Η Ελλάδα στην εποχή των F-35: Ένα καλό βήμα σε μια δύσκολη πορεία
AP
AP

Η Ελλάδα στην εποχή των F-35: Ένα καλό βήμα σε μια δύσκολη πορεία

Οι τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου 2024 θα καταγραφούν ως στιγμή στην οποία οι ΗΠΑ επανασυνέδεσαν με ανοικτό τρόπο, μετά από πολλά χρόνια, την εκ μέρους τους ενίσχυση της Ελλάδας και της Τουρκίας. H αμερικανική κυβέρνηση έστειλε την επίσημη ειδοποίηση στο Κογκρέσο για την ταυτόχρονη έγκριση της πώλησης νέων μαχητικών αεροσκαφών σε Ελλάδα και Τουρκία. 

Αφενός, ως προς την Ελλάδα, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έδωσε την έγκρισή του για την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35 ΙΙ. Αφετέρου, η Γερουσία των ΗΠΑ τελικώς συναινεί στην πώληση των σύγχρονων F-16 στην Τουρκία, όπως είχε εισηγηθεί το υπουργείο εξωτερικών και όπως αναμενόταν γενικώς.

Για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την παροχή πολλών διαφορετικών κατηγοριών υλικού δωρεάν ή/και με ευνοϊκούς όρους, περιλαμβανομένων των χρησιμότατων μεταγωγικών C-130H, η αμερικανική κίνηση εκπροσωπεί, συνολικά, μια σημαντική δόση ενίσχυσης της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος αλλά και ψήφο εμπιστοσύνης των ΗΠΑ προς την Ελλάδα. 

Αυτό σημαίνει ότι ένα στοίχημα των τελευταίων ετών, η ανάγκη να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η διμερής στρατηγική συνεργασία μας με τις ΗΠΑ ώστε να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της στο ευρύτερο πλαίσιο των προσπαθειών διατήρησης μιας ούτως ή άλλως εξασθενημένης πολυμέρειας, φαίνεται ότι κερδίζεται. 

Το εάν και σε τι βαθμό αυτή η εξέλιξη σημαίνει ισχυροποίηση σε όλα τα επίπεδα, όπως πολλοί σπεύδουν να προδικάσουν, είναι σύνθετο ζήτημα που μένει να εξεταστεί. Μπορεί να κριθεί, με επιχειρησιακούς όρους, μόνον από τους πραγματικά και σε βάθος γνωρίζοντες (α) τα ειδικά χαρακτηριστικά, τις ακριβείς δυνατότητες, τον χρονικό ορίζοντα και το κόστος χρήσης κάποιων εξ’ αυτών, όπως π.χ. των αμφιλεγόμενων στις ΗΠΑ Littoral Combat Ships (LCS), ανεξαρτήτως του εξίσου αμφιλεγόμενου χαρακτηρισμού τους ως «φρεγατών», σε σχέση με (β) τις εκπεφρασμένες ανάγκες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, εν προκειμένω του πολεμικού ναυτικού.   

Σε κάθε περίπτωση, τα νέα είναι εξαιρετικά ως προς το F-35 ΙΙ, ένα αεροσκάφος 5ης γενιάς που κρίθηκε απαραίτητο σε χώρες από τη Βρετανία, την Ιταλία και την Πολωνία μέχρι την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και το Ισραήλ. Σε συνδυασμό με τα Rafale και τον εκσυγχρονισμό των F-16, η Ελλάδα αποκτά σταδιακά μια αξιοζήλευτη αεροπορική ισχύ. 

Βεβαίως το σημείο καμπής για ην αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή και την υπέρβαση της παρολίγον μοιραίας περιόδου εγκατάλειψης των ελληνικών αποτρεπτικών δυνατοτήτων ήλθε τον Σεπτέμβριο 2021, όταν η Ελλάδα και η Γαλλία υπέγραψαν τη Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης για τη συνεργασία στην Άμυνα και την Ασφάλεια. Οι παραγγελίες και η ταχύτατη διαδικασία παράδοσης των Rafale και η προοπτική των τριών κορυφαίων φρεγατών Belharra, κυριολεκτικά μετασχημάτισαν τις ισορροπίες στην περιοχή.

Ένα σύνθετο ισοζύγιο προοπτικών ισχύος 

Εάν συνυπολογίσουμε το θρυλούμενο «ήπιο κλίμα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε τι γενικότερα συμπεράσματα μας οδηγούν οι τελευταίες εξελίξεις στα εξοπλιστικά;  

Παρότι πολλά υπερβολικά, ενίοτε και γραφικά, γράφονται και ακούγονται για τις μελλοντικές δυνατότητες της Τουρκίας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε δυο κρίσιμα σημεία που, υπό προϋποθέσεις, συνιστούν τουρκικά πλεονεκτήματα σε μια ενδεχόμενη μελλοντική σύγκρουση.  

Το πρώτο είναι εν μέρει δυνητικό, όμως πτυχές του έχουν αρχίσει να υλοποιούνται. Η επέκταση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας που οραματίζεται ο Ερντογάν έχει, στο πρόσφατο παρελθόν, σκαλώσει σε προβλήματα και διεθνείς κυρώσεις, όπως π.χ. με την απώλεια μερών από τη Γερμανία για το επί σειρά ετών σχεδιαζόμενο τουρκικό άρμα μάχης, αλλά η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών για υλικά, μέρη και τεχνολογικές λύσεις (π.χ. από τη Νότια Κορέα) είναι συνεχής και σε πολλά πεδία επιτυχής. 

Σήμερα, η αποδέσμευση των F-16 με μόνο αντάλλαγμα την έγκριση της εισόδου της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, πιθανότατα θα λειτουργήσει, άμεσα ή έμμεσα, ως εναρκτήριο λάκτισμα για την επάνοδο της Άγκυρας στην επιτυχή αναζήτηση και δυτικών εταίρων στα σχέδια της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Εδώ η Ελλάδα βρίσκεται πίσω και οι επιπτώσεις είναι πολυεπίπεδες όσο και μακροπρόθεσμες.     

Δεύτερον, η Τουρκία τύποις παραμένει κομμάτι του ευρωατλαντικού κόσμου αλλά παράλληλα διαμορφώνει ένα διεθνές και διεθνικό κοινό στον κόσμο του πολιτικού Ισλάμ. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, που καλλιεργείται τόσο εντός της Τουρκίας όσο και στο διεθνικό και το διεθνές πεδίο, ο Ερντογάν υπολογίζει ότι μπορεί ταυτόχρονα να απευθύνεται στο ακροατήριο του πολιτικού Ισλάμ παγκοσμίως και να διαδραματίζει ένα μεσολαβητικό ρόλο.

Επιχειρεί να διαδραματίσει τον ρόλο που διεκδίκησε και εν μέρει πέτυχε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όμως η συγκυρία με τη Γάζα είναι πολύ διαφορετική και ο ρόλος του γεφυροποιού σημαίνει τεράστιο ρίσκο. Το κενό που φαίνεται να αφήνουν χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, επιχειρεί να καλύψει η Άγκυρα συντασσόμενη όμως έτσι, τελικώς, με την Τεχεράνη. 

Σε κάθε όμως περίπτωση, η Άγκυρα διατηρεί την προσοχή του κοινού του πολιτικού Ισλάμ σε διεθνές και, κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο για την Ελλάδα, σε διεθνικό επίπεδο. Απευθύνεται, έτσι, με τρόπο ακόμη σχετικά διακριτικό, και στους ισλαμιστές στο εσωτερικό των κοινωνιών μας. 

Με δυο λόγια, η εκστρατεία Ερντογάν για την καρδιά του Ισλάμ δονεί τις χορδές της εποχής, μιας εποχής στην οποία ούτως ή άλλως η πολιτική της ταυτότητας και η αξίωση για αναγνώριση έχουν περάσει στην πρώτη γραμμή. Πέρα από τη συνεχή και κλιμακούμενη πίεση στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Τουρκία αναζητά ρόλο ως μουσουλμανική ηγεμονική παρουσία στην περιοχή και στο σουνιτικό κόσμο πέρα από αυτή. Με δυο λόγια, όπως γράψαμε προ τριετίας και επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, με την στάση της Άγκυρας στον πόλεμο στη Γάζα, η Τουρκία διεκδικεί μερίδιο στην πολιτισμική ηγεμονία του πολιτικού Ισλάμ σε παγκόσμιο επίπεδο.

Τα προβλήματα της σύνδεσης 

Από αμερικανική πλευρά, η σύνδεση ενίσχυσης Ελλάδας – Τουρκίας είναι και πάλι γεγονός. Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι ως προς το περιεχόμενο των αμερικανικών αποφάσεων, η σύνδεση εμπεριέχει θετικά στοιχεία, κυρίως από την άποψη της σχετικής ασυμμετρίας. Αυτό είναι, σε ένα βαθμό, ακριβές. Από την άλλη πλευρά, η σύνδεση αυτή καθ’ εαυτή αποτελεί αρνητική εξέλιξη. 

Και αυτό διότι το υπόβαθρο των σχέσεων θα είναι δύσκολο. Στην πραγματικότητα, τίποτε δεν προμηνύει μια μακροχρόνια περίοδο αυτού που κάθε σώφρων δρών στην Ελλάδα θα επιθυμούσε. Δηλαδή μια μακροχρόνια περίοδο ειρήνης και αύξησης της ευημερίας, μέσω περαιτέρω ανάπτυξης των εμπορικών συναλλαγών αλλά και των ενδεχόμενων (και ήδη σχεδιαζόμενων) συνεργασιών στον τουρισμό και την πράσινη ενέργεια.        

Ως προς τα ελληνοτουρκικά, είναι εντελώς απίθανο η διαδικασία του πολιτικού διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας να επηρεάσει τον πυρήνα της τουρκικής ατζέντας. Αντίθετα εξυπηρετεί την Τουρκία στην προσπάθειά της να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως προστάτης του πολιτικού Ισλάμ και να συνεχίζει τις σχέσεις της ως χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ.  

Εάν, όπως είναι το πιθανότερο σενάριο, η Τουρκία εξακολουθήσει να ισορροπεί μεταξύ τριών ή τεσσάρων πόλων στην παγκόσμια πολιτική και να επιδιώκει παράλληλα την ανάδειξή της ως διακριτού κέντρου, η σύνδεση που προαναφέρθηκε θα μας φέρνει συχνά σε δύσκολη θέση. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει το κόστος της επαναπροσέγγισης της Τουρκίας με τη Δύση. 

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα επιθυμεί να υποβοηθήσει την επιθυμία των ΗΠΑ να διατηρήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, είναι απίθανο να μπορέσει η Αθήνα να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς να ζημιώσει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με υποχωρήσεις. Η πραγματικότητα είναι ότι διαφορετικοί Έλληνες πρωθυπουργοί την τελευταία δεκαπενταετία έχουν εμφανιστεί, σε διαφορετικές συγκυρίες, ως επισπεύδοντες σε ρόλους υποβοήθησης της εικόνας και του ρόλου της Τουρκίας στη Δύση.

Για καταρχήν βελτίωση των σχέσεων, η Τουρκία οφείλει σε κάτι να υποχωρήσει. Όπως έχω εξηγήσει κατ’επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Βάσει αυτού του πλαισίου θα πρέπει να αποτιμώνται εξελίξεις και πρωτοβουλίες. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη, αλλά η επίτευξη ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις και η στιβαρή προώθηση των ελληνικών θέσεων αποτελούν προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν– για βιώσιμη ειρήνη στο μέλλον. Προς το παρόν, φίλοι και σύμμαχοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η τουρκική στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει στην κατάρρευση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα το απεύχεται αλλά η Τουρκία ενδέχεται να το καταστήσει αναπόφευκτο.

Είχαμε από χρόνια επισημάνει ότι η διολίσθηση από το συνδυασμό καρότου και μαστιγίου απέναντι στην Άγκυρα σε απλές υποσχέσεις καρότου, όπως με τη «θετική ατζέντα» στις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας και την απομάκρυνση της λίστας κυρώσεων, αποθρασύνει τους σχεδιασμούς Ερντογάν. Σήμερα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις καθορίζονται από το τρίπτυχο συγκυρία – συμμαχίες – ισορροπία ισχύος. Εάν η συγκυρία αλλάξει, κάτι καθόλου απίθανο, μεταξύ άλλων π.χ. με την ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ το Νοέμβριο στις ΗΠΑ, το ευρύτερο πλαίσιο των συμμαχιών μας και η ισορροπία ισχύος στην περιοχή θα καταστήσουν τα επόμενα βήματά μας σταθερά και τις επιλογές μας όχι ετεροκαθοριζόμενες από την Άγκυρα. 

Η επιστημονική αποτίμηση δεν οφείλει να είναι ευχάριστη. Οφείλει, με δυο λόγια, να ανταποκρίνεται σε ορισμένα στάνταρντς και να είναι χρήσιμη. Στην παρούσα, μεταβατική συγκυρία, χρήσιμη για την Ελλάδα και τον ελληνισμό είναι η συνειδητοποίηση μιας βασικής αρχής: χωρίς συνεχή προσήλωση στο στόχο της διατήρησης της ισορροπίας ισχύος με τη γείτονα, στόχο που εμπεριέχει επιλογές, δράσεις, συγκλίσεις αλλά και αποκλίσεις σε πολλά επίπεδα, το μέλλον θα είναι δύσκολο.       

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.