Από το 1979, όταν η Ισλαμική Επανάσταση μετέτρεψε το Ιράν σε δυστοπία, ένα στυγνό θεοκρατικό καθεστώς στραγγαλίζει τις ατομικές ελευθερίες στο εσωτερικό και εξάγει τρομοκρατία στο εξωτερικό. Στο όνομα της «Επανάστασης» και με διακηρυγμένο στρατηγικό στόχο την καταστροφή του Ισραήλ, οι μουλάδες έχτισαν επί δεκαετίες έναν «δακτύλιο της φωτιάς» από τον Λίβανο και τη Γάζα έως τη Συρία και την Υεμένη, διοχετεύοντας τεράστιους οικονομικούς πόρους σε μια εμμονική ιδεολογική «σταυροφορία» που άφησε τον ίδιο τον ιρανικό λαό βυθισμένο στη φτώχεια και τη διεθνή απομόνωση.
Μετά την 7η Οκτωβρίου και την επακόλουθη σύγκρουση με το Ισραήλ, τα «πλοκάμια» κόπηκαν ή αποδυναμώθηκαν, εκθέτοντας ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές αδυναμίες ενός καθεστώτος που, υπό τον γηραιό Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δείχνει να αγωνίζεται πλέον πρωτίστως για την ίδια του την επιβίωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν βιώνει σήμερα το πιο εκτεταμένο κύμα κοινωνικής αμφισβήτησης από την εξέγερση «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» του 2022-2023. Η απότομη κατάρρευση της ισοτιμίας του ιρανικού ριάλ έναντι του δολαρίου έχει εκτινάξει το κόστος ζωής, οδηγώντας τη χώρα στα όρια του υπερπληθωρισμού. Ο πληθωρισμός άγγιξε το 42,5% τον Δεκέμβριο, διαβρώνοντας μισθούς και αποταμιεύσεις σε μια οικονομία ήδη εξαντλημένη από χρόνια κακοδιαχείρισης, διεθνών κυρώσεων και πρόσφατων πολεμικών δαπανών. Ωστόσο, όπως φανερώνει η δυναμική των διαδηλώσεων, η οικονομική ασφυξία αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου της οργής.
Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν στα τέλη Δεκεμβρίου από καταστηματάρχες και εμπόρους στα παζάρια, επεκτάθηκαν γρήγορα στα πανεπιστήμια και στους φοιτητικούς χώρους και μέσα σε λίγες ημέρες έλαβαν χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής διαμαρτυρίας. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που έχει γνωρίσει το Ιράν από το 2022, με εικόνες από την Τεχεράνη να δείχνουν πλήθη να καταλαμβάνουν δρόμους και πλατείες. Τα συνθήματα που ακούγονται αποκαλύπτουν το βάθος της αμφισβήτησης: «Θάνατος στον δικτάτορα», ένα σύνθημα ταυτισμένο με την εξέγερση μετά τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί στα χέρια της «αστυνομίας ηθών», επανήλθε με ορμή. Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το «Αναπαύσου εν ειρήνη, Ρεζά Σαχ», τον πρώτο Σάχη του Οίκου του Παχλαβί, ιδρυτή της δυναστείας που ανατράπηκε το 1979 - σύνθημα που εκφράζει όχι απλώς νοσταλγία, αλλά την ανοιχτή απόρριψη της Ισλαμικής Δημοκρατίας ως ιστορικού αδιεξόδου.
Η κρατική απάντηση ακολουθεί το γνώριμο μοτίβο ενός καθεστώτος που συνδυάζει επιλεκτική διάθεση για διάλογο με ωμή καταστολή. Ο Ιρανός πρόεδρος, Μασούντ Πεζεσκιάν, που κατατάσσεται στους σχετικά πιο μετριοπαθείς κύκλους, δήλωσε ότι ζήτησε από τον υπουργό Εσωτερικών να ακούσει τα «νόμιμα αιτήματα» των διαδηλωτών, ενώ κυβερνητική εκπρόσωπος αναγνώρισε δημοσίως τις κινητοποιήσεις, αποδίδοντάς τες στις οικονομικές πιέσεις που υφίστανται οι πολίτες. Την ίδια στιγμή, βίντεο από την Τεχεράνη και άλλες πόλεις με τις δυνάμεις ασφαλείας να κάνουν χρήση δακρυγόνων και να προχωρούν σε συλλήψεις, δεν αφήνουν αυταπάτες ότι το καθεστώς δεν έχει εγκαταλείψει ούτε στιγμή το δόγμα της βίαιης καταστολής. Το προηγούμενο είναι σαφές: οι διαδηλώσεις του 2022 υποχώρησαν μόνο μετά τον θάνατο περίπου 500 ανθρώπων και τη σύλληψη χιλιάδων.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η σημερινή κρίση είναι προϊόν συσσωρευμένων παραγόντων. Η οικονομική δυσπραγία συνδέεται με δομικά προβλήματα, την κλειστή φύση της ιρανικής οικονομίας, τη διαφθορά και τις πολιτικές που ευνοούν το καθεστώς και τους μηχανισμούς ασφαλείας εις βάρος της κοινωνίας. Σε αυτά προστέθηκαν οι αυστηρότερες αμερικανικές προσπάθειες περιορισμού των ιρανικών πετρελαϊκών εξαγωγών και ο πόλεμος των 12 ημερών με το Ισραήλ τον Ιούνιο του 2025, κατά τον οποίο η κυβέρνηση κατέφυγε σε εσωτερικούς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να καλύψει το κόστος. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία εξαντλημένη, που βλέπει τα βασικά αγαθά να ακριβαίνουν και το μέλλον της να χάνεται, χωρίς καμία προοπτική ουσιαστικής μεταρρύθμισης όσο η Ισλαμική Δημοκρατία παραμένει «εκεί».
«Αν και αυτές οι διαδηλώσεις έχουν διαφορετικό έναυσμα από την εξέγερση 'Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία’, οι βασικές αιτίες παραμένουν ίδιες: συστημική κακοδιαχείριση, διαφθορά και καταστολή», σημειώνει η Χόλι Ντάγκρες από το Washington Institute for Near East Policy, υπογραμμίζοντας ότι για πολλούς Ιρανούς τα προβλήματα δεν έχουν και δεν θα έχουν λύση όσο το σημερινό καθεστώς διατηρείται στην εξουσία. Σε αυτό το κλίμα, θύματα εκτελέσεων, αστυνομικής βίας και θανάτων υπό κράτηση οργανώνονται σε ομάδες πίεσης, διεκδικώντας απόδοση Δικαιοσύνης από διεθνείς φορείς, καθώς τα εγχώρια δικαστήρια θεωρούνται ανίκανα ή απρόθυμα να αποδώσουν ευθύνες.
Η κοινωνική έκρηξη μαίνεται σε στιγμή κρίσης στην κορυφή της εξουσίας. Ο ανώτατος ηγέτης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, 86 ετών, εμφανίζεται εύθραυστος και βαθιά αντιδημοφιλής, και η συζήτηση για τη διαδοχή του δεν αποτελεί πλέον ταμπού. Πολλοί παρατηρητές θεωρούν ότι το Ιράν πλησιάζει σε μια πολιτική μετάβαση, με το 2026 να προβάλλει ως πιθανό ορόσημο. Το ενδεχόμενο αυτό, ωστόσο, συνοδεύεται από αβεβαιότητα. Μια αλλαγή ηγεσίας θα μπορούσε να ανοίξει δρόμους για άρση της καταστολής, επανεκκίνηση της διπλωματίας για τη διευθέτηση του ζητήματος του πυρηνικού και βαλλιστικού προγράμματος, εξομάλυνση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Άραβες γείτονες, καθώς και τερματισμό της χρηματοδότησης των δικτύων πληρεξουσίων. Θα μπορούσε όμως και να οδηγήσει στην παγίωση ενός ακόμη σκληρότερου καθεστώτος υπό την επιρροή των Φρουρών της Επανάστασης ή ακόμη και σε χάος με περιφερειακές επιπτώσεις.
Θεματοφύλακες της Ισλαμικής Επανάστασης του 1979 που έφερε στην εξουσία τον Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεΐνί και κράτος εν κράτει στο Ιράν έπειτα από τέσσερις δεκαετίες, οι Φρουροί -μισητοί από την πλειονότητα των Ιρανών- έχουν επιστρατευτεί πολλάκις για να εξοντώσουν κάθε φωνή αντίστασης απέναντι στον θεοκρατικό σκοταδισμό. Η μέθοδος, γνωστή και δοκιμασμένη. Πογκρόμ συλλήψεων, εκτελέσεις, εκφοβισμός στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας». Το Σώμα των Φρουρών της Επανάστασης είναι «σχεδιασμένο» για να προστατεύει το καθεστώς κόντρα στο λαό και ό,τι και αν συμβεί - ακόμη και εμφύλιος.
Στη συζήτηση περί πολιτικής μετάβασης ξεχωρίζει η ανάλυση του Νταν Σαπίρο, πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στο Ισραήλ και σήμερα διακεκριμένου συνεργάτη του Atlantic Council. Ο Σαπίρο, με πολυετή εμπειρία στη χάραξη πολιτικής για τη Μέση Ανατολή, υποστηρίζει ότι το Ιράν ενδέχεται να οδεύει προς μια πολυαναμενόμενη πολιτική μετάβαση, χωρίς όμως αυτή να είναι ούτε γραμμική ούτε εγγυημένη. Προειδοποιεί την Ουάσινγκτον να επικεντρωθεί σε «σχεδιασμό μετάβασης» και όχι στην επιβολή καθεστωτικής αλλαγής, η οποία, όπως τονίζει, μπορεί να προέλθει μόνο από τον ιρανικό λαό. Η προετοιμασία αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει τεχνική υποστήριξη, συντονισμό με διεθνείς εταίρους και ενδεχόμενη σταδιακή άρση κυρώσεων, ώστε μια μελλοντική μετάβαση να κατευθυνθεί προς τα λιγότερο επικίνδυνα σενάρια.
Όλα αυτά εκτυλίσσονται ενώ το Ιράν παραμένει υπό έντονη διεθνή πίεση. Μετά τον πόλεμο των 12 ημερών του Ιουνίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ κατέστρεψαν τμήματα των ιρανικών πυρηνικών και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, χωρίς όμως να εξαλείψουν πλήρως τις δυνατότητες της χώρας. Η Τεχεράνη διατηρεί αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου και προηγμένους φυγοκεντρητές, εκτός πλήρους διεθνούς επιτήρησης. Παρά τις απειλές για «σκληρή και οδυνηρή απάντηση» σε περίπτωση νέων επιθέσεων, το καθεστώς δείχνει προς το παρόν εγκλωβισμένο σε μια αμυντική στάση, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει τις δυνατότητές του και να αποφύγει μια νέα σύγκρουση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Η τελευταία συνάντηση Τραμπ-Νετανιάχου εξεπεμψε το μήνυμα πως η απάντηση θα είναι σκληρή αν το Ιράν εμμείνει στην ίδια πορεία.
Το ερώτημα αν το Ιράν βαδίζει προς καθεστωτική αλλαγή παραμένει ανοιχτό. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι το θεοκρατικό οικοδόμημα που χτίστηκε πριν από σχεδόν μισό αιώνα ίσως αντιμετωπίζει σήμερα τη σοβαρότερη πρόκληση από μια κοινωνία που δείχνει όλο και λιγότερο διατεθειμένη να συνεχίσει να πληρώνει το τίμημα μιας ιδεολογίας που υπόσχεται... σωτηρία, αλλά προσφέρει καταστολή, καταπίεση, φτώχεια και αέναη σύγκρουση.
