Ποια όπλα θα προστεθούν στην φαρέτρα
Shutterstock
Shutterstock
Ευρωαγορές

Ποια όπλα θα προστεθούν στην φαρέτρα

Παρά το καθοδικό κλείσιμο ο βιομηχανικός γερμανικός δείκτης Dax χθες έδωσε νέο ενδοσυνεδριακό υψηλό 13 μηνών, στις 15706 μονάδες, μια ημέρα που λίγο πολύ οι διεθνείς αγορές ήταν εν αναμονή της ομιλίας στο Κογκρέσο του Κεντρικού Τραπεζίτη της Fed, Τζερόμ Πάουελ. 

Αν και ο Dax κλέβει τα φώτα της δημοσιότητας καθώς είναι ο δείκτης αναφοράς των περισσότερων traders για την Ευρώπη, στην ουσία στα υψηλά 13 μηνών κινούνται και ο γαλλικός δείκτης CAC, αλλά και οι δείκτες της Ιταλίας και της Ισπανίας. 

Εν ολίγοις, τα χρηματιστήρια των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης υπεραποδίδουν τους τελευταίους μήνες έναντι της Wall.(σ.σ: τους βασικούς λόγους μπορείτε να τους διαβάσετε εδώ).

Ενώ η Wall λοιπόν έχει κόψει ταχύτητα κάτω από τον φόβο ότι ο πληθωρισμός επιμένει και ως εκ τούτου απέχουμε ακόμα από το τερματικό επιτόκιο, οι ευρωαγορές κινούνται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, παρά το γεγονός ότι και στην Ευρώπη αντιμετωπίζουμε υψηλότατο και επίμονο πληθωρισμό, επομένως έχουμε και μεις «δρόμο» μπροστά μας όσον αφορά τις αυξήσεις των επιτοκίων. 

Πριν λίγες μέρες άλλωστε η πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει υψηλό δομικό πληθωρισμό, ο οποίος θα διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα σε κοντινό χρονικό ορίζοντα, επαναλαμβάνοντας ότι μια αύξηση των επιτοκίων κατά 50μβ στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Μάρτιο είναι πολύ πιθανή. (σ.σ:Η αγορά προεξοφλεί σχεδόν πλήρως μια τέτοια αύξηση καθώς και τερματικό επιτόκιο πλησίον του 4% στο τέλος του 2023, αν και ως στήλη δεν αποκλείουμε και ένα ακόμα μεγαλύτερο ύψος επιτοκίων).

Aν και όπως εξηγήσαμε πριν λίγες ημέρες – περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ- αν συνεχίσει η διόρθωση στη Wall πιθανότατα ως ένα σημείο να ακολουθήσουν και οι ευρωπαϊκές αγορές, εντούτοις η αλλαγή του momentum στην Ευρώπη είναι αξιοπρόσεκτη και «κρύβει» μελλοντικές εξελίξεις σε κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα.

Ξεκινούν σύντομα οι κοινές αγορές φυσικού αερίου

Το πρώτο αφορά το ενεργειακό πεδίο, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να σχεδιάζει τον επόμενο μήνα να κάνει τα πρώτα της βήματα στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου ως καρτέλ αγοραστών σύμφωνα με το Bloomberg.

Ο στόχος των κοινών αγορών φυσικού αερίου είναι ο περιορισμός των ενεργειακών τιμών, οι οποίες μπορεί με τη συνδρομή του ήπιου χειμώνα να έχουν μειωθεί εντυπωσιακά σε σχέση με τα επίπεδα του περσινού Αυγούστου, εντούτοις παραμένουν σε αυξημένα επίπεδα σε σχέση με την περίοδο πριν τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έναντι εκείνης των ΗΠΑ και της Κίνας.

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Maros Sefcovic, δήλωσε ότι σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις η ζήτηση από τα 27 κράτη του μπλοκ και τις τρεις γειτονικές χώρες- Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν- προσδιορίζεται πέριξ των 24 δισ. κυβικών μέτρων για τα επόμενα τρία χρόνια. Η ΕΕ αναμένει ότι οι πρώτες συμβάσεις με προμηθευτές από τις ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική θα υπογραφούν γύρω στον Ιούνιο, ενώ ο διαγωνισμός θα ξεκινήσει μέσα στον Απρίλιο.

Ήδη περισσότερες από 50 εταιρείες από όλο τον κόσμο ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με την Ευρώπη μέσω της ενεργειακής πλατφόρμας. Μετά τον πρώτο διαγωνισμό, η ΕΕ θα διοργανώνει κοινές αγορές σε τακτική βάση, προκειμένου να διασφαλίσει την πληρότητα των αποθηκών για τον επόμενο χειμώνα μ’ένα λελογισμένο κόστος.

Οι κοινές αγορές φυσικού αερίου θα φέρουν πραγματική ανακούφιση για βιομηχανικούς κλάδους όπως είναι ο χάλυβας, το αλουμίνιο, τα κεραμικά, το γυαλί και η αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς θα αυξήσει τον ανταγωνισμό και θα φέρει νέους προμηθευτές στην ευρωπαϊκή αγορά, με αποτέλεσμα να αποκλιμακωθούν περαιτέρω οι ενεργειακές τιμές. 

Αυτό με τη σειρά του θα βοηθήσει να κλείσει η ψαλίδα του κόστους λειτουργίας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε σχέση με την αμερικανική ή την κινεζική, εξασφαλίζοντας την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Πόσο κοντά είμαστε σε ένα «Europe IRA»

Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού των Ηνωμένων Πολιτειών του 2022 , γνωστός με το ακρωνύμιο IR-Inflation Reduction Act – στοχεύει μεταξύ άλλων στις επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας, προωθώντας παράλληλα την καθαρή ενέργεια. Είναι λοιπόν ένας νόμος σημαντικός για το κλίμα, ο οποίος όμως περιλαμβάνει επιδοτήσεις που προκαλούν στρέβλωση του εμπορίου.

Οι αναμενόμενες πράσινες επιδοτήσεις του IRA είναι παρόμοιου μεγέθους με εκείνες που είναι διαθέσιμες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπου οι επιδοτήσεις της ΕΕ παραμένουν πολύ μεγαλύτερες. 

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές. Βλέπετε, ορισμένες επιδοτήσεις του IRA κάνουν διακρίσεις σε βάρος ξένων παραγωγών ενώ οι επιδοτήσεις της ΕΕ όχι. 

(σ.σ:Όσον αφορά ακριβώς τον αμερικανικό προστατευτισμό στις αμερικανικές επιδοτήσεις, ειδικά για την αυτοκινητοβιομηχανία, αντιδρά έντονα η Ευρώπη).

Επίσης, να αναφέρουμε ότι οι επιδοτήσεις καθαρής τεχνολογίας του IRA επικεντρώνονται κυρίως στη μαζική ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών παρά στην καινοτομία.

Εδώ και μήνες στην Ευρώπη έχει ξεκινήσει η συζήτηση όσον αφορά την ευρωπαϊκή απάντηση στον IRA, αλλά και στις ευρύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γηραιά Ήπειρος.

Απαντώντας στον IRA, η ΕΕ δεν θα πρέπει απλώς να επιδιώξει να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά να επιδιώξει και ευρύτερους στόχους, όπως μια εμπορική πολιτική που θα περιλαμβάνει μεταρρύθμιση του καθεστώτος διεθνών επιδοτήσεων και την ανάπτυξη ενός μέσου για επιδοτήσεις σε επίπεδο ΕΕ που θα εστιάζει στην ανάπτυξη πρώιμου σταδίου και στην αύξηση της ανθεκτικότητας της ΕΕ στις διαταραχές των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. 

Η ομορφιά αυτής της προσέγγισης είναι ότι είναι πανευρωπαϊκή. Θα προωθεί ίσους όρους ανταγωνισμού για τα κράτη μέλη της ΕΕ και έτσι θα προστατεύσει ένα από τα βασικά μας επιτεύγματα: την ενιαία αγορά. 

Τη στιγμή που η Ευρώπη αναζητά λοιπόν το δικό της σχέδιο δράσης, η Γερμανία έχει εκπονήσει ήδη ένα προσχέδιο για την αγορά ενέργειας με το όνομα DENA, μέρος του οποίου δημοσίευσε η Handelsblatt.

Το γερμανικό προσχέδιο στοχεύει στην καταπολέμηση του πληθωρισμού μέσω μεγάλων επενδύσεων στις ΑΠΕ και τη δημιουργία εφοδιαστικής αλυσίδας στην ηλιακή και αιολική ενέργεια, με απώτερο σκοπό τον εξορθολογισμό των λογαριασμών ρεύματος.

Σύμφωνα με τη Handelsblatt, η Γερμανία σχεδιάζει να αγοράσει την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο πλαίσιο «κρατικών εγγυήσεων», προκειμένου να προωθήσει την ταχύτερη ανάπτυξη της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας. Σκέφτεται μάλιστα να θεσπίσει ένα σύστημα μειωμένης φορολογίας στους παραγωγούς, αντίστοιχο με εκείνο των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με αυτό το προσχέδιο, το κράτος θα αγοράζει την παραγόμενη ενέργεια απευθείας από τους παραγωγούς και στη συνέχεια θα την διανέμει στη βιομηχανία, μειώνοντας σημαντικά το ενεργειακό της κόστος. 

Το ρεπορτάζ είχε και αποκαλυπτικούς αριθμούς:Οι ΑΠΕ στη Γερμανία θα μπορούν να υποστηρίξουν ένα μέσο κόστος 50-80 ευρώ/MWh. Με τις εκπτώσεις φόρου το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί στα 25-55 ευρώ/MWh για περίπου 10 χρόνια.

Επίσης, σε αντιστοίχιση με το σχέδιο IRA, προβλέπεται η δημιουργία μιας εγχώριας αλυσίδας εφοδιασμού καθαρής ενέργειας, που θα «χτιστεί» στην ουσία με εκπτώσεις φόρου για την κατασκευή ηλιακών και αιολικών projects.

Είναι κατανοητό ότι όλα αυτά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα για τον κλάδο των ΑΠΕ από επενδυτικής σκοπιάς, δεδομένου ότι η νομοθεσία IRA για την μείωση του πληθωρισμού των ΗΠΑ και η αντίστοιχη νομοθεσία που είναι θέμα χρόνου να θεσπιστεί στην Ευρώπη συνεπάγονται επενδύσεις περίπου 3-3,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2032.

Έχει μάλιστα εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι σύμφωνα με τη συνοπτική έκθεση της Goldman Sachs με αφορμή το δημοσίευμα της Handelsblatt πάνω στο γερμανικό προσχέδιο, η RWE και η Meyer Burger θα ηγηθούν των επενδύσεων αυτών.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.