Αλέξανδρος Διονυσιάδης: Καταραμένη να 'σαι Κολιμά (Β)

Αλέξανδρος Διονυσιάδης: Καταραμένη να 'σαι Κολιμά (Β)

Ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης είναι ένας γενναίος άνθρωπος, όχι γιατί έκανε κάποιες ηρωικές πράξεις, μα γιατί όταν η συνείδηση και η αντίληψη του ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα, συνειδητοποίησε τα λάθη του και άλλαξε. Η αλλαγή αυτή κάθε άλλο παρά εύκολη και ανώδυνη ήταν, μα την τόλμησε. Λίγοι μπορούν να το κάνουν αυτό. 

Νέος θα δει να συλλαμβάνουν και να εξορίζουν τον πατέρα του στην εσχατιά του κόσμου τούτου την Κολιμά. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, ακολούθησε η οικογενειακή εξορία στην ανατολική Σιβηρία, η επιστροφή στην Μόσχα, ο ξαφνικός και παράξενος θάνατος του αδελφού του και η νέα ζωή στην βιομηχανία της χώρας, όπου διακρίθηκε. Κι ακολουθούν οι επισκέψεις στην μητέρα πατρίδα, η επανένωση με τους χαμένους συγγενείς, η πίκρα του νέου πρόσφυγα. Σελίδες συγκινητικές, σελίδες εξομολογητικές, σελίδες μιας αλήθειας που πρέπει να μαθευτεί.  

Από το βιβλίο «Από τον Πόντο στην κόλαση του Στάλιν», δημοσιεύουμε σε συνέχειες, δύο συγκλονιστικά κεφάλαια, για τα δεινά και τις κακουχίες μίας ελληνικής οικογένειας στις εσχατιές του «σοσιαλιστικού παραδείσου». 

* * *

Τις λίγες πληροφορίες για τη ζωή του πατέρα στην Κολιμά, τις έμαθα πολύ αργότερα από τις αφηγήσεις του Σοφοκλή Ηλιόπουλου και από άλλους πρώην καταδίκους, με τους οποίους έζησε στην εξορία του στη Σιβηρία. Μελέτησα όμως το ζήτημα αυτό αργότερα, όταν ήμουν στη Μόσχα. 

Την περίοδο της Περεστρόικα, όταν μία χούφτα ενθουσιασμένων ανθρώπων, με επικεφαλής τον Αντρέι Ντμίτριεβιτς Σάχαροφ1, ίδρυσε την Ιστορική Εκπαιδευτική Εταιρεία «Μεμοριάλ»2, ήμουν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης θυμάτων των αδικαιολόγητων εκκαθαρίσεων και τα πρώτα τέσσερα χρόνια ήμουν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της στη Μόσχα. Τότε βυθίστηκα στην μελέτη της φρίκης που ζήσαμε, μαζί με τα επίθετα των βλασταριών που τυχαία επέζησαν στα ορφανοτροφεία όπως Σμίλγκα, Κοσιόρ, Φέλντμαν, Αντόνοφ-Οβσέγιενκο κ.λπ. Μόνο τότε κατάλαβα τι πραγματικά συνέβη με τον πατέρα μου. Κατάλαβα τι κρυβόταν πίσω από τις κοφτές φράσεις στα γράμματά του από την Κολιμά: «Αγαπημένη μου γυναίκα, σε θερμοπαρακαλώ να τρέξεις για την υπόθεσή μου, γιατί δεν είμαι σε θέση να αντέξω το κλίμα εδώ, τον άγριο χειμώνα και την βαριά δουλειά. Πούλησέ τα όλα και πήγαινε στη Μόσχα να ασχοληθείς» (Αύγουστος 1949), «...δεν θα αντέξω άλλα επτά χρόνια τον εφιάλτη της Κολιμά. Κάθε ώρα είναι πολύτιμη, τρέξε και παρακάλεσε, τηλεγράφησέ μου αν έχεις κάποιο αποτέλεσμα» (Νοέμβριος 1940). Όλα τα γράμματα του πατέρα που σώθηκαν έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο του Ιβάν Τζούχα «Σου γράφω με δικά μου λόγια...» (Αγία Πετρούπολη, 2009). 

Αρχικά τον πατέρα μου τον έστειλαν στο χρυσωρυχείο Άνω Ατ Ουριάχ, στη συνέχεια τον μετέφεραν στο χρυσωρυχείο Σουσουμάν. Οι καταδικασμένοι με βάση το άρθρο 58, δηλαδή οι πολιτικοί κρατούμενοι, αναλάμβαναν τις πιο σκληρές εργασίες, γι’ αυτό και στην αρχή, έστειλαν τον πατέρα μου στις στοές του ορυχείου. Δουλεύοντας εκεί οι κατάδικοι δεν είχαν πολλές πιθανότητες να επιβιώσουν. Ο πατέρας μου, μάλλον, σώθηκε επειδή ήταν άνθρωπος μορφωμένος και είχε μία ειδικότητα, γιατί από καιρού εις καιρόν τον χρησιμοποιούσαν ως λογιστή, καταμετρητή, ενώ, στη συνέχεια, στο Σουσουμάν δούλεψε κατά την ειδικότητά του ως επιστάτης και υπεύθυνος οικοδομικού συνεργείου. Όλες αυτές τις ειδικότητες ο πατέρας μου τις περιέλαβε στην κατάσταση που υπέβαλε στο τμήμα προσωπικού όταν ήταν εξόριστος στο Κρασνογιάρσκ. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί πώς κατάφερε να επιβιώσει στην απόλυτη παγωνιά, όταν αντί για ρούχα φορούσε κάποια κουρέλια, σε κατάσταση μόνιμου υποσιτισμού, δουλεύοντας εξαντλητικά υπό τη δαμόκλειο σπάθη της εκτέλεσης ανά πάση στιγμή, χωρίς αφορμή, μόνο και μόνο γιατί έτσι το θέλησε η διοίκηση. 

Εδώ δεν μπορώ να μην παραθέσω τα απομνημονεύματα του Βαρλάμ Σαλάμοφ, ο οποίος εξέτισε την ποινή του στο χρυσωρυχείο «Παρτιζάνος» που ήταν κοντά στο Άνω Ατ Ουριάχ. 

«Το πιο τρομακτικό, αν θέλετε, το πιο ανελέητο απ' όλα ήταν η παγωνιά. Μας απάλλασσαν (αναφέρεται στην απαλλαγή από τα καταναγκαστικά έργα λόγω καιρού Α.Δ.), μόνον όταν το θερμόμετρο έδειχνε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από -55. Καταλάβαιναν πως είχαμε -56 βαθμούς Κελσίου από το φλέμα που πάγωνε στον αέρα, από το ουρλιαχτό της παγωνιάς, γιατί η παγωνιά έχει τη δική της γλώσσα, η οποία στην γλώσσα των Γιακούτιων σημαίνει ‘‘ψίθυρος των αστεριών’’. Αυτόν τον ψίθυρο των αστεριών μάθαμε πολύ γρήγορα και σκληρά να τον καταλαβαίνουμε. Το πρώτο πάγωμα: τα δάχτυλα, τα χέρια, η μύτη, τα αυτιά, το πρόσωπο, όλα όσα αγγίζει η παραμικρή κίνηση της ατμόσφαιρας. Στα βουνά της Κολιμά δεν υπάρχει ούτε ένα μέρος που να μην το δέρνουν οι αγέρηδες. Η παγωνιά ήταν το χειρότερο απ’ όλα». 

Το ίδιο ένιωσα στο τομάρι μου, δουλεύοντας κατά τη διάρκεια του χειμώνα στη Γιακουτία το 1955-1956, στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, επισκευάζοντας πλοία που στέκονταν ακίνητα σε πάγους ύψους δύο μέτρων. Γι’ αυτό όμως θα μιλήσω παρακάτω. 

Τα διαρκή καταναγκαστικά έργα τους εξαντλούσαν. Το μερίδιο του φαγητού ήταν απειροελάχιστο, τα βράδια όμως οι κατάδικοι συγκεντρώνονταν γύρω από τον σκουπιδότοπο του μαγειρείου περιμένοντας πότε θα πετάξουν τα κεφάλια από τα παστά ψάρια για να φτιάξουν ψαρόσουπα. Σε αυτές τις συνθήκες το σκορβούτο είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Παρόλα αυτά, ο πατέρας στα γράμματα από την Κολιμά πολύ σπάνια ζητούσε να του στείλουμε δέματα με τρόφιμα, αντιλαμβανόμενος πως τα είχαμε ανάγκη. Ακόμη όμως κι εκείνα τα δέματα που έστελνε η μητέρα στο στρατόπεδο, είτε γυρνούσαν πίσω, είτε τα έπαιρνε η διοίκηση μαζί με τους ποινικούς. 

Θα πρέπει να πούμε πως με την ενθάρρυνση και τη στήριξη της διοίκησης, οι ποινικοί κρατούμενοι τρομοκρατούσαν τους πολιτικούς. Δήλωναν κυνικά: «Σκότωσα έναν άνθρωπο, ενώ εσείς θέλατε να καταστρέψετε την χώρα μου». Ο πατέρας μου όμως κατάφερε να έχει καλές σχέσεις μαζί τους, προς το τέλος της ποινής του, οι ποινικοί τον αποκαλούσαν Ακαδημαϊκό, επειδή ήξερε να συντάσσει αιτήσεις, παράπονα, αναφορές κ.λπ. 

Τα γράμματα από την Κολιμά άρχισαν να έρχονται ολοένα και πιο σπάνια. Τον χειμώνα, όταν ο καιρός δεν επέτρεπε την ναυσιπλοΐα, κοβόταν η λεπτή γραμμή επικοινωνίας με το σπίτι. Δεν ξέρω αν ο πατέρας μου υπέφερε πιο πολύ από την πείνα, την παγωνιά, τις ανυπόφορες συνθήκες ή την απουσία γραμμάτων, από την άγνοια πώς ζουν η γυναικά, η μητέρα και τα παιδιά του. Έγραφε με απόγνωση: «Εδώ και 8 μήνες δεν έχω νέα σου. Τα γράμματά σου είναι το μοναδικό μου στήριγμα». Μπορεί και σήμερα να σώζεται ένα πακέτο με γράμματα της μητέρας που δεν τα ενέκρινε η λογοκρισία και για τον λόγο αυτό δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια του πατέρα μου. Ίσως να βρίσκονται κάπου μέσα στα αρχεία της N.K.V.D.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου η επικοινωνία με το σπίτι διακόπηκε εντελώς. Θέλω να παραθέσω ένα γράμμα του πατέρα μου, το οποίο έγραψε στις 11 Δεκεμβρίου 1946, απαντώντας στο πρώτο ύστερα από τέσσερα χρόνια γράμμα της μητέρας μου: 

«Αγαπημένη μου γυναίκα!

Χθες πήρα το τηλεγράφημά σου και δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά μου, δεν μπορούσα να μπω στο κοινόβιο (η μητέρα δεν ήξερε τη λέξη «παράπηγμα»), επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, έκλαιγα σαν μωρό από τη χαρά μου, κατάλαβε πως είναι το πρώτο νέο από σένα εδώ και 4 χρόνια. Το τι θα γίνει αν πάρω από σένα μία φωτογραφία των παιδιών, δεν μπορώ να σου το περιγράψω, αν σας δω, μάλλον θα τρελαθώ. Η συνάντησή μας είναι το μοναδικό πράγμα που με κρατάει και ελπίζω, επιβίωσα 9 χρόνια και ύστερα από ένα χρόνο θα καταφέρω να σε συναντήσω με τα παιδιά. Γι’ αυτό όμως χρειάζομαι τη βοήθειά σου, προσπάθησε να με αποφυλακίσουν πρόωρα, να αποκατασταθώ και να έρθω σ’ εσένα, σε αυτό θα σε βοηθήσει ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, είναι Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.), επισκέπτεται, μάλλον, τη Μόσχα και πρέπει να σε βοηθήσει, είναι μαθητής και πιστός μέχρι θανάτου φίλος μου, συμβουλέψου τον Σάσα και πήγαινε να τον βρεις. 

Μετά το τηλεγράφημα περιμένω γράμμα σου για να μάθω κάτι για τη ζωή σας. Πώς είναι τα παιδιά; Τι κάνουν; Πού σπουδάζουν; Ζει η μαμά; Πού βρίσκεται; Πού είναι ο Σάσα, η Νίνα, ο Λεβόν, ο Γκαρέγκιν, ο Αρούς και όλοι οι άλλοι συγγενείς και φίλοι μας; Μήπως ήταν απλά φίλοι τον καιρό της χαράς και τώρα μας ξέχασαν; Όλα αυτά με ενδιαφέρουν πολύ, γράψε μου με λεπτομέρειες. 

Αν δεν σου κάνει κόπο, στείλε μου ένα δέμα, να έχει μόνο καπνό και τίποτα άλλο απολύτως στη διεύθυνση: Μαγκαντάν, Σουσουμάν, Διοίκηση Δυτικής περιοχής ορυχείων. Διοικητήριο. Νικόλαο Λαζάρεβιτς Διονυσιάδη. 

Τα τηλεγραφήματα και τα γράμματα να τα στέλνεις στην παλιά διεύθυνση: Σουσουμάν, Χαμπάροφσκ, Βιομηχανικό συγκρότημα. 

Σου στέλνω γράμμα στα Ελληνικά για τον φίλο μου Δημήτρη Παρτσαλίδη, για τον οποίο σου έγραψα παραπάνω, φρόντισε να φτάσει στα χέρια του. Αν πάρει το γράμμα μου, η συνάντησή μας είναι σίγουρη. 

Σε φιλώ πολύ, πολύ και εσένα και τα παιδιά. 

Νίκα»

Δεν χρειάζεται, βέβαια, να πούμε, πως στον φάκελο δεν βρέθηκε κανένα γράμμα για τον Παρτσαλίδη. 

Στις 15 Δεκεμβρίου 1947 ήταν η πολυπόθητη απελευθέρωση, αλλά έπρεπε να περιμένει μέχρι τον Φεβρουάριο στην Κολιμά, μέχρι να έρθει το ατμόπλοιο που έπαιρνε τους χθεσινούς κατάδικους από τον όρμο Ναγκάγιεβο για το λιμάνι Βανίν του Βλαδιβοστόκ.  

Η επιστροφή στα αμπάρια δεν διέφερε σε τίποτα από εκείνη τη διαδρομή που έκαναν ερχόμενοι εδώ πριν από δέκα χρόνια. Χάρη στην καθυστέρηση στην Κολιμά, ο πατέρας «περίμενε» την απελευθέρωση του Σοφοκλή Ηλιόπουλου και έτσι ταξίδεψαν μαζί μέχρι τη Μόσχα. 

Βγαίνοντας στην ακτή του Βλαδιβοστόκ κατάλαβαν ότι δεν έχουν χρήματα για να ταξιδέψουν στη Μόσχα και μετά στα σπίτια τους. Κανείς δεν έδινε εισιτήρια σε απελευθερωμένους κατάδικους και, φυσικά, δεν είχαν καθόλου χρήματα. Ήταν όμως αυτό πρόβλημα για ανθρώπους που έζησαν 10 χρόνια στα στρατόπεδα και επιβίωσαν σε απάνθρωπες συνθήκες; Στον δρόμο βρήκαν ένα παλιό παρατημένο αυτοκίνητο ξένης κατασκευής, από τα λάστιχα του οποίου έφτιαξαν εκατοντάδες ζώνες παντελονιών. Στο παζάρι τις πούλησαν αμέσως. Με τα χρήματα που κέρδισαν είχαν φαγητό και εισιτήρια μέχρι τη Μόσχα. 

Ο πατέρας έφτασε στη Μόσχα στις 6 Μαρτίου 1948 και βολεύτηκε σε σπίτι συγγενών. Την επόμενη ημέρα έγραψε στην μητέρα: «...Τώρα, Ζένια, άκουσέ με προσεκτικά. Επειδή δεν έχω άδεια διαμονής στο Τμπιλίσι, μην κάνετε φασαρία που θα έρθω, καλύτερα να μην το μάθει κανείς. Μα με περιμένετε μόνο εσύ με την Όλια (φίλη της οικογένειας Α.Δ.), χωρίς τα παιδιά, αλλιώς ας με περιμένει μόνον η Όλια, αν καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να συγκρατηθείς. Το κυριότερο είναι να γίνουν όλα αθόρυβα. Φεύγω στις 11 Μαρτίου στις 16.25', το τραίνο μου είναι το Νο 18 και το βαγόνι μου το Νο 1...»

Λίγες ημέρες αργότερα, στην αυλή του σπιτιού μας στο Τμπιλίσι, μπήκε ένας κοντός, ρυτιδιασμένος άνθρωπος, με την έκφραση μιας ενοχής στα ξεθωριασμένα του μάτια, χωρίς δόντια, φορώντας στολή ποδηλάτου γκρίζου χρώματος και μία ψάθινη βαλίτσα στο χέρι. Το βλέμμα του σταμάτησε σ’ εμένα που καθόμουν εκείνη τη στιγμή στα σκαλάκια του σπιτιού μας. 

Θα μιλήσω λεπτομερώς για τη συνάντησή μας λίγο αργότερα, αφού αυτή δεν αφορά πλέον την περίοδο της Κολιμά, αλλά εκείνης της ζωής της οικογένειάς μας στο Τμπιλίσι. 

Διαβάστε το μέρος Α εδώ

Παραπομπές

1. Αντρέι Σάχαροφ (1921-1989), σοβιετικός πυρηνικός φυσικός, αντιφρονών επί Ε.Σ.Σ.Δ., υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπέστη πλήθος διώξεων από το σοβιετικό καθεστώς, ευτύχησε όμως να το δει να καταρρέει. Ιδρυτής του Κέντρου Σάχαροφ που μέχρι σήμερα υπερασπίζεται τη μνήμη των θυμάτων των σταλινικών διώξεων και διεξάγει αταλάντευτο αγώνα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Σ.τ.Μ)

2. Ίδρυμα «Μεμοριάλ»: ίδρυμα που ασχολείται με τη διατήρηση της μνήμης των θυμάτων των σταλινικών διώξεων. Συγκεντρώνει αρχεία δικαστικών υποθέσεων, εκτελέσεων, ομαδικών τάφων ανά τη Ρωσία. (Σ.τ.Μ.)