Οι περιορισμένοι πολιτικοί κίνδυνοι σε συνδυασμό με τη βελτίωση των δημοσιονομικών και την μείωση του χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, φέρνουν την Ελλάδα σε μία από τις πρώτες ευρωπαϊκές θέσεις της προτίμησης των ξένων οίκων, όπως η Barclays, σε ότι αφορά τα ομόλογα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του βρετανικού οίκου για το 2025 είχε δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο θέμα της συνέχισης της σύγκλισης των spreads της περιφέρειας με τον βασικό «πυρήνα» της ευρωζώνης. Η εξάλειψη των διακρίσεων ανάμεσα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και τον πυρήνα, σήμερα, έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο από τις προβλέψεις. Επιπρόσθετα, η στροφή της Γερμανίας προς τα δημοσιονομικά κίνητρα, η οποία δεν ήταν αναμενόμενη, έχει δώσει μεγαλύτερο περιθώριο για τη μείωση των διαφορών των αποδόσεων των ομολόγων της περιφέρειας με τα Bunds.
Barclays: Περαιτέρω συμπίεση των spread
Ειδικότερα, σε ότι αφορά την Ελλάδα, η Barclays τονίζει, ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η συνετή δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να πιέσουν περισσότερο τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και να δώσουν περισσότερη σημαντική στήριξη στους κρατικούς τίτλους.
Τα ελληνικά spreads, τα οποία σήμερα βρίσκονται στο επίπεδο των 60 μονάδων βάσης, κατά την Barclays προσφέρουν μικρότερο περιθώριο για απότομη συμπίεση από ό,τι στο παρελθόν. Όμως, η Barclays εξακολουθεί να βλέπει νέα περιθώρια για περαιτέρω συμπίεση, ειδικά τη στιγμή που ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει σε σταθερή καθοδική τροχιά και η υπεραπόδοση της ανάπτυξης αναμένεται να συνεχιστεί το 2026.
Στην πολιτική κατάσταση, οι κίνδυνοι φαίνονται περιορισμένοι, σύμφωνα με την Barclays καθώς «το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας κατέχει ισχυρό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις με τις εκλογές να έχουν προγραμματιστεί για το 2027».
Σε ό,τι αφορά το εύρος συναλλαγών, τοποθετεί το spread μεταξύ του ελληνικού 10ετούς ομολόγου και του 10ετούς γερμανικού στις 45 με 70 μονάδες βάσης κατά τη διάρκεια του 2026, με τα περιθώρια συμπίεσης να είναι λίγο μεγαλύτερα, μακροπρόθεσμα.
BofΑ: «Overweight» οι ελληνικές μετοχές
Η Bank of America, από την πλευρά της μεταξύ των 50 ελληνικών μετοχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως overweight και στις οποίες εντοπίζει χαμηλές τοποθετήσεις των διεθνών funds, ξεχωρίζει δύο, την Metlen και τη ΔΕΗ.
Αντιθέτως, επτά ελληνικές μετοχές, οι Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, Eurobank, Alpha Bank, ΟΠΑΠ, Jumbo και ΟΤΕ, τοποθετούνται στη λίστα με τις 50 μετοχές στις οποίες σημειώνονται οι περισσότερες overweight τοποθετήσεις των funds.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, οι αναλυτές της BofA παραμένουν θετικοί για το 2026, εκτιμώντας πως οι δύο ισχυροί καταλύτες για τις μετοχές τους θα είναι οι διανομές κεφαλαίου και οι στοχευμένες (bolt-on) συμφωνίες για εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Μάλιστα, πρόσφατα η BofA προχώρησε και σε αύξηση των τιμών στόχων για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, διατηρώντας για όλες σύσταση «αγοράς» (buy).
Για την Eurobank η νέα τιμή στόχος τοποθετήθηκε στα 4,86 ευρώ από 4,64 ευρώ που ίσχυε, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 8,85 ευρώ από 8,01, για την Alpha Bank στα 4,12 ευρώ από 3,90 ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα στα 13,88 ευρώ από 13,04 ευρώ.
Morgan Stanley: Δημοφιλής η ελληνική αγορά
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η Morgan Stanley, η οποία και προβλέπει ότι για το 2026 οι ελληνικές μετοχές θα μπουν στο ραντάρ των χαρτοφυλακίων που επενδύουν στις αναπτυγμένες αγορές, με την προοπτική, όπως ανακοίνωσε ο FTSE ότι η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί τον Σεπτέμβριο του 2026.
H Morgan Stanley εκφράζει και αυτή την άποψη ότι η Ελλάδα λόγω της ευνοϊκής μακροοικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και των μη απαιτητικών αποτιμήσεων είναι αρκετά δημοφιλής γι΄αυτή εν μέσω των αναδυόμενων αγορών.
Η Mοrgan Stanley στέκεται στις μειώσεις φόρων που εφαρμόζει η Ελλάδα, σπάνιο φαινόμενο στην Ευρώπη, το οποίο θα πρέπει να υποστηρίξει την κατανάλωση. Ακόμη, όπως επισημαίνει, προτιμά την απόκτηση έκθεσης στην Ελλάδα μέσω των τραπεζικών τίτλων.
Οι αναλυτές της Morgan Stanley της προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας στο 2% την περίοδο 2026-27, σχεδόν διπλάσια από τον ρυθμό της Ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι οι βασικοί παράγοντες της μακροοικονομικής υπεραπόδοσης. Το RRF υποστηρίζει την κατανάλωση και παρόλο που το πρόγραμμα λήγει τον Δεκέμβριο του 2026, η Morgan Stanley αναμένει ότι τα επίπεδα επενδύσεων θα παραμείνουν ισχυρά το 2027.
Όπως τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα, οι ελληνικές μετοχές παραμένουν φθηνές σε σχέση με την Ευρώπη, ενώ τα κρατικά ομόλογα έχουν ήδη καλύψει σημαντικό έδαφος.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου διαπραγματεύεται σύμφωνα με την ευρωπαϊκή περιφέρεια και είναι ακόμη χαμηλότερη από τη Γαλλία και την Ιταλία, ενώ το spread έναντι του Bund συνεχίζει να μειώνεται. Εν τω μεταξύ, οι ελληνικές μετοχές εξακολουθούν να έχουν περισσότερο περιθώριο να καλύψουν σε σχέση με τις ευρωπαϊκές μετοχές.
Σε ό,τι αφορά τα spread, οι αναλυτές της Morgan Stanley φαίνονται λίγο πιο αισιόδοξοι από αυτούς της Barclays, βλέποντας ότι θα συνεχίσουν να μειώνονται, δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους, έχουν επιστρέψει στις πληρωμές μερισμάτων και προσφέρουν ανθεκτικές προοπτικές ανάπτυξης.
