμε αναλυτικά από το καλοκαίρι, υπάρχουν ευρωπαϊκά κράτη που έχουν βαθύτερους προβληματισμούς αναφορικά με τις ραγδαίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τον ρόλο του Ισραήλ ως περιφερειακής δύναμης σε ένα υβριδικό περιβάλλον (βλ. Κ. Λάβδας: Οι στρατηγικές Τραμπ-Νετανιάχου στο νέο παγκόσμιο χάρτη και η επόμενη μέρα).

Ορισμένοι προβληματίζονται για την περαιτέρω ισχυροποίηση του Ισραήλ και τις σκέψεις κύκλων στις ΗΠΑ ότι η Pax Israeliana, εάν εδραιωθεί στη Μέση Ανατολή, θα εξυπηρετήσει, σίγουρα με κάποιο ρίσκο, ευρύτερα συμφέρονται και σχεδιασμούς για μια νέα ισορροπία, χωρίς την ανάγκη για συνεχή αμερικανική παρουσία και παρέμβαση.

Η στρατηγικής ποιότητας επιφυλακτικότητα π.χ. της Γαλλίας απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, συναντά την πολύ παλαιότερη και γνώριμη προσπάθειά της να διατηρήσει μια καλή σχέση με τους Παλαιστίνιους και εκείνους από τον Αραβικό κόσμο που ακόμη τους υποστηρίζουν.

Όμως για την Ελλάδα, ορισμένες επιλογές είναι σήμερα πια απολύτως αναγκαίες. Ενόψει τόσο κρίσιμων εξελίξεων, η καθημερινή δυναμική των διαδράσεων ωθεί και τους πλέον επιφυλακτικούς να αντιληφθούν την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των τριμερών σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, όπως και των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Γαλλίας, Ελλάδας-Ηνωμενων Αραβικων Εμιράτων και, φυσικά, των διμερών ελληνοαμερικανικών σχέσεων.

Παρά τα μισόλογα ορισμένων, κύρια αιτία, πέρα από την υβριδικότητα και τη ρευστότητα του διεθνούς επιπέδου, είναι, φυσικά, το συνεχές ξεδίπλωμα των ευρύτατων στρατηγικών στοχεύσεων της Τουρκίας, η οποία -παρά τις διακυμάνσεις, τα σφάλματα και τις υπερβολές- έχει αναδειχθεί σε δρώντα περιφερειακό αλλά με παγκόσμια ισλαμική προβολή. Δρώντα που, μέχρι στιγμής, μόνο το Ισραήλ φαίνεται ότι μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο ενός κέντρου του σχήματος για την ανάσχεσή του.   

Εν κατακλείδι

Παρά τα φαινόμενα, ο αναδυόμενος κόσμος εξακολουθεί και μετά την ρωσική εισβολή του 2022 να είναι πολυκεντρικός. Αυτό προκύπτει όχι μόνον από τις εξελίξεις πέραν της Δύσης και τις δύσκολες ισορροπίες στην Ασία και τον Παγκόσμιο Νότο αλλά και από τις ρωγμές στο εσωτερικό της Δύσης.

Ενώ στις ΗΠΑ τα όποια προβλήματα δεν σχετίζονται άμεσα με τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο (αντίθετα η ενεργειακή θέση των ΗΠΑ ενισχύεται), στην Ευρώπη η σχέση με τις ΗΠΑ -αμυντική, ενεργειακή, εμπορική, γεωπολιτική- οδηγεί σε εντάσεις και λύσεις που είναι κυρίως προσωρινές. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία αναζητά -μέχρι στιγμής επιτυχώς- εναλλακτικούς πελάτες.

Όπως αναμενόταν, η Κίνα και η Ινδία έχουν αυξήσει τις εισαγωγές αργού πετρελαίου από τη Ρωσία σε πολύ καλές τιμές. Μένει να φανεί εάν το νέο κύμα κυρώσεων θα αποφέρει, αυτή τη φορά, ουσιαστικούς καρπούς, παρά τη συνεχιζόμενη παραβίαση των κυρώσεων και από χώρες, όπως η Τουρκία, που υποτίθεται ότι ανήκουν στο πάλαι ποτέ δυτικό στρατόπεδο, ως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.  

Οι μετασχηματισμοί έχουν άμεσες αλλά και μακροχρόνιες διαστάσεις. Οι μακροχρόνιες αποκαλύπτουν βαθύτερες τάσεις, ορισμένες από τις οποίες καθίστανται εμφανείς σε κρίσιμες καμπές. Η αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε, έδωσαν την εντύπωση μιας κατάρρευσης που - σε τελική ανάλυση - επιβεβαίωνε την πολυσυζητημένη επιλεκτική αποδέσμευση των ΗΠΑ από περιοχές που άλλοτε αποτελούσαν σημεία αναφοράς.

Οι ανακατατάξεις στις στρατηγικές των δυνάμεων και τα υβριδικά στοιχεία του παρόντος, ρευστού διεθνούς περιβάλλοντος επιβάλλουν έναν θεωρητικό και ερευνητικό αναστοχασμό αναφορικά με την μεγάλη εικόνα και τις παραμέτρους που τη συνθέτουν αυτή τη χρονική στιγμή ενώ ενδέχεται να μειωθεί η σημασία τους την επόμενη (βλ. Κ Λάβδας, «Ο μετα-μονοπολικός πολυκεντρισμός και η ανάδυση της Ινδίας», σε Π. Ήφαιστος, επιμ., Το Διεθνές Σύστημα σε Ιστορική Μετάβαση, Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα, 2025).

Σε αυτό το υβριδικό πλαίσιο, οι διεθνείς σχέσεις εξακολουθούν να υποτάσσονται τελικώς στην λογική της διατήρησης, με κάθε μέσο, της ισορροπίας δυνάμεων. Ακριβέστερα, υποτάσσονται στη λογική διατήρησης της προσλαμβανόμενης ισορροπίας δυνάμεων.

Αν μια χώρα ισχυροποιείται προσφέροντας παράλληλα δείγματα για το πως αντιλαμβάνεται την μελλοντική χρήση της αυξανόμενης ισχύος της, οι γείτονές της θα συσπειρωθούν εναντίον της. Μη ενισχυόμενη με τρόπο ορατά συνεκτικό, αποφεύγοντας, εντούτοις, να συμπλεύσει με την αλλαγή της αμερικανικής στρατηγικής, η Ευρώπη μπαίνει στο περιθώριο ενώ, ταυτόχρονα, παίζει με τη φωτιά. Παράδοξος συνδυασμός με απρόβλεπτο μέλλον.

Σε αναλύσεις μας τα προηγούμενα χρόνια εξηγήσαμε γιατί ο πόλεμος οδηγούνταν σε αδιέξοδο και γιατί δεν είχε κανένα νόημα από αναλυτική άποψη η τάση (που υιοθετήθηκε επιπόλαια από αρκετούς αναλυτές, πολιτικούς και δημοσιογράφους στη Δύση) να παρουσιάζεται η συγκεκριμένη σύγκρουση ως μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, ανάμεσα στη Δημοκρατία και τον Αυταρχισμό, ανάμεσα στην Κανονιστικότητα και τον Αναθεωρητισμό.

Πέραν του γεγονότος ότι η εικόνα αυτή είναι παραπλανητικά απλοϊκή, είναι επιπλέον και εξαιρετικά επικίνδυνη. Διότι με τη σταδιακή επικράτησή της, αυτοπεριορίζεται η συζήτηση των στρατηγικών και τακτικών κινήσεων, λιγοστεύουν οι διπλωματικές επιλογές και στενεύει ο δρόμος των μελλοντικών δυνατοτήτων. Οι πραγματικές διαστάσεις διαστρεβλώνονται και τα ουσιαστικά διακυβεύματα παρανοούνται.

Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη σήμερα διευκολύνει τον Πούτιν αλλά όχι την ίδια, σίγουρα ούτε την Ουκρανία. Διευκολύνει τον Πούτιν στη διαιώνιση της πολεμικής φάσης της σύγκρουσης και το κάνει με τρόπο που παρουσιάζει κινδύνους. Αξιοποιώντας τις παλινωδίες και τους λεονταρισμούς της Ευρώπης και ισχυριζόμενος ότι κυρίως οι Ευρωπαίοι ευθύνονται για τα αδιέξοδα της διπλωματίας, ο Πούτιν εξακολουθεί πιθανόν να προσδοκά μια καλύτερη θέση στο πεδίο των μαχών με το τέλος του χειμώνα, την άνοιξη του 2026.

Αλλά αυτό ενέχει σοβαρούς κινδύνους σε πολλά επίπεδα. Όπως έχω γράψει στο παρελθόν, η έκβαση του Ουκρανικού θα επηρεάσει και τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί η ευρωατλαντική σχέση. Αν μεσοπρόθεσμα δεν υπάρξει λύση, το «διαζύγιο» Ευρώπης-ΗΠΑ θα είναι άσχημο, και -σε αυτό το αρνητικό σενάριο- θα συμπεριλαμβάνεται η αμερικανική καταγγελία ότι η Ευρώπη είναι υπεύθυνη για τον πόλεμο που συνεχίζεται. Με τη σειρά του, ο συνεχιζόμενος πόλεμος θα αυξήσει τόσο τις πιθανότητες γενικότερης ανάφλεξης όσο και τις περαιτέρω εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ευρώπης.


* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ. Βιβλία, άρθρα και παρεμβάσεις του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.