Υποχώρηση καταγράφηκε στο επενδυτικό κλίμα της Γερμανίας που καταρτίζει το ινστιτούτο ZEW, καθώς τα προβλήματα που εμφανίζει η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μένουν σε ισχύ.
Όπως ανακοινώθηκε την Τρίτη, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών διαμορφώθηκε στις 38,5 μονάδες για τον Νοέμβριο έναντι 39,3 μονάδων τον Οκτώβριο και ενώ οι αναλυτές που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters ανέμεναν μια μέτρηση στις 41 μονάδες.
Ο δείκτης τρεχουσών συνθηκών διαμορφώθηκε στις -78,7 μονάδες έναντι -80 μονάδων τον Οκτώβριο και ενώ οι αναλυτές ανέμεναν μια μέτρηση στις -78,2 μονάδες.
«Το γενικό κλίμα χαρακτηρίζεται από πτώση της εμπιστοσύνης στην ικανότητα της γερμανικής οικονομικής πολιτικής να αντιμετωπίσει τα επείγοντα ζητήματα», δήλωσε ο πρόεδρος του ZEW, Αχίμ Βάμπαχ, σε ανακοίνωση την Τρίτη.
«Αν και το επενδυτικό πρόγραμμα είναι πιθανό να δώσει οικονομική ώθηση, τα διαρθρωτικά προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται».
Όπως σχολίασε το Bloomberg, μετά από δύο χρόνια συρρίκνωσης και ασταθούς παραγωγής το 2025, υπάρχουν κάποια σημάδια ότι τα σχέδια της κυβέρνησης να δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα και τις υποδομές μεταφράζονται σε ισχυρότερη ανάπτυξη. Οι αναλυτές αναμένουν αύξηση της παραγωγής το τέταρτο τρίμηνο μετά τη στασιμότητα του τρίτου.
Άλλοι δείκτες πρόσφατα έδωσαν διαβεβαιώσεις ότι αυτές οι προσδοκίες θα πραγματοποιηθούν. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη σημείωσε άνοδο στο υψηλότερο επίπεδο από το 2022 στην μηνιαία έρευνα του ινστιτούτου Ifo, ενώ μια ξεχωριστή δημοσκόπηση της S&P Global έδειξε ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα σημείωσε άνοδο τον Οκτώβριο, με κινητήριο δύναμη τον τομέα των υπηρεσιών.
Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε λιγότερο από το αναμενόμενο τον Σεπτέμβριο, αντισταθμίζοντας μόνο εν μέρει την πτώση του προηγούμενου μήνα. Οι παραγγελίες των εργοστασίων αυξήθηκαν για πρώτη φορά σε πέντε μήνες, αλλά το Υπουργείο Οικονομίας προειδοποίησε ότι η κατάσταση παραμένει «εύθραυστη».
Ο βιομηχανικός τομέας της Γερμανίας, που εξαρτάται από τις εξαγωγές, διατρέχει ιδιαίτερο κίνδυνο από την αύξηση των αμερικανικών δασμών και τον εντονότερο ανταγωνισμό από την Κίνα.
