Ο νέος πρωθυπουργός της Γαλλίας, Σεμπαστιέν Λεκορνί, δήλωσε το Σάββατο στην εφημερίδα La Provence ότι αποσύρει την πρόταση του προκατόχου του για κατάργηση δύο δημόσιων αργιών, στο πλαίσιο μέτρων λιτότητας για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Η δήλωσή του ήρθε σε άμεση αντίδραση στην απόφαση του οίκου αξιολόγησης Fitch να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας σε A+, το χαμηλότερο επίπεδο που έχει λάβει ποτέ η χώρα.
«Πληρώνουμε το τίμημα της αστάθειας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Λεκορνί.
Η απόφαση της Fitch αυξάνει την πίεση στον νέο πρωθυπουργό μόλις λίγες ημέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα, καθώς καλείται να σχηματίσει νέα κυβέρνηση και να καταρτίσει τον προϋπολογισμό του 2026 - μέσα σε ένα εξαιρετικά διχασμένο κοινοβούλιο.
Ο Λεκορνί έχει ήδη δεσμευτεί να βρει «δημιουργικούς τρόπους» συνεργασίας με πολιτικούς αντιπάλους για να περάσει έναν προϋπολογισμό που θα μειώνει το χρέος, ενώ ταυτόχρονα υπόσχεται νέες πολιτικές κατευθύνσεις, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 10 Σεπτεμβρίου.
«Η νοοτροπία μου είναι απλή: Δεν θέλω ούτε αστάθεια ούτε στασιμότητα», είπε στην πρώτη του συνέντευξη από την ανάληψη των καθηκόντων του.
«Ο μελλοντικός προϋπολογισμός μπορεί να μην αντικατοπτρίζει πλήρως τις πεποιθήσεις μου… Στην πραγματικότητα, αυτό είναι σχεδόν σίγουρο!» πρόσθεσε, καλώντας σε «σύγχρονες, ειλικρινείς και υψηλού επιπέδου κοινοβουλευτικές συζητήσεις» με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τους Οικολόγους και το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Αναβρασμός από την υποβάθμιση της Fitch
Αν και η χώρα παραμένει σε επενδυτική βαθμίδα, η κίνηση αυτή φέρνει στο προσκήνιο τις αβεβαιότητες γύρω από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όπως αυτοί προβλέπονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Σε πολιτικό επίπεδο επικρατεί σχετική σταθερότητα, μετά τον πρόσφατο διορισμό νέου πρωθυπουργού – στενού συνεργάτη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο νέος πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί, διατηρεί και το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας, αναλαμβάνοντας διπλό ρόλο σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία.
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διόρισε τον Λεκορνί, συντηρητικό και πιστό σύμμαχο, για να σχηματίσει νέα κυβέρνηση μετά την καταψήφιση του Φρανσουά Μπαϊρού σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης, εξαιτίας των σχεδίων του για περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό.
Ο Λεκορνί γίνεται έτσι ο πέμπτος πρωθυπουργός του Μακρόν σε λιγότερο από δύο χρόνια, και αναλαμβάνει τη σχεδόν αδύνατη αποστολή να περάσει έναν περιορισμένο προϋπολογισμό από το κοινοβούλιο — δοκιμασίες που στοίχισαν τη θέση στους δύο προηγούμενους πρωθυπουργούς.
Το γαλλικό χρέος έχει βρεθεί υπό πίεση από τότε που ο Μπαϊρού ζήτησε την ψήφο εμπιστοσύνης τον περασμένο μήνα, γεγονός που ανέβασε το κόστος δανεισμού της χώρας κοντά σε εκείνο της Ιταλίας, η οποία έχει το δεύτερο υψηλότερο χρέος στην ευρωζώνη και πολύ χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση.
«Όταν τα επιτόκια αυξάνονται, έχουν άμεσο αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά αλλά και στη ζωή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Γι' αυτό η κυβέρνηση θα πρέπει να προτείνει στο κοινοβούλιο να διατηρήσει μια υγιή δημοσιονομική πορεία για τη Γαλλία. Είναι επίσης θέμα κυριαρχίας», κατέληξε ο Λεκορνί.
Στο επίκεντρο οι περικοπές και η κοινωνική συναίνεση
Η κυβέρνηση επανεκκινεί τον διάλογο με κοινωνικούς φορείς και τα πολιτικά κόμματα, με στόχο την προώθηση ενός φιλόδοξου αλλά αυστηρού προγράμματος λιτότητας, που προβλέπει περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ. Παράλληλα, εξετάζεται αναθεώρηση του σχεδίου, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η κοινωνική δυσαρέσκεια.
Στο τραπέζι έχουν τεθεί εναλλακτικές προτάσεις, όπως η αύξηση της φορολογίας στα υψηλά εισοδήματα, καθώς και η κατάργηση μέτρων που έχουν προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Το νομοσχέδιο για τον κρατικό προϋπολογισμό αναμένεται να συζητηθεί διεξοδικά στη Βουλή, με στόχο την ψήφισή του έως τις 31 Δεκεμβρίου, ώστε να τεθεί σε ισχύ από τον Ιανουάριο.
Η 18η Σεπτεμβρίου ως σημείο καμπής
Καθοριστικής σημασίας αναμένεται να είναι η 18η Σεπτεμβρίου, καθώς τα μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της χώρας έχουν εξαγγείλει μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις. Οι κινητοποιήσεις θα λειτουργήσουν ως βαρόμετρο για τη δυναμική του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και ως κρίσιμος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει τον ρυθμό και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων για τον προϋπολογισμό.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η γαλλική κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαίτηση των αγορών για δημοσιονομική πειθαρχία και στην κοινωνική ανάγκη για δικαιοσύνη και συνοχή. Το πολιτικό στοίχημα είναι μεγάλο – και η επόμενη περίοδος αναμένεται εξαιρετικά κρίσιμη για την πορεία της χώρας.
DW: Οι αγορές «τιμωρούν» τη Γαλλία: Νέα υποβάθμιση από Fitch
Υπενθυμίζεται ότι την Παρασκευή το βράδυ (μετά το κλείσιμο της Wall Street στις ΗΠΑ) ο οίκος Fitch ανακοίνωσε ότι υποβαθμίζει το αξιόχρεο της γαλλικής οικονομίας από AA- σε A+.
Η δημοσιονομική αβεβαιότητα, αλλά και η πολιτική αστάθεια που εμποδίζουν ακόμη και την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού είναι οι βασικότεροι λόγοι. Η Fitch αναφέρεται στην πρόσφατη παραίτηση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού και στην «εντεινόμενη πόλωση» που παρατηρείται στη γαλλική πολιτική.
Με βάση όλα αυτά, συμπεραίνει ο αμερικανικός οίκος, είναι μάλλον απίθανο να εφαρμοστούν τα απαραίτητα μέτρα εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών και να μειωθεί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού κάτω από το 3% μέχρι το 2029, σύμφωνα με τους διακηρυγμένους στόχους της γαλλικής κυβέρνησης.
Σε μία πρώτη- μάλλον αμήχανη- αντίδραση ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρντ δηλώνει ότι «λαμβάνει υπόψη του» τις ανακοινώσεις της Fitch και ότι ο νέος πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνού συνεχίζει τις διαβουλεύσεις, ώστε να προκύψει ικανή πλειοψηφία για την έγκριση προϋπολογισμού και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.
Το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρωζώνη
Δεν ήταν έκπληξη η υποβάθμιση, ούτε μπορούσε να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό αν αναλογιστεί τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών και ετών: Η Γαλλία, δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης έχει το τρίτο μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), με 114,1%, ενώ το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού ανέρχεται σε 5,8%.
Μάλιστα το ποσοστό του χρέους εκτιμάται να ανέλθει στο 120% μέχρι το 2030. Σημειωτέον ότι δυστυχώς η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει τη πρωτιά με 152,5% (κάτι που ασφαλώς οφείλεται και στην συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης, υπό το βάρος των περικοπών).
Αν κάνουμε συγκρίσεις σε απόλυτα μεγέθη, θα διαπιστώσουμε ότι το δημόσιο χρέος της Γαλλίας είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, καθώς έχει εκτοξευθεί στο ασύλληπτο ποσό των 3,34 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Είναι και αυτός ένας λόγος, που η απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου φτάνει πλέον στο 3,5%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 2009. Αντίστοιχο ρεκόρ καταγράφει το 30ετές ομόλογο, με απόδοση άνω του 4,5%.
Με απλά λόγια: Η Γαλλία δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να βρει δανειστές που θα αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη της, εκτός αν τους προσφέρει υψηλότερα επιτόκια για να τους δελεάσει. Ήδη όμως σήμερα πληρώνει για τοκοχρεολύσια περισσότερα από όσα διαθέτει για την Παιδεία.
Συγκρίσεις με την Ελλάδα
Κάποιοι αναλυτές διερωτώνται αν βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα κρίση χρέους, όπως εκείνη που ξέσπασε το 2010. Οι περισσότεροι επιμένουν ότι «η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα». Άλλωστε, υποτίθεται ότι η Ευρωζώνη είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό σε σχέση με το 2010.
Εκεί που ωστόσο υπάρχει σύγκριση με την Ελλάδα της κρίσης είναι ο τεράστιος δημόσιος τομέας, που φτάνει σήμερα στο 57% της γαλλικής οικονομίας. Το είχε επισημάνει η Fitch σε προηγούμενες αξιολογήσεις της γαλλικής οικονομίας. Αυτό προσπάθησε να διορθώσει και ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού, αλλά ατύχησε.
Η νέα υποβάθμιση του αξιόχρεου της γαλλικής οικονομίας, αναμένεται να έχει ευρύτερες συνέπειες και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα ενόψει των κρίσιμων διαβουλεύσεων για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών.
Χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Δανία θα κάνουν ό,τι μπορούν για να διαφυλάξουν ως «κόρη οφθαλμού» την άριστη αξιολόγηση ΑΑΑ που ακόμη διατηρούν μέχρι σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι ενισχύεται μία ούτως η άλλως ισχυρή νοοτροπία δημοσιονομικής εγκράτειας, που δεν ευνοεί πρωτοβουλίες για κοινή ανάληψη χρέους, όπως ζητούν οι οικονομικά ασθενέστερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.