Τρεις διαφορετικές υποθέσεις με διαρροές ιδιωτικών συνομιλιών έχουν προκαλέσει πολιτικό σεισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποκαλύπτοντας ρατσιστικά, αντισημιτικά και βίαια μηνύματα από πρόσωπα που κινούνται σε όλο το ιδεολογικό φάσμα.
Τα μηνύματα – που εστάλησαν σε ιδιωτικές ομαδικές συνομιλίες αλλά έγιναν δημόσια – περιλαμβάνουν φυλετικές προσβολές, ύμνους στους Ναζί και απειλές πολιτικής βίας. Η δημοσιοποίησή τους εγείρει ερωτήματα για το πώς πολιτικά πρόσωπα αισθάνονται άνετα να εκφράζονται έτσι, παρά τον κίνδυνο διαρροής και κοινωνικής κατακραυγής.
Οι αποκαλύψεις εντείνουν την ανησυχία οργανώσεων και ειδικών για τη σταδιακή κανονικοποίηση της βίαιης και ρατσιστικής ρητορικής στην αμερικανική δημόσια ζωή – παρά τους δεκαετίες αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Politico (14 Οκτωβρίου), ομάδα περίπου δώδεκα νεαρών Ρεπουμπλικανών ηγετών αντάλλασσε στο Telegram ρατσιστικά και αντισημιτικά σχόλια μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, χαρακτηρίζοντας τους μαύρους «μαϊμούδες» και έναν εξ αυτών να δηλώνει: «Λατρεύω τον Χίτλερ».
Λίγες ημέρες νωρίτερα, το National Review είχε δημοσιεύσει διαρρεύσαντα μηνύματα του Τζέι Τζόουνς, υποψηφίου των Δημοκρατικών για τη θέση του γενικού εισαγγελέα της Βιρτζίνια, στα οποία το 2022 έγραφε ότι ένας Ρεπουμπλικανός «πρέπει να εκτελεστεί» και ότι θα «ουρήσει στους τάφους» των αντιπάλων του.
Την ίδια εβδομάδα, ο υποψήφιος του Ντόναλντ Τραμπ για επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ειδικού Συμβούλου, Πολ Ινγκράσια, απέσυρε την υποψηφιότητά του ύστερα από αποκαλύψεις ότι σε ιδιωτική συνομιλία είχε περιγράψει τον εαυτό του ως άτομο με «ναζιστική φλέβα».
Ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας και «κουλτούρα των Edgelords»
Ο Άλεξ Τέρβι, κοινωνιολόγος και αρθρογράφος στο Social Media and Society, εξήγησε ότι τέτοιες συνομιλίες αντανακλούν την ψευδαίσθηση ασφάλειας που προσφέρει το διαδίκτυο. «Νιώθουν ότι πρόκειται για ιδιωτικό λόγο», είπε. «Αλλά ουσιαστικά στοιχηματίζουν ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα τους προστατεύουν για πάντα».
Ο Ρις Πεκ, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτισμού των ΜΜΕ στο City University της Νέας Υόρκης, σημείωσε ότι η ρητορική του Τραμπ έχει αλλάξει τα όρια του πολιτικού λόγου: «Πολλά από όσα θεωρούνταν αδιανόητα πριν το 2017, σήμερα αντιμετωπίζονται ως επιτρεπτά».
Ο ίδιος συνέδεσε τη ρητορική πρόκλησης με την «κουλτούρα των Edgelords», όπου οι συμμετέχοντες σε ομάδες συνομιλιών επιδιώκουν να σοκάρουν, για να δείξουν ότι “ανήκουν”. «Αν μπορείς να είσαι προκλητικός, να λες το ανείπωτο, αποδεικνύεις την ταυτότητα της ομάδας», είπε. «Αυτό είναι κεντρικό στοιχείο του τραμπισμού».
Η Ομοσπονδία Μαύρων Συντηρητικών, οργάνωση που στήριξε την καμπάνια Τραμπ, κάλεσε τους Ρεπουμπλικάνους ηγέτες να καταδικάσουν τις συνομιλίες των νεαρών μελών «χωρίς δικαιολογίες».
Ο Χακίμ Τζέφερσον, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Στάνφορντ, υποστήριξε ότι ο Τραμπ «έδωσε κάλυψη» σε τέτοιες εκφράσεις. «Όταν ο ίδιος ο πρόεδρος μιλά έτσι, δίνει χώρο στους άλλους να μιμηθούν τη συμπεριφορά του», είπε.
Από την πλευρά του, ο Λευκός Οίκος, μέσω της εκπροσώπου Άμπιγκεϊλ Τζάκσον, υπερασπίστηκε τον πρώην πρόεδρο, λέγοντας πως «ο Τραμπ έχει δίκιο να καταγγέλλει εγκληματίες που εισβάλλουν στη χώρα και σκοτώνουν Αμερικανούς πολίτες».
Ο ίδιος ο Τραμπ επιτέθηκε στον Τζόουνς, δηλώνοντας ότι «δεν θα έπρεπε καν να του επιτρέπεται να είναι υποψήφιος».
Απολύσεις, παραιτήσεις και πολιτικές συνέπειες
Τα σκάνδαλα προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και στα δύο κόμματα. Ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, αν και χαρακτήρισε τις συνομιλίες των νεαρών Ρεπουμπλικανών «πραγματικά ανησυχητικές», μίλησε για «υπερβολική ευαισθησία» εκ μέρους των επικριτών, χαρακτηρίζοντας τους εμπλεκόμενους «παιδιά».
Η υπόθεση του Τζόουνς είχε άμεσο πολιτικό αντίκτυπο: δημοσκόπηση της Washington Post έδειξε ότι η στήριξη προς το πρόσωπό του κατέρρευσε, μετατρέποντας μια αναμέτρηση που φαινόταν εξασφαλισμένη σε ντέρμπι. Ο ίδιος δήλωσε «ντροπή και μεταμέλεια» και ζήτησε συγγνώμη από τον πρώην πρόεδρο της Βουλής της Βιρτζίνια, Τοντ Γκίλμπερτ, τον οποίο είχε στοχοποιήσει.
Πολλοί από τους νεαρούς Ρεπουμπλικανούς που συμμετείχαν στην επίμαχη συνομιλία έχασαν τις θέσεις τους σε πολιτικά γραφεία ή αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Ανάμεσά τους και ένας γερουσιαστής από το Βερμόντ.
Η διάλυση της οργάνωσης
Στις 2.900 σελίδες των διαρροών, καταγράφονται αναφορές σε μαύρους ως «λαό του καρπουζιού», σχόλια για βιασμούς και υπαινιγμοί περί θαλάμων αερίων.
Πολλά από τα μέλη ανήκαν στη Λέσχη Νέων Ρεπουμπλικανών της Νέας Υόρκης, η οποία διαλύθηκε από την πολιτειακή επιτροπή του κόμματος. Ο πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας, Χέιντεν Πάτζετ, κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους να παραιτηθούν, τονίζοντας ότι «τέτοιες συμπεριφορές είναι ντροπιαστικές και αντίθετες με τις αξίες του κινήματος».
Η υπόθεση του Ινγκράσια επιτάχυνε το πολιτικό κόστος. Το Politico αποκάλυψε ότι είχε δηλώσει σε ιδιωτική συνομιλία πως «η εορτή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ πρέπει να καταργηθεί και να σταλεί στην κόλαση όπου ανήκει». Ο δικηγόρος του, Έντουαρντ Άντριου Πάλτσικ, υποστήριξε πως τα μηνύματα ίσως έχουν αλλοιωθεί, ενώ αν είναι αυθεντικά, «διαβάζονται ως σατιρικό και αυτοειρωνικό χιούμορ».
