Γιατί δεν έχουμε ακόμη βουλιάξει;

Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε, είπε ο «παρεξηγημένος» ΓΑΠ. Πολλά μπορείτε να του χρεώσετε, αλλά θα πρέπει να του  αναγνωρίσετε ότι ώρες – ώρες είχε αυτό που λέμε έμπνευση ή αλλιώς επαφή με το υπερβατικό. Το ερώτημα είναι αν αλλάξαμε. Κι αν όχι γιατί δεν βουλιάξαμε. Λέτε να είναι αλήθεια ότι η «Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» ή μήπως δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα του λογαριασμού;

Εκείνο που θεωρούμε ως κεκτημένα τα πάντα, μας ξεπερνάει. «Ελλάδα», για παράδειγμα, δεν υπήρξε για 2 χιλιάδες χρόνια! Χρειάστηκε να έρθει το σωτήριο έτος 1821 για να αναστηθεί. Διακόσια χρόνια αργότερα δεν είμαστε ακόμη σίγουροι περί τίνος πρόκειται. Αν έχουμε κράτος ή εξακολουθούμε να είμαστε ένα άτακτο τσούρμο κλεφτών και αρματολών. Και πολύ φοβόμαστε ότι το μέγα αυτό φιλοσοφικό θέμα δεν πρόκειται να το λύσει ούτε μία Γιάννα Αγγελοπούλου.

Ωστόσο, εκεί πρέπει να βρίσκεται η λύση του γρίφου: Όσο το σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν λέει να  αποκτήσει μία οργάνωση δυτικού τύπου, όσο επιμένει να λειτουργεί όπως όταν η μικρή αυτή γωνιά του κόσμου ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόσο πιο πολύ θα απομακρύνεται από το σημείο του σωσμού. Αν λοιπόν κάτι πρέπει να αλλάξουμε είναι την αίσθηση που έχουμε περί κράτους και δικαιοσύνης. Θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε; Μπορούμε να αποδεχτούμε τους νόμους να λειτουργούν το ίδιο για όλους μας; Ή ο ατομικισμός μας θα είναι η τελευταία σφαίρα που φυλάμε στην θαλάμη του όπλου, έχοντας το στραμμένο προς τον κρόταφό μας;

Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε! Ή γίνεται μία επανάσταση του αυτονόητου ή μας παίρνει αυτονόητα ο διάολος. Ας μην θεωρούμε κάτι δεδομένο. Ούτε το επίπεδο ζωής μας, ούτε καν κι αυτά τα σύνορα. Είμαστε στο όριο. Ένα βήμα πριν την σωτηρία κι ένα ακόμη πριν βουτήξουμε στην άβυσσο.

Θα το έχετε διαβάσει πολλές φορές αυτό τα τελευταία δέκα χρόνια. Αλλά στην άβυσσο δεν πέσαμε, παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε αλλάξει! Ναι, αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς. Τα τελευταία δέκα χρόνια που εμείς παλεύουμε να κρατηθούμε στην άκρη του γκρεμού, ο υπόλοιπος κόσμος κατακτά νέα ύψη. Τι θα μας συμβεί, όμως, αν βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα οικονομική κρίση που θα κάνει δυσμενέστερο το διεθνές περιβάλλον;  Επίσης, θεωρούμε δεδομένα τα σύνορα, επειδή πιστεύουμε ότι η Ευρώπη θα υπερασπιστεί ένα μέλος της στην κρίσιμη ώρα. Πόσο σίγουροι είμαστε γι αυτό το τελευταίο;

Αυτό που σίγουρα απαιτείται είναι μία πανστρατιά. Δεν είναι θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη απαγορεύεται να αποτύχει. Αλλά και όποιος πιστεύει ότι θα την σαμποτάρει και ότι θα έχει κάτι να κερδίσει την επόμενη ημέρα, απλά δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος. Την ευθύνη, πάντως, για την διαχείριση των ζητημάτων την έχει αυτή την στιγμή η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Άρα και την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη πλευρά, όσοι έχουν συναίσθηση της δυσκολίας των στιγμών και του δικού τους ιστορικού ρόλου, αποφασίζουν ποια στάση θα κρατήσουν απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και μιλάμε για ανθρώπους που έχουν αναλάβει στο παρελθόν θέσεις ευθύνης και από την εμπειρία τους αντιλαμβάνονται το τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν είναι απαραίτητο ούτε να ενταχθούν στην Νέα Δημοκρατία, ούτε να πάψουν να κάνουν αντιπολίτευση. Αλλά θέλουμε να ακούσουμε από  αυτούς ειδικά κάποιες εποικοδομητικές προτάσεις. Για τα ελληνοτουρκικά, για το προσφυγικό, για την Οικονομία. Στην χειρότερη των περιπτώσεων θα έχουν προσφέρει στους Έλληνες την ελπίδα: Ότι υπάρχουν ακόμη πολιτικοί άνδρες σε αυτή την χώρα που σκέφτονται την πατρίδα και τον λαό της. 

Θανάσης Μαυρίδης

[email protected]