Τι σηματοδοτεί το «σοκ» υποβάθμισης της αμερικανικής οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock
Moody’s

Τι σηματοδοτεί το «σοκ» υποβάθμισης της αμερικανικής οικονομίας

Είναι το χρέος των 36 τρισ. δολαρίων ανόητε! Η αμερικανική οικονομία έχασε και επισήμως την κορυφαία αξιολόγηση «ΑΑΑ», από το βράδυ της Παρασκευής, μετά την απόφαση της Moody’s να την υποβαθμίσει ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα σε «Αa1». Πλέον και οι «τρεις αδελφές», ήτοι οι κορυφαίοι οίκοι αξιολόγησης Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch, βαθμολογούν τις ΗΠΑ χαμηλότερα από το ΑΑΑ, με την DBRS να είναι η μοναδική που διατηρεί το αξιόχρεο της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου στο υψηλότερο επίπεδο.  

Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον έναν από τους πιο «ασφαλείς» πιστωτές, αλλά οι αγορές το έχουν νιώσει ήδη από το 2011. Στην ουσία, η υποβάθμιση από τη Moody’s αποτελεί μία ύστατη προειδοποίηση από τους οίκους αξιολόγησης προς τον Ντόναλντ Τραμπ να θέσει υπό έλεγχο το έλλειμμα και να μην εφαρμόσει πολιτικές, όπως λ.χ. η επέκταση των φορολογικών μειώσεων του 2017, οι οποίες επιδεινώνουν τη δημοσιονομική θέση των ΗΠΑ κατά 4 τρισ. δολάρια σε διάστημα δέκα ετών.  

Ενώ, λοιπόν, ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δηλώνει ότι στόχος είναι η μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, η Moody’s εκτιμά ότι το έλλειμμα θα φτάσει στο πρωτοφανές 9% του ΑΕΠ το 2035, από το ήδη υπερβολικά υψηλό 6,4% που διαμορφώθηκε το 2024. 

Σε μία συγκυρία που ο Αμερικανός πρόεδρος πιέζει με κάθε τρόπο τη Fed να μειώσει τα επιτόκια για να υποχωρήσει το κόστος δανεισμού, με φόντο τις σημαντικές ανάγκες αναχρηματοδότησης χρέους μέσα στο 2025, η αμερικανική οικονομία δέχεται νέο «σοκ». Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ευρύτερη – και όχι μόνο δημοσιονομική – σταθερότητα των ΗΠΑ λαμβάνει νέες διαστάσεις και δεν αποκλείεται αυτό να αντικατοπτριστεί και στην πορεία της Wall Street, με νέα εκτίναξη της μεταβλητότητας.  

Και αυτό γιατί στις υφιστάμενες ανησυχίες για τους δασμούς, την εμπορική πολιτική της Ουάσιγκτον και την απουσία πραγματικής δημοσιονομικής μεταρρύθμισης, έρχεται να προστεθεί μία παράμετρος που ενδέχεται να οδηγήσει σε περιορισμένο επενδυτικό ενδιαφέρον για αμερικανικά assets. Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς άγγιξε στις συναλλαγές της Παρασκευής το 4,5% και αναμένεται η αντίδραση των επενδυτών σε ομόλογα και μετοχές, με το άνοιγμα της Δευτέρας.
 
Υπενθυμίζεται ότι η S&P ήταν η πρώτη που υποβάθμισε τις ΗΠΑ το... μακρινό 2011 (5 Αυγούστου), όταν είχε παρουσιαστεί το σημαντικό πρόβλημα με το όριο του χρέους και την πιθανή αθέτηση πληρωμών, μία πρωτοφανής στα χρονικά εξέλιξη που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Στις 8 Αυγούστου 2011 σημειώθηκε μεγάλο sell-off με τον S&P 500 να χάνει 6,66%, ωστόσο από εκείνη την ημέρα έως το τέλος του έτους κατέγραψε κέρδη άνω του 12%.
 
Η Fitch ακολούθησε τον Αύγουστο του 2023, επικαλούμενη τρεις παράγοντες: α) την εκτίμηση ότι η δημοσιονομική θέση των ΗΠΑ θα χειροτέρευε την επόμενη τριετία, β) το υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος και γ) την επιδείνωση της διακυβέρνησης τις δύο προηγούμενες δεκαετίες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες που απολαμβάνουν αξιολόγηση ΑΑΑ. Στη Wall είχε ήδη ξεκινήσει το μεγάλο ράλι με όχημα την Τεχνητή Νοημοσύνη και η αντίδραση των επενδυτών ήταν πολύ πιο ήπια. Την επομένη της υποβάθμισης ο S&P 500 κατέγραψε απώλειες 1,38%, αλλά στη συνέχεια και έως το τέλος του 2023 ενισχύθηκε κατά 5,7%. 

Είναι σαφές πως στα 14 χρόνια που πέρασαν από την υποβάθμιση της S&P, οι αμερικανικές κυβερνήσεις δεν έχουν καταφέρει να πείσουν τους οίκους αξιολόγησης ότι έχουν τη διάθεση ή/και την ικανότητα να διαχειριστούν και να μειώσουν το συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος. Η Moody’s ήταν ξεκάθαρη, τονίζοντας ότι η υποβάθμιση οφείλεται στην αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, στις αυξημένες δαπάνες και στη σχετικά χαμηλή παραγωγή δημοσίων εσόδων.  

Ο Τραμπ έσπευσε, όπως ήταν αναμενόμενο, να ασκήσει δριμεία κριτική στη Moody’s, κάνοντας λόγο για πολιτική απόφαση. Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου σημείωσε από την πλευρά του πως αν η Moody’s διέθετε την παραμικρή αξιοπιστία, θα είχε «μιλήσει» τα τελευταία τέσσερα χρόνια που συντελέστηκε η δημοσιονομική καταστροφή υπό τον Τζο Μπάιντεν. Σημειώνεται ότι η Moody’s υποβάθμισε τις προοπτικές της οικονομίας των ΗΠΑ σε «αρνητικές» από «σταθερές» το 2023, επικαλούμενη τα αυξανόμενα ελλείμματα και το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.  

Είναι επίσης σαφές ότι η αμερικανική οικονομία δεν κινδυνεύει άμεσα με χρεοκοπία, με τη Moody’s να υπογραμμίζει ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να διαθέτουν εξαιρετικά πλεονεκτήματα, σε ό,τι αφορά την πιστωτική τους ισχύ, ιδιαίτερα λόγω του ρόλου που διαδραματίζει το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.  

Όμως το αμερικανικό δημόσιο καλείται μέσα στο 2025 να αναχρηματοδοτήσει χρέος ύψους 9,2 τρισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί στο 25,4% του συνολικού χρέους. Μεγάλο μέρος του χρέους που λήγει εκδόθηκε στην εποχή των πολύ χαμηλών και σχεδόν μηδενικών επιτοκίων. Την ίδια ώρα, το δολάριο δέχθηκε ισχυρό πλήγμα το τελευταίο διάστημα λόγω των δασμών και δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που αναφέρονται στο τέλος της απόλυτης κυριαρχίας του.