Η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε σήμερα αποτελέσματα, τα οποία κινήθηκαν ελαφρώς καλύτερα από την αγορά και χωρίς να ενθουσιάσει ή να απογοητεύσει για τις επιδόσεις του εξαμήνου πορεύεται πλέον για την επίτευξη ή την υπέρβαση των στόχων της χρονιάς. Η άνοδος της Τρ. Πειραιώς από την αρχή του έτους είναι μέσα στις 10 καλύτερες του ΧΑ: Έχει αυξηθεί κατά 77% και είναι δεύτερη στη μεγάλη κεφαλαιοποίηση πίσω από τη μετοχή της Alpha Bank. Αυτό σημαίνει ότι πολλά καλά νέα είναι ήδη μέσα στην τιμή της μετοχής.
Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών δεν εμφανίζουν τις μεγάλες εκπτώσεις του κοντινού παρελθόντος με τα discount του 30 ή 50% έναντι της ενσώματης καθαρής θέσης. Σε αυτό έχει επιδράσει θετικά η αξιοποίηση της ισχυρής κερδοφορίας με το σταδιακό σβήσιμο της αναβαλλόμενης φορολογίας που θα βελτιώσει την ποιότητα των κεφαλαίων. Η απόσταση που τους χώριζε από την ενσώματη καθαρή θέση ήταν πρακτικά το εύκολο χρήμα για όσους τόλμησαν και πήραν το ρίσκο «της απονομής δικαιοσύνης». Παράλληλα οι ελληνικές τράπεζες έχοντας μια πολύ συνεπή στάση έναντι της επενδυτικής κοινότητας φροντίζουν να επιβεβαιώνουν τους επιχειρηματικούς στόχους, επικαιροποιώντας άμεσα την προοπτική τους όταν υπάρχουν εξελίξεις.
Το στόρι των ελληνικών τραπεζών δεν έγινε μόδα μόνο από την κερδοφορία αλλά από μια σειρά δράσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης: τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, τη συγκράτηση του κόστους, τη στροφή σε πιο αποδοτική χρήση κεφαλαίων και - ίσως το πιο κρίσιμο - την αξιοπιστία στην υλοποίηση των στρατηγικών τους σχεδίων. Σε ένα περιβάλλον με περιορισμένη προσφορά ελκυστικών αποτιμήσεων και αυξανόμενη ζήτηση για επενδυτικές ιστορίες με προβλέψιμο μέλλον, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να επανέλθουν στο ραντάρ ξένων θεσμικών χαρτοφυλακίων, όχι πια ως distressed plays, αλλά ως λειτουργικά και κεφαλαιακά ενισχυμένοι οργανισμοί με ορατό μονοπάτι δημιουργίας αξίας.
Πλέον οι τράπεζες κρίνονται για το δυνητικό τους περιθώριο από δύο παραμέτρους: Την κερδοφορία τους και το… τι κάνουν οι άλλοι. Όσο ψηλότερα κινείται η κερδοφορία τους και η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων τους τόσο το καλύτερο. Μια τράπεζα που έχει απόδοση 15% δικαιούται καλύτερη αποτίμηση από μια τράπεζα με ίδιο μέγεθος κεφαλαίων και απόδοση 10%. Το γιατί είναι προφανές: Ο μεγαλύτερος σχηματισμός κεφαλαίου ευνοεί την αύξηση των ωφελειών για τους μετόχους (μέρισμα και αγορές ιδίων), δημιουργεί κεφαλαιακό απόθεμα για εξαγορές και αυξάνει τα βασικά κεφάλαια δίνοντας μεγαλύτερες δυνατότητες για χορηγήσεις ή την απορρόφηση εξόδων/ζημιών χωρίς να απειλούνται κρίσιμα εποπτικά όρια.
Για τις ευρωπαϊκές (και τις ελληνικές τράπεζες), ο εμπειρικός κανόνας είναι ότι κάθε αύξηση της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων (ROE) κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (1%) οδηγεί σε δυνητική αύξηση του δείκτη P/TBV κατά περίπου 0.1x έως 0.2x, υπό την προϋπόθεση ότι οι λοιποί παράγοντες (κόστος κεφαλαίου, κίνδυνοι, προβλέψεις) μένουν σταθεροί. Η σχέση αυτή εξαρτάται από το κόστος κεφαλαίου (COE), το ρίσκο χώρας (π.χ. Ελλάδα vs. Γερμανία), τη σταθερότητα των κερδών (ποιότητα ROE), την κεφαλαιακή επάρκεια (CET1) και τις προσδοκίες αγοράς.
Η παράμετρος του «τι κάνουν οι άλλοι» δημιουργεί μια πιο γρήγορη προσέγγιση στην εκτίμηση ενός δυνητικού περιθωρίου: Αν οι Τράπεζες της Ισπανίας και της Ιταλίας βρίσκονται μεταξύ 1,3x και 1,39x της ενσώματης καθαρής θέσης με βάση τις επιδόσεις του 2025 τότε υπάρχει δυνητικό περιθώριο 11 -19% προκειμένου να ευθυγραμμιστούν οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών.
Βάζοντας στην εξίσωση την παράμετρο της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων, οι Ισπανικές και Ιταλικές τράπεζες απολαμβάνουν σχέση τιμής προς ενσώματη καθαρή θέση 1,5 φορά. Δεν είναι και λίγο αν σκεφτεί κανείς που βρίσκονται οι ελληνικές συστημικές τράπεζες σήμερα (1,0x-1,29x).
Σε αυτό το πλαίσιο, η τρέχουσα κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών δείχνει να βρίσκεται σε μια φάση εξισορρόπησης: ούτε αδικημένη όπως στο παρελθόν, αλλά ούτε και πλήρως ευθυγραμμισμένη σε σχέση με τις συγκρίσιμες τράπεζες του εξωτερικού. Η επενδυτική κοινότητα έχει πλέον περισσότερους λόγους να βλέπει τις ελληνικές τράπεζες με διαφορετικό μάτι, όχι ως μια ιστορία ανάκαμψης, αλλά ως μια κανονική επενδυτική πρόταση με θεμελιώδη, συγκρίσιμα και αποτιμήσεις που υπό προϋποθέσεις έχουν ακόμη δρόμο.
Το επόμενο βήμα, τόσο για τις ίδιες όσο και για την αγορά, είναι η διατήρηση της δυναμικής χωρίς υπερβολές και η συνέχιση της στρατηγικής αξιοπιστίας, ώστε τα κεφάλαια που ήρθαν, να μείνουν - και ίσως να αυξηθούν.