Πολύ ωραίο – ιταλικό - στιλ λες αβίαστα όταν βλέπεις το Fiat Grande Panda που οδηγήσαμε πρόσφατα. Ένα ολοκαίνουργιο μοντέλο που έρχεται να ξαναβάλει την εταιρία στο παιχνίδι των μικρών, αλλά πολύ πρακτικών, ευρύχωρων και συμφερόντων, θα λέγαμε, αυτοκινήτων. Ένα ευέλικτο SUV που αξιοποιεί την υβριδική τεχνολογία της Stellantis για να προσφέρει άνεση, ευκολία οδήγησης, σβελτάδα – έτοιμο να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα της πόλης αλλά και ικανό να κινηθεί άφοβα πέρα από το αστικό τοπίο.
Να ‘μαστε λοιπόν αντιμέτωποι ξανά με το Fiat Panda που μεγάλωσε και έγινε Fiat Grande Panda, φιλοδοξώντας να έχει μια πορεία και απήχηση αντίστοιχη με αυτή του εμβληματικού προκατόχου του. Αυτό το επιχειρεί καταρχάς δανειζόμενο το σχεδιαστικό DNA του πρώτου μικρού, προσιτού κι ευέλικτου εκείνου αυτοκινήτου πόλης. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα… τετραγωνισμένο σουπερμίνι - συγνώμη SUV, διότι πλέον με 183mm απόστασης από το έδαφος δεν λες το καινούργιο μικρό Fiat, σουπερμίνι αλλά SUV πόλης (B-SUV), χαρακτηριστικό που του δίνει έξτρα πόντους στην εμπορική αρένα λόγω της τάσης των σύγχρονων αγοραστών προς αυτού τους είδους τα μοντέλα.

Με το μήκος του στα 3.999 mm, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχει φτιαχτεί για να οργώνει την Ελλάδα και την Ευρώπη αξιοποιώντας το Δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, αν και δεν έχει πρόβλημα να ταξιδέψει ξεκούραστα, μιας και δεν του λείπει ούτε η ισχύς, ούτε το «πάτημα» και τα δυναμικά χαρακτηριστικά που προσφέρουν ευστάθεια στις υψηλές ταχύτητες. Κακά τα ψέματα όμως, το μεγάλο προσόν του νέου Fiat Grande Panda δεν είναι μόνο η ευελιξία στο αστικό περιβάλλον, που προκύπτει από τις compact διαστάσεις καθ’ αυτές, αλλά και η ασφάλεια της μεγάλης απόστασης από το έδαφος, που βοηθάει πολύ να αντιμετωπίζει κανείς τις κακοτοπιές της καθημερινότητας (βλ. λακούβες και όχι μόνον…).
Η συγγένεια με το καινούργιο Citroen C3 δεν είναι κρυφή, προϊόντα του ίδιου Ομίλου Stellantis είναι και τα δύο – «πατάνε» στην ίδια πλατφόρμα Smart Car και μοιράζονται μηχανικά και ηλεκτρικά μέρη. Στην πράξη όμως δεν δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις τις διαφορές, οι οποίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την εμφάνιση και τη σχεδίαση μέσα-έξω. Για παράδειγμα, ο πίσω χώρος του Fiat Grande Panda μπορεί να μην είναι συγκλονιστικός για τα δεδομένα των supermini και των B-SUV (τα τελευταία είναι αλήθεια ότι κατά κανόνα έχουν μεγαλύτερες εξωτερικές διαστάσεις), ωστόσο είναι αλήθεια πως έχεις να κάνεις με απολύτως επαρκείς χώρους για ψηλού αναστήματος επιβάτες που θα βρεθούν πίσω από ψηλούς οδηγούς - το «ψηλό» το τοποθετούμε στο 1,85m και πάνω -, ενώ παράλληλα διαπιστώνεις πως το καινούργιο Fiat προσφέρει ένα από τα πιο βολικά ανοίγματα για την είσοδο στο πίσω κάθισμα που μπορεί να βρει κανείς σε αυτοκίνητο με μήκος 4,0 μέτρα!

Στην καμπίνα εννοείται ότι υπάρχουν άφθονα σχεδιαστικά στοιχεία που προσδίδουν στο νέο μοντέλο της Fiat ένα παιχνιδιάρικο χαρακτήρα, αλλά σίγουρα υπάρχει διάχυτο και το στοιχείο της πρακτικότητας και το λέμε αυτό παρόλο που θα θέλαμε στις πλευρικές θήκες τις πόρτες να μπορούσαμε να βάλουμε ένα μικρό μπουκάλι νερό – κάτι που είναι αδύνατο με την υπάρχουσα διαμόρφωση. Υπάρχει πάντως ένας δεόντως μεγάλος (για τα δεδομένα της κατηγορίας) χώρος αποσκευών 353 λίτρων, διπλό ντουλαπάκι συνοδηγού (πάνω- κάτω), αλλά και ραφάκι για μικροπράγματα στο ταμπλό, μπροστά από το συνοδηγό - κάτι το οποίο δεν το συναντάμε και τόσο συχνά. Σημειώστε ότι οι αποθηκευτικοί χώροι για μικροαντικείμενα έχουν συνολικό όγκο 13 λίτρων.

Πάνω απ’ όλα βέβαια θα λέγαμε ότι το εσωτερικό είναι εξαιρετικά ευχάριστο και μοντέρνο έχοντας καταφέρει να δανειστεί στοιχεία από εκείνο το αρχέτυπο Fiat Panda της δεκαετίας του ‘80, ενώ στην πλούσια έκδοση της δοκιμής έχει στοιχεία που του δίνουν κι έναν αέρα πολυτελείας. Ήδη από τη βασική του έκδοση το Grande Panda διαθέτει ψηφιακό πίνακα οργάνων 10 ιντσών, ενώ η προαιρετική οθόνη αφής για τον χειρισμό του συστήματος πολυμέσων έχει διαγώνιο 10,25 ιντσών.
Κατά τ ’άλλα το υβριδικό 48V σύστημα κίνησης των 110 ίππων (συνδυασμένη ισχύς που προκύπτει από τον κινητήρα βενζίνης των 100 HP και τον ηλεκτροκινητήρα των 28 HP που είναι ενσωματωμένος στο 6-άρι αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη) λειτουργεί αρκετά πολιτισμένα χωρίς να γίνεται ενοχλητική η 3-κύλινδρη χροιά του υπερτροφοδοτούμενου βενζινοκινητήρα και προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αυτό που υπόσχεται η Stellantis, με το 60% των διαδρομών στην πόλη να είναι ηλεκτρικό. Και είναι αλήθεια ότι αρκετές φορές ξεκινάς με τον ηλεκτροκινητήρα, τον οποίο ακούς να δουλεύει ανακτώντας ενέργεια όταν σηκώνεις το πόδι από το πεντάλ του γκαζιού. Ωστόσο η κατανάλωση που βλέπεις είναι μεγαλύτερη από αυτή που περιμένεις σε ένα υβριδικό αυτοκίνητο αυτού του μέγεθος (7,0 – 8,0 λίτρα/100 χλμ. ανάλογα με τις συνθήκες είδαμε εμείς). Εκείνο πάντως που δεν αμφισβητείται είναι η ευκολία την οποία σου προσφέρει αλλά και η ευχάριστη οδήγηση που προκύπτει από το γεγονός ότι δε χρειάζεται να ασχολείσαι με αλλαγές ταχυτήτων μέσα στην πόλη.

Οδηγώντας εκτός πόλης και σε μια ορεινή διαδρομή με στροφές, συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις τη δυνατότητα να για χειροκίνητες σειριακές αλλαγές ταχυτήτων, κάτι που προσφέρεται σε άλλα μοντέλα της Stellantis με το ίδιο υβριδικό σύστημα κίνησης. Όχι πως αυτό είναι… καταστροφικό αλλά σίγουρα είναι κάτι που το αναζητήσαμε και μία δυνατότητα η οποία – όταν υπάρχει - σου επιτρέπει να αξιοποιήσεις 100% τις δυνατότητες του αυτοκινήτου.
Δεν υπάρχει ούτε η δυνατότητα επιλογής drive mode, από κάποιο σύστημα παραμετροποίησης και προσαρμογής των βασικών λειτουργιών στις συνθήκες και στις διαθέσεις του οδηγού. Υπάρχει όμως η επιλογή «L» (σ’ αυτόν τον ιδιόμορφο επιλογέα του συστήματος κίνησης) με το πάτημα ενός κουμπιού - χάρη στην οποία το κιβώτιο «κρατάει» τις σχέσεις για μεγαλύτερο διάστημα, επιτρέποντας σου να φρενάρεις με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε μια κατηφορική διαδρομή.

Σε γενικές γραμμές πάντως το αυτοκίνητο δείχνει ότι μπορεί να κινηθεί γρήγορα και είναι αρκετά καλά στημένο, χωρίς να γέρνει ιδιαίτερα στις στροφές, αν και το γεγονός ότι κάθεσαι πιο ψηλά από ότι συνήθως μπορεί να σου… κόψει τη φορά. Το αυτοκίνητο πάντως «πατάει» πειστικά, στρίβει πολύ καλά και φρενάρει αποτελεσματικά.
Μετά απ’ όλα αυτά, σκέφτεται κανείς ότι ενδεχομένως, η πλούσια έκδοση “La Prima” της δοκιμής μας (που κοστίζει 24.400 €), με το υβριδικό σύστημα κίνησης και το ενσωματωμένο στάνταρ αυτόματο κιβώτιο που «ξεκουράζει» τον οδηγό, θα μπορούσε να είναι η επιλογή για δεύτερο αυτοκίνητο ενός αγοραστή, ο όποιος έχει την οικονομική άνεση να έχει ένα μεγαλύτερο αυτοκίνητο και θέλει στις καθημερινές του μετακινήσεις να έχει ένα μικρό, ευέλικτο και όμορφο αυτοκίνητο πόλης. Ωστόσο το Grande Panda μπορεί να παίξει ένα γενικότερο ρόλο.

Σε τελική ανάλυση μιλάμε για ένα μοντέρνο, ευχάριστο και πλήρως συμβατό με τις ανάγκες της καθημερινής μετακίνησης αυτοκίνητο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τιμοκατάλογος του Fiat Grande Panda 1.2 Hybrid στη βασική έκδοση “Pop” ξεκινάει από τα 20.800 ευρώ με ένα απόλυτα ικανοποιητικό επίπεδο εξοπλισμού (υπάρχει ψηφιακός πίνακας οργάνων 10”, πίσω αισθητήρες παρκαρίσματος, θύρα USB, connected services, κλιματισμός, αυτόματα φώτα, κάθισμα οδηγού με ρύθμιση σε ύψος, τιμόνι με ρύθμιση σε ύψος και απόσταση, καθώς και δύο βάσεις Isofix στα πίσω καθίσματα) και το αυτοκίνητο να καλύπτεται από 5 χρόνια εγγύηση (ή 75.000 km) και 5ετή οδική βοήθεια. Και προφανώς το νέο Fiat αυτά τα χρήματα τα αξίζει 100% - τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα της αγοράς.
Αν θέλετε περισσότερες πληροφορίες για τις υπόλοιπες εκδόσεις του Fiat Grande Panda μπορείτε να κάνετε κλικ εδώ.

