Όλοι μας έχουμε παρακολουθήσει τα κατορθώματα της Coreweave (CRVW NASDAQ), της Circle (CRCL NYSE) και άλλων εταιρειών που έκαναν το ντεμπούτο τους στα αμερικανικά χρηματιστήρια τους τελευταίους μήνες και σημείωσαν πολύ μεγάλη άνοδο, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη Fermi (FRMI NASDAQ), η οποία ανέβηκε κατά περίπου 55% κατά την πρώτη της χρηματιστηριακή συνεδρίαση την Τετάρτη που μας πέρασε.
Πολλές άλλες περιμένουν στην ουρά για να πάρουν τη σειρά τους, με πολλούς επενδυτές να είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν και εκεί την τύχη τους. Η πολύ καλή πορεία πολλών νέων εταιρειών έχει κυριολεκτικά κλέψει την παράσταση από την άνοιξη και μετά. Παράλληλα όμως βρίσκεται σε εξέλιξη και η αντίστροφη διαδικασία.
Τη Δευτέρα που μας πέρασε επιβεβαιώθηκε η εξαγορά της μεγάλης εταιρείας ηλεκτρονικών παιχνιδιών Electronic Arts (EA NASDAQ), από μία κοινοπραξία εταιρειών private equity και του σαουδαραβικού κρατικού επενδυτικού ταμείου PIF. Η εξαγορά θα οδηγήσει την EA εκτός χρηματιστηρίου και οι τωρινοί της μέτοχοι θα εισπράξουν περίπου 55 δισεκατομμύρια δολάρια.
Από αυτά, τα 20 περίπου δισεκατομμύρια θα προέλθουν από δανειακά κεφάλαια που θα αντλήσει η κοινοπραξία από την αμερικανική τράπεζα JPMorgan Chase (JPM NYSE), κάτι που σημαίνει πως θα είναι η μεγαλύτερη σε αξία εξαγορά στην ιστορία των αμερικανικών χρηματιστηρίων που θα χρησιμοποιήσει κυρίως δανειακά κεφάλαια για τη χρηματοδότησή της.
Παράλληλα, έχουν κυκλοφορήσει έντονες φήμες για επικείμενη εξαγορά της ενεργειακής εταιρείας AES (AES NYSE), αξίας περίπου 10 δισ. δολαρίων ενώ τους τελευταίους μήνες έχουν δει τον δρόμο της εξόδου σημαντικές εταιρείες όπως η αλυσίδα φαρμακείων Walgreens και η υποδηματοποιία Skechers, ενώ η εταιρεία λογισμικού Dayforce (DAY NYSE) ανακοίνωσε στο τέλος του Αυγούστου πως θα κάνει το ίδιο.
Αυτή η τάση φυγής εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια αντισταθμίζει με το παραπάνω την είσοδο νέων επιχειρήσεων, και μάλιστα αυτή η τάση δεν αποτελεί κάτι καινούριο. Σε σχετικό προχθεσινό άρθρο του Barron’s είδαμε τη δραματική μείωση του αριθμού των εισηγμένων εταιρειών τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ο συντάκτης του άρθρου Paul La Monica χρησιμοποιεί στοιχεία πρόσφατης σχετικής μελέτης της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) για να στηρίξει τα συμπεράσματά του. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη μελέτη, την οποία περιεργαστήκαμε και εμείς, το 1996 ο αριθμός των εγχώριων επιχειρήσεων που ήταν εισηγμένες στα αμερικανικά χρηματιστήρια ήταν σχεδόν 8.100, ενώ το 1982 λίγο πριν την έναρξη της μεγάλης ανοδικής χρηματιστηριακής αγοράς, ήταν 5.430.
Στο τέλος του 2024, ο αριθμός τους είχε υποχωρήσει στις 4.010, δηλαδή ήταν περίπου 50% λιγότερες από αυτές του 1996. Στο σχετικό διάγραμμα φαίνεται καθαρά η πτωτική τάση που επικρατεί από το 1996. Αν εξαιρέσουμε ένα μικρό διάλειμμα που συνέπεσε με το κύμα εισαγωγών νέων επιχειρήσεων το 2020 και το 2021, όταν ο αριθμός των εισηγμένων εγχώριων εταιρειών είχε ανεβεί προς τις 4.800, είναι φανερό πως οι εισηγμένες επιχειρήσεις μειώνονται σταθερά.
Η δραματική μείωση του αριθμού των εισηγμένων εταιρειών είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα των αξιωματούχων της Robinhood (HOOD NYSE) στην προσπάθειά της να προωθήσει την υπηρεσία διάθεσης μεριδίων σε μη εισηγμένες εταιρείες σε επενδυτές πελάτες της.
Όπως είχαμε δει τον Ιούλιο (Επανάσταση στα Χρηματιστήρια ή μεγάλη παγίδα; | Liberal.gr), η πρωτοπόρα χρηματιστηριακή εταιρεία έχει ετοιμάσει προϊόντα που θα δίνουν σε επενδυτές τη δυνατότητα να αποκτήσουν έμμεση συμμετοχή σε εταιρείες που δεν είναι εισηγμένες αλλά είναι πολύ ενδιαφέρουσες, όπως για παράδειγμα είναι η SpaceX και η OpenAI.
Γιατί όμως υπάρχει αυτή η τάση μείωσης των εισηγμένων επιχειρήσεων, ειδικά όταν στην Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ, ακόμα και τον Καναδά, η τάση είναι αυξητική τα τελευταία χρόνια; Ο αρθρογράφος του Barron’s υποστηρίζει πως η παραμονή εκτός χρηματιστηρίου αποτελεί στρατηγική επιλογή των διοικήσεων πολλών επιχειρήσεων.
Η είσοδος σε κάποιο χρηματιστήριο μπορεί να αποτελεί πολύ καλή πηγή χρηματοδότησης αλλά πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν καμία όρεξη να ασχολούνται κάθε τρεις μήνες με τα οικονομικά τους αποτελέσματα, να πρέπει να εξηγούν σε αναλυτές και επενδυτές πράγματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν μεγάλη σημασία.
Με λίγα λόγια, προτιμούν να εστιάζουν τις προσπάθειές τους στη μακροπρόθεσμη ευημερία της επιχείρησης παρά στις προτιμήσεις των επενδυτών και των αναλυτών. Πέρα από αυτό, είναι βέβαιο πως πολλές εταιρείες δεν επιθυμούν να μπλέξουν με πολύπλοκες διαδικασίες γνωστοποίησης στοιχείων τους προς τις εποπτικές αρχές ούτε να απολογούνται σε θεσμικούς ή ακτιβιστές επενδυτές για τα γνωστά θέματα ESG.
Είναι γνωστό πως τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια, οι υποχρεώσεις των εισηγμένων εταιρειών προς τις εποπτικές αρχές έχουν γίνει δυσβάστακτες, ειδικά για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η μεγάλη ευκολία με την οποία αντλούν χρηματοδότηση οι εταιρείες private equity και τα μεγάλα διεθνή κρατικά επενδυτικά ταμεία. Αυτό σημαίνει πως είναι πολύ εύκολο για αξιόλογες επιχειρήσεις να βρουν την απαραίτητη χρηματοδότηση χωρίς να χρειαστεί να εισαχθούν σε κάποιο χρηματιστήριο και χωρίς να αναγκάζονται να κινούνται σε πολύ βραχυπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.
Η εύκολη χρηματοδότηση είναι συνέπεια και των αρκετά χαμηλών επιτοκίων που επικρατούν εδώ και πολλά χρόνια. Πάνω σε αυτό, όπως είδαμε στο άρθρο του Barron’s, οι αναλυτές της γνωστής χρηματιστηριακής εταιρείας Cantor Fitzgerald ανέφεραν προχθές, Τετάρτη, σε μία έκθεσή τους πως η αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων αναφοράς τους επόμενους μήνες θα διευκολύνει ακόμα περισσότερο την προσπάθεια μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων όπως αυτοί του τομέα private equity να πείσουν εισηγμένες επιχειρήσεις να αφήσουν τα χρηματιστήρια και να ξαναγίνουν ιδιωτικές.
Όλα αυτά βέβαια δε σημαίνουν σε καμία περίπτωση πως σταδιακά τα χρηματιστήρια θα αδειάσουν από εισηγμένες εταιρείες. Μπορεί να σημαίνει όμως πως στα χρηματιστήρια θα κατευθύνονται πλέον κυρίως οι εταιρείες που θέλουν να γίνουν ευρύτερα γνωστές και ίσως να χρησιμοποιήσουν τις μετοχές τους σαν «νόμισμα» στην προσπάθειά τους να μεγαλώσουν εξαγοράζοντας άλλες επιχειρήσεις και σαν δέλεαρ για την προσέλκυση ταλαντούχων στελεχών.
Από την άλλη μεριά βέβαια, είναι σχεδόν σίγουρο πως πολλές εταιρείες θα προτιμήσουν την ησυχία των ιδιωτικών αγορών αν δεν έχουν κάποια πιεστική ανάγκη να ανοιχτούν στο ευρύ επενδυτικό κοινό. Μπορεί λοιπόν να υπάρξει όντως ένα κενό επενδυτικών επιλογών για τους επενδυτές που κινούνται στα αμερικανικά χρηματιστήρια.
Πώς θα καλυφθεί; Ίσως από τα προϊόντα που ετοιμάζει η Robinhood και αναφέραμε προηγουμένως, ίσως και από τη νέα τάση που έχει αρχίσει να γίνεται πολύ εμφανής στις ΗΠΑ, δηλαδή τη δημιουργία επενδυτικών χρηματιστηριακών προϊόντων που συνδυάζουν τα παραδοσιακά χρηματιστήρια εμπορευμάτων με το αθλητικό στοίχημα και την πρόβλεψη της έκβασης πολιτικών και γεωπολιτικών εκκρεμοτήτων.
Ποτέ μας δεν είχαμε αμφιβολίες για την ικανότητα των παραγόντων της αμερικανικής χρηματοοικονομικής βιομηχανίας να βρίσκουν τρόπους να κρατούν απασχολημένους τους επενδυτές και να αυξάνουν τα δικά τους κέρδη.