Οι διακυμάνσεις στην αγορά κατοικίας δεν επηρεάζουν μόνο το πορτοφόλι των νοικοκυριών ή τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Μια νέα έρευνα δείχνει ότι οι αλλαγές στις τιμές των σπιτιών επηρεάζουν άμεσα και τις χρηματιστηριακές αποδόσεις των επιχειρήσεων – ιδίως ανάλογα με το πού βρίσκεται η έδρα τους.
Μια πρωτοποριακή μελέτη των Brent Ambrose, Yifan Chen και Timothy Simin (Penn State University, University of Hawaii, 2025) εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στην τοποθεσία της εταιρείας, τις τιμές κατοικιών και τη διαφορά αποδόσεων μεταξύ «μετοχών αξίας» (value) και «μετοχών ανάπτυξης» (growth).
Τα ευρήματα είναι αποκαλυπτικά: Στις περιοχές όπου οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται γρήγορα, οι μετοχές ανάπτυξης τείνουν να έχουν χαμηλότερες αποδόσεις. Το λεγόμενο «premium» των μετοχών αξίας – δηλαδή η υπεραπόδοσή τους έναντι των μετοχών ανάπτυξης – αυξάνεται κατά περίπου 3,6% ετησίως σε αυτές τις περιοχές.
Η έρευνα χρησιμοποίησε δεδομένα από 9.308 εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 2000–2019. Οι ερευνητές συνέδεσαν τις τοποθεσίες των εταιρικών εδρών (σε επίπεδο τριψήφιου ταχυδρομικού κώδικα) με τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών (HPI) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Κατοικίας (FHFA). Με αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να αποτυπώσουν τις τοπικές μεταβολές στις τιμές ακινήτων και να τις συσχετίσουν με τις αποδόσεις των μετοχών.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσο πιο γρήγορα αυξάνονται οι τιμές των κατοικιών, τόσο περισσότερο ενισχύεται η διαφορά αποτίμησης ανάμεσα στις μετοχές ανάπτυξης (growth) και στις μετοχές αξίας (value).
Όταν οι τιμές των σπιτιών σταματούν να αυξάνονται ή πέφτουν, οι μετοχές αξίας τείνουν να υπεραποδίδουν — ιδιαίτερα σε περιοχές που είχαν γνωρίσει προηγουμένως έντονη άνοδο στις τιμές κατοικιών. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε μετοχές με χαμηλή συμμετοχή θεσμικών επενδυτών, όπου οι μικροεπενδυτές έχουν μεγαλύτερη επιρροή.
Αντίθετα, σε μετοχές με υψηλή συμμετοχή θεσμικών επενδυτών, το φαινόμενο σχεδόν εξαφανίζεται. Η μελέτη αφήνει και ένα ακόμη ενδιαφέρον μήνυμα: Όσο αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής των μικροεπενδυτών στις αγορές, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η πιθανότητα να δημιουργηθούν φούσκες (το είδαμε με χαρακτηριστικό τρόπο το 1999 και εδώ).
Η ευκολία πρόσβασης σε επενδύσεις μέσω εφαρμογών και χαμηλού κόστους brokers ενδεχομένως να έχει οδηγήσει σε μόνιμες στρεβλώσεις τιμών οδηγώντας σε υψηλές αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών (λέγε με GameStop).
Η μελέτη επίσης διαπιστώνει ότι οι εταιρείες με την υψηλότερη αύξηση κόστους εργασίας βρίσκονται σε περιοχές όπου οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν περισσότερο.
Μάλιστα, οι δαπάνες για μισθοδοσία για τις μετοχές ανάπτυξης είναι 50% έως 65% υψηλότερες από αυτές των μετοχών αξίας.
Αυτές οι διαφορές δεν είναι προσωρινές — αποτελούν δομικό χαρακτηριστικό των τοπικών αγορών. Από χρηματοοικονομικής πλευράς, το φαινόμενο εξηγείται από τη λεγόμενη θεωρία προσαρμοστικού κόστους (adjustment cost theory).
Οι επιχειρήσεις ανάπτυξης χρειάζονται να επενδύουν και να προσλαμβάνουν διαρκώς, επομένως είναι πιο ευάλωτες όταν αυξάνεται το κόστος εργασίας ή κεφαλαίου.
Το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερες μελλοντικές αποδόσεις, δηλαδή οι επενδυτές πληρώνουν ακριβά για μετοχές που τελικά αποδίδουν λιγότερο.
Το παραδοσιακό παράδοξο των αγορών – γιατί οι μετοχές αξίας αποδίδουν καλύτερα από τις μετοχές ανάπτυξης – αποκτά έτσι νέα διάσταση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, η υπεραπόδοση των μετοχών αξίας δεν οφείλεται τόσο στην ανωτερότητά τους, όσο στην υποαπόδοση των μετοχών ανάπτυξης σε περιοχές με υψηλή άνοδο τιμών κατοικιών. Με άλλα λόγια, το value premium δεν είναι αποτέλεσμα «καλών» value εταιρειών, αλλά «κουρασμένων» growth εταιρειών που λειτουργούν μέσα σε υπερθερμασμένα οικονομικά περιβάλλοντα.
Οι ερευνητές έδειξαν ότι η τοποθεσία της έδρας μιας εταιρείας έχει στατιστικά σημαντική επίδραση στις αποδόσεις της, ακόμα και όταν λαμβάνονται υπόψη οι κλασικοί παράγοντες της θεωρίας Fama-French (μέγεθος, αναλογία λογιστικής προς αγοραία αξία, κερδοφορία κ.ά.).
Η συσχέτιση παραμένει ισχυρή τόσο σε αστικές όσο και σε αγροτικές περιοχές, γεγονός που αποδεικνύει ότι το φαινόμενο δεν οφείλεται απλώς στις ανισότητες μεταξύ μεγάλων και μικρών εταιριών.
Επιπλέον, ορισμένοι κλάδοι – όπως η λιανική, η υγειονομική περίθαλψη και η μεταποίηση μηχανημάτων – εμφανίζουν εντονότερη αυτή τη σχέση, καθώς βασίζονται περισσότερο σε τοπικές αγορές εργασίας.
Η μελέτη προτείνει ακόμη δύο επενδυτικές στρατηγικές που αξιοποιούν αυτό το φαινόμενο:
- Long σε μετοχές αξίας που βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλή άνοδο τιμών κατοικιών και short σε μετοχές ανάπτυξης σε περιοχές με υψηλή άνοδο.
- Long σε όλες τις μετοχές αξίας και short σε growth μετοχές μόνο σε περιοχές υψηλής ανόδου τιμών.
Αν εφαρμοζόταν από το 2000 έως το 2020, η πρώτη στρατηγική θα είχε αποφέρει 811% συνολική απόδοση, ενώ η δεύτερη 442%, τη στιγμή που ο δείκτης S&P 500 απέδωσε 289%. Οι αποδόσεις αυτές ξεπερνούν σημαντικά το παραδοσιακό «value-growth spread» και υποδεικνύουν ότι η γεωγραφία μπορεί να είναι εξίσου σημαντικός επενδυτικός παράγοντας όσο και οι χρηματοοικονομικοί δείκτες.