Η ήπια άνοδος που σημειώνουν τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια για την πρώτη συνεδρίαση του φθινοπώρου φαίνεται πως αποτελεί νηνεμία πριν από μια περίοδο δύο εβδομάδων που θα είναι ταραχώδης για τις αγορές διεθνώς.
Μετά από ένα «μπαράζ» μακροοικονομικών στοιχείων σε Ευρώπη και ΗΠΑ που θα ανακοινωθούν μέχρι την προσεχή Παρασκευή, τη σκυτάλη θα λάβουν στις 11 και στις 17 Σεπτεμβρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), με τις πρώτες ανακοινώσεις για τη νομισματική πολιτική μετά από την καλοκαιρινή ραστώνη.
Στα της ΕΚΤ, βασική πηγή ανησυχίας είναι η πολιτική κρίση στη Γαλλία και η -διαφαινόμενη, τουλάχιστον- πτώση της κυβέρνησης του Φρανσουά Μπαϊρού. Μετά από ένα Σαββατοκύριακο συζητήσεων με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός του Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ανοιχτά πως δεν είναι αισιόδοξος για συμβιβασμούς, ενόψει της κρίσιμης ψήφου εμπιστοσύνης που έχει ζητήσει να λάβει στο γαλλικό κοινοβούλιο στις 8 Σεπτεμβρίου.
Η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις γύρω από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Κριστίν Λαγκάρντ να εκφράζει τη Δευτέρα σε συνέντευξη της ανησυχία για το ενδεχόμενο κατάρρευσης της κυβέρνησης του Μπαϊρού.
Εν αναμονή των εξελίξεων στο Παρίσι, μένει να φανεί το κατά πόσο η πολιτική κρίση στη Γαλλία μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις της ΕΚΤ επί των επιτοκίων της.
Οι αγορές δίνουν πάνω από 91% πιθανότητες για το ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα βασικά επιτόκια της στα τρέχοντα επίπεδα την ερχόμενη εβδομάδα.
Σημειώνεται πως την Τρίτη θα ανακοινωθούν τα προκαταρκτικά στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη κατά τον Αύγουστο.
Μια ενδεχόμενη μέτρηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή πάνω από τα επίπεδα του 2% (στόχο που έχει θέσει η ευρωτράπεζα για τη διατήρηση της σταθερότητας στην οικονομία) θα μπορούσε να ενισχύσει τις πιέσεις προς της ΕΚΤ για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής -αν όχι στις 17 Σεπτεμβρίου, μέσα στο 2025.
Οι πιθανότητες για μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης έως το τέλος του έτους διαμορφώνονται στο 23% και μένει να φανεί το κατά πόσο τα ποσοστά θα αλλάξουν ενόψει και των πολιτικών εξελίξεων στη Γαλλία αλλά και μετά τις αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου από την ευρωτράπεζα.
Η Fed
Μετά από τις ανακοινώσεις της Φρανκφούρτης, οι προβολείς των αγορών θα στραφούν στην Fed και στις ανακοινώσεις της αμερικανικής τράπεζας στις 17 Σεπτεμβρίου, μετά την ολοκλήρωση της διήμερης συνεδρίασης της νομισματικής επιτροπής (FOMC).
Στελέχη της ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας του κόσμου «έδειξαν» με δηλώσεις τους μέσα στο Σαββατοκύριακο προς μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης.
Ωστόσο -όπως και στην περίπτωση της ΕΚΤ- οι αποφάσεις για μικρότερο κόστος δανεισμού περνούν μέσα από την πορεία της οικονομίας. Με επίκεντρο τις ανακοινώσεις για τις προσλήψεις στις ΗΠΑ κατά τον Αύγουστο που αναμένονται την Παρασκευή, οι αναλυτές θα εστιάσουν στα μακροοικονομικά στοιχεία για να αποτιμήσουν το ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις της Fed τους επόμενους μήνες.
Σε αντίθεση με την ΕΚΤ, οι επόμενες κινήσεις της Fed «κουβαλούν» τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, δεδομένων των επιθέσεων του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά του Αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη, Τζερόμ Πάουελ και άλλων κορυφαίων στελεχών της Fed.
Η Κριστίν Λαγκάρντ επέκρινε αυτές τις κινήσεις του Τραμπ στη συνέντευξη της τη Δευτέρα, λέγοντας πως «αν η νομισματική πολιτική των ΗΠΑ δεν ήταν πλέον ανεξάρτητη και εξαρτιόταν από τις εντολές του ενός ή του άλλου προσώπου, τότε πιστεύω ότι η επίδραση στην ισορροπία της αμερικανικής οικονομίας θα μπορούσε, ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων που αυτό θα είχε σε όλο τον κόσμο, να είναι πολύ ανησυχητική».
H Goldman για τις ευρωπαϊκές μετοχές
Εν μέσω των παραπάνω, η Goldman Sachs εκτίμησε τη Δευτέρα ότι ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 θα σημειώσει άνοδο περίπου 2% από τα σημερινά του επίπεδα και αναμένεται να κλείσει το έτος στις 560 μονάδες.
Για το 2026 προβλέπεται πως θα καταγράφει ετήσια κέρδη 5%.
Η Goldman στάθηκε στην «αυξανόμενη επιθυμία των επενδυτών να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις τους από την έκθεση στις ΗΠΑ, τόσο λόγω της αδυναμίας του δολαρίου όσο και της συγκέντρωσης των θέσεων στον τομέα της τεχνολογίας».
Η στρατηγική αναλύτρια του οίκου, Σάρον Μπελ, πρόβλεψε σωστά τον Μάιο ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές δεν ήταν πιθανό να επαναλάβουν την ισχυρή απόδοσή τους του πρώτου τριμήνου.
Όπως μετέδωσε το Bloomberg, ο Stoxx 600 δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει τα επίπεδα ρεκόρ που έφτασε τον Μάρτιο, με τους αμερικανικούς δασμούς και τα υποτονικά εταιρικά κέρδη να κρατούν τους επενδυτές σε αναμονή.