Η ιστορία έχει δείξει ότι οι μεγάλες αυτοκρατορίες δεν καταρρέουν μόνο από εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και από εσωτερικές αποδυναμώσεις, κυρίως οικονομικής φύσεως. Ένα μοτίβο καταστροφής επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες, ακολουθώντας σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια μια ακολουθία: στρατιωτική υπερεπέκταση, αλόγιστες δαπάνες, αλόγιστος δημόσιος δανεισμός, υποτίμηση του νομίσματος, πληθωρισμός, απώλεια εμπιστοσύνης και τελικά κατάρρευση. Παραδείγματα αυτής της πορείας αποτελούν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ισπανία, η Βρετανική Αυτοκρατορία και ενδεχομένως σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Κίνα.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε ένα από τα πιο διαρκή και ισχυρά κράτη της αρχαιότητας. Στο απόγειο της ισχύος της, το δηνάριο - το νόμισμά της - ήταν συνώνυμο του καθαρού αργύρου και άρα της εμπιστοσύνης. Όμως, η συνεχής επέκταση των συνόρων και οι αυξημένες στρατιωτικές και διοικητικές ανάγκες ώθησαν τη Ρώμη να υποτιμήσει το νόμισμά της. Από 100% καθαρός άργυρος, το δηνάριο κατέληξε να περιέχει μόλις 5%. Η υποτίμηση αυτή, αν και αρχικά εμφανίστηκε ως λύση ανάγκης, οδήγησε σε κατακόρυφη άνοδο των τιμών, κατάρρευση του εμπορίου και απόρριψη του νομίσματος από τους ίδιους τους στρατιώτες. Η οικονομική λειτουργία του κράτους αποσυντέθηκε, οδηγώντας στην οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους το 476 μ.Χ.
Η Πορτογαλία εξάντλησε τα ταμεία της προσπαθώντας να διατηρήσει στρατιωτικά οχυρά σε τέσσερις ηπείρους. Ο ανταγωνισμός από Ολλανδία, Βρετανία και Γαλλία εντάθηκε, ενώ η κρίση διαδοχής τη δεκαετία του 1530 αποσταθεροποίησε το βασίλειο. Μέχρι το 1580, η Πορτογαλία ενσωματώθηκε στην Ιβηρική Ένωση. Το πορτογαλικό ρεάλ, που κυριαρχούσε στο παγκόσμιο εμπόριο επί 80 χρόνια, εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από το ισπανικό ασήμι.
Η Ισπανία του 16ου και 17ου αιώνα, αν και είχε στην κατοχή της τεράστια αποθέματα αργύρου από τη Λατινική Αμερική, έπεσε θύμα της δικής της απληστίας. Η συσσώρευση πλούτου χωρίς παράλληλη παραγωγική επένδυση, η πολυτέλεια και οι συνεχείς πόλεμοι, οδήγησαν σε πληθωρισμό και διαδοχικές πτωχεύσεις. Η Ισπανία αναγκάστηκε να υποτιμήσει πολλές φορές το νόμισμά της και τελικά να χάσει την εμπιστοσύνη των πιστωτών της, επιφέροντας σταδιακά το τέλος της αυτοκρατορικής της ισχύος. Η ισπανική κυριαρχία διήρκεσε περίπου 110 χρόνια, από τη δεκαετία του 1530 ως τη δεκαετία του 1640.
Η Ολλανδία τον 17ο αιώνα εξελίχθηκε στο παγκόσμιο οικονομικό κέντρο. Το ολλανδικό γκίλντερ, στηριζόμενο σε καινοτομία και εμπόριο, έγινε de facto αποθεματικό νόμισμα της Ευρώπης. Η Τράπεζα του Άμστερνταμ εισήγαγε αποτελεσματικά διεθνή συστήματα πληρωμών. Οι Ολλανδοί πρωτοπόρησαν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, δημιουργώντας το πρώτο χρηματιστήριο, ασφάλειες ναυτιλίας και νέους θεσμούς. Από το 1642 έως το 1720 (78 χρόνια), το γκίλντερ κυριάρχησε στο εμπόριο, καλύπτοντας το ένα τρίτο των παγκόσμιων συναλλαγών.
Η Βρετανική λίρα στερλίνα, ενισχυμένη από τη βιομηχανική επανάσταση και την αποικιακή αυτοκρατορία, έγινε το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα για 224 χρόνια (1720–1944). Στο απόγειο της, πάνω από το 60% του παγκόσμιου εμπορίου γινόταν σε λίρες. Μέχρι το 1922, η Βρετανική Αυτοκρατορία ήλεγχε 458 εκατομμύρια ανθρώπους και το 25% της ξηράς. Η Βρετανική Αυτοκρατορία ακολούθησε έναν πιο σύγχρονο αλλά παρόμοιο δρόμο. Η συμμετοχή της σε δύο παγκόσμιους πολέμους χρηματοδοτήθηκε μέσω υπερβολικού δανεισμού. Η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού, η νομισματική υποτίμηση και οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις εμπιστοσύνης στη στερλίνα οδήγησαν στην αποδυνάμωση της οικονομικής ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου και στην αποδόμηση της αυτοκρατορίας του.
Το σύστημα του Bretton Woods προέβλεπε τη σύνδεση των νομισμάτων με το δολάριο, το οποίο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό στα 35 δολάρια ανά ουγκιά. Έτσι, το δολάριο αναδείχθηκε ως το νέο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Το 2000, πάνω από το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων ήταν σε δολάρια. Έως το 2024, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 57,8%. Η συμμετοχή ξένων επενδυτών στα αμερικανικά ομόλογα υποχώρησε από πάνω από 50% το 2008 σε μόλις 30% στις αρχές του 2025.
Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών σήμερα παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το δολάριο καθιερώθηκε ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ωστόσο, μετά το 1971, όταν καταργήθηκε ο χρυσός κανόνας, οι ΗΠΑ βασίστηκαν αποκλειστικά στην εμπιστοσύνη στην οικονομία τους. Τα τελευταία χρόνια, η υπερχρέωση, οι τεράστιες δημόσιες δαπάνες, η μαζική εκτύπωση χρήματος μέσω προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης» η κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος και ο πληθωρισμός, θυμίζουν εντόνως τις συνθήκες που προηγήθηκαν της κατάρρευσης προηγούμενων αυτοκρατοριών.
Η ύπαρξη πάνω από 750 στρατιωτικών βάσεων και διευκολύνσεων σε πάνω από 70 χώρες και η χρηματοδότηση πολλαπλών πολέμων με δανεικά κεφάλαια εντείνουν την πίεση. Παράλληλα, η απώλεια εμπιστοσύνης στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα ενισχύεται από την προώθηση εναλλακτικών νομισμάτων από χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, καθώς και από τον σχηματισμό νομισματικών ενώσεων όπως οι BRICS. Παρόλο που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας στο εγχείρημα τους.
H ιστορία των αυτοκρατοριών διδάσκει πως η κατάρρευση δεν προέρχεται μόνο από στρατιωτικές ή πολιτικές αποτυχίες, αλλά κυρίως από την οικονομική κακοδιαχείριση. Το μοτίβο είναι σαφές: απόλυτη ισχύς, επέκταση, ελλείμματα, πληθωρισμός, απώλεια εμπιστοσύνης, αδυναμία ανασυγκρότησης της οικονομίας οπότε ακολουθεί η κατάρρευση. Αν οι ΗΠΑ δεν λάβουν μέτρα αναδιάρθρωσης και αποκατάστασης της οικονομικής τους ισορροπίας, τότε η ιστορία είναι πιθανό να επαναληφθεί. Με ένα χρέος πάνω από 120% του ΑΕΠ και έλλειμμα ομοσπονδιακού προϋπολογισμού όπου δαπανά 1,8 τρις περισσότερα από ότι εισπράττει και με ετήσιες εκροές λόγω εμπορικού ελλείμματος περίπου $900 δις η κατάσταση φαίνεται ζοφερή.
Η Κίνα παρόλο που δεν ανακοινώνει πλέον πολλά από τα οικονομικά της στοιχεία, φαίνεται ότι έχει δημόσιο χρέος κατά πολύ μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της (ίσως και διπλάσιο) και έλλειμμα στο κρατικό προϋπολογισμό αρκετά πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Η μείωση των εξαγωγών της λόγω των δασμών που υφίσταται εξαιτίας των αθέμιτων πρακτικών που ακολουθεί στο διεθνές εμπόριο (τεχνική υποτίμηση νομίσματος, κρατική επιδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων, κεφαλαιακούς ελέγχους κ.λπ.), θα επιδεινώσει περαιτέρω την οικονομία της.
Η κατανόηση αυτής της ιστορικής αλληλουχίας είναι ένα εργαλείο πρόβλεψης και προειδοποίησης. Η οικονομική πραγματικότητα είναι αμείλικτη: κανένα κράτος δεν μπορεί να δανείζεται ή να τυπώνει χρήμα επ’ άπειρον χωρίς συνέπειες. Κυρίως δε όταν αυτά τα δάνεια δεν επενδύονται παραγωγικά με αποτέλεσμα να μην αποφέρουν ούτε καν την πληρωμή των τόκων. Το κόστος αυτών των πρακτικών μετακυλίεται στους πολίτες μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, της μείωσης της αγοραστικής δύναμης εξαιτίας του πληθωρισμού και της γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης.
Η επανάληψη του ίδιου μοτίβου σε διαφορετικούς αιώνες και γεωγραφικά πλαίσια, από τη Ρώμη μέχρι τις ΗΠΑ, και την Κίνα, υποδεικνύει ότι οι νόμοι της οικονομίας είναι διαχρονικοί και αναπόφευκτοι. Η πορεία της υπερκατανάλωσης, της υπερχρέωσης, της σπατάλης και της νομισματικής υποτίμησης οδηγεί αργά ή γρήγορα στην κατάρρευση.
Οι προσπάθειες διαστρέβλωσης της οικονομικής πραγματικότητας κυρίως για πολιτικούς λόγους είναι η βασική αιτία που οι χώρες συνεχίζουν να υπερχρεώνονται σαν μην υπάρχει αύριο. Η επίμονη άρνηση των αντιπολιτεύσεων να υψώσουν πολιτικές ελέγχου των κυβερνήσεων ώστε να αποτρέψουν την αύξηση του δημόσιου δανεισμού είναι προκλητική. Καθώς η αντιπολίτευση είναι πάντα η ελπίδα των λαών για ορθολογικότερη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, η απουσία τέτοιων πολιτικών στο πρόγραμμα της κάνει την αντιπολίτευση συνένοχη στην κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, διότι ουσιαστικά δηλώνει ότι όταν θα έλθει αυτή στην εξουσία δεν θα ήθελε η τότε αντιπολίτευση να την περιορίζει στη σπατάλη των δημοσίων πόρων.
Ουσιαστικά σημαίνει ότι θα συνεχιστεί η σπατάλη των χρημάτων των φορολογουμένων (που φορολογούνται τόσο βαριά), και θα λαμβάνονται και νέα δάνεια με σκοπό την επανεκλογή του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, αδιαφορώντας για την ηθική επιταγή που οι ηγεσίες πρέπει να έχουν: δηλαδή να κάνουν ορθολογικές επενδύσεις των δημοσίων πόρων σε βιώσιμες δαπάνες που θα έχουν αποδόσεις, ώστε να προστατεύσουν την ευημερία των πολιτών τους, αλλά και των επόμενων γενεών.
Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να διαφοροποιήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα από τους προκατόχους τους, είναι η ικανότητά τους να διδαχθούν από το παρελθόν και να δράσουν εγκαίρως να μεταρρυθμίσουν την οικονομία τους. Το ερώτημα είναι αν θα το κάνουν. Η ιστορία έχει δείξει ότι όποια αυτοκρατορία αγνόησε τα προειδοποιητικά σημάδια, πλήρωσε το τίμημα.
Συμπερασματικά, η ανασκόπηση της κατάρρευσης των αυτοκρατοριών μας δείχνει ότι η ισχύς δεν είναι διαρκής όταν βασίζεται σε επισφαλή οικονομικά θεμέλια. Η σημερινή παγκόσμια οικονομική δομή καθιστά την πιθανή κατάρρευση του δολαρίου όχι μόνο αμερικανικό, αλλά παγκόσμιο ζήτημα. Η Κίνα, επειδή το νόμισμά της δεν είναι αποθεματικό (παρά σε πολύ μικρό ποσοστό, 5%) είναι πιο αδύναμη να αντλήσει κεφάλαια και να αναδιαρθρώσει την οικονομική της πορεία. Η επαγρύπνηση, η οικονομική υπευθυνότητα και η προσαρμοστικότητα μέσα από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είναι οι μόνοι τρόποι για να αποφευχθεί μια νέα ιστορική οικονομική τραγωδία.
*Ο Ατσαλάκης Γιώργος, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων
