WEF: Συγκρίνοντας την ύφεση του 2008 με την κρίση του κορονοϊού

WEF: Συγκρίνοντας την ύφεση του 2008 με την κρίση του κορονοϊού

Πόσο πιθανή είναι μια επανάληψη της κρίσης του 2008 με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού; Στο ερώτημα που απασχολεί με αγωνία μεγάλο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως, επιχειρεί να απαντήσει άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ από τέσσερις επιφανείς ερευνητές-οικονομολόγους του London School of Economics. 

Οι Τζον Ντάνιελσον, Δημήτρης Βαγιάνος, Ζαν-Πιερ Ζιγκράντ και Ρόμπερτ Μακρέι εκτιμούν ότι κορονοϊός έχει ισχυρό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία, όμως δεν είναι η ίδια κρίση με το 2008. 

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν σίγουρα ομοιότητες: οι εκτεταμένες πτωχεύσεις, οι ελλείψεις ρευστότητας, οι μεγάλες απώλειες και ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που μπορεί να πτωχεύσουν. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι μια συστημική κρίση είναι αναπόφευκτη ή ακόμη και πιθανή».

Οι συγγραφείς θεωρούν ότι η κρίση του 208 ήταν ενδογενές σοκ για την παγκόσμια οικονομία, σε αντίθεση με την πανδημία που είναι εξωγενές.

«Η κρίση του 2008, στον πυρήνα της προκλήθηκε από την αλληλεπίδραση των συμμετεχόντων στην αγορά, οι οποίοι άρχισαν να αμφισβητούν τις προϋποθέσεις λειτουργίας του συστήματος. Το αποτέλεσμα ήταν συγχρονισμένες αποφάσεις για πώληση  περιουσιακών στοιχείων και αποφυγή των ίδιων ανοιγμάτων, προκαλώντας έντονη έλλειψη ρευστότητας. Η κρίση εξαντλήθηκε από τις αδυναμίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος: δομημένα πιστωτικά προϊόντα κακής ποιότητας και χαμηλού κινδύνου, παραπλανητικά τραπεζικά κεφάλαια και μεγάλες οφειλές εκτός ισολογισμού. Η διαδικασία ήταν κυρίως ενδογενής».

Στη συνέχεια οι ερευνητές εκτιμούν ότι το σοκ του κορονοϊού «είναι καθαρά εξωγενές για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Παραθέτουν δε τους λόγους για τους οποίους η κατάσταση είναι διαφορετική από ότι πριν 12 χρόνια.

«Το ίδιο το σοκ κορονοϊού είναι εξωγενές και το γεγονός ότι δεν είναι συνέπεια των εγγενών αδυναμιών του συστήματος είναι ενθαρρυντικό.

Τα τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είναι πιο επιρρεπή σε συστημικές κρίσεις - οι τράπεζες - είναι σε καλύτερη κατάσταση από ό, τι το 2008. Η προσοχή είναι μεγαλύτερη και οι ρυθμιστικές αρχές είναι πιο ισχυρές και καλύτερα ενημερωμένες. Ο δανεισμός υψηλού ρίσκου πραγματοποιείται όλο και περισσότερο από μη τραπεζικά ιδρύματα, κρατικά επενδυτικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου, αγορές ομολόγων και τα συναφή. Οι τράπεζες είναι πιο ικανές να απορροφήσουν τις αθετήσεις υποχρεώσεων και να δώσουν στις αρχές περισσότερα περιθώρια για να αποτρέψουν την εκτεταμένη χρεοκοπία».

Το πρόβλημα σήμερα δεν έγκειται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά στο ευρύ φάσμα των υπερχρεωμένων εταιρειών. Κατά κάποιο ειρωνικό τρόπο, αυτές οι επιχειρήσεις είναι εν μέρει τόσο χρεωμένες λόγω των χαμηλών επιτοκίων μετά το 2008.

Η σύγκριση μεταξύ της κρίσης του κορονοϊού και της παγκόσμιας συστημικής κρίσης του 2008 είναι αναπόφευκτη, όμως αναλύεται μέσω του φακού του εξωγενούς και ενδογενούς κινδύνου που διαφέρουν.

Ο κορονοϊός είναι ένα εξωγενές σοκ για την οικονομία. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται έξω από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, σε μια πραγματική οικονομία στην οποία τα καταστήματα, οι υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις κλείνουν με κρατική ευθύνη και το εισόδημα των εργαζομένων που εμπλέκονται καταρρέει.

Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι η κατάλληλη πολιτική απάντηση δεν μπορεί να περιοριστεί στη μείωση των επιτοκίων ή των αγορών εταιρικών ή κρατικών ομολόγων στην ανοικτή αγορά, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει και την ανεκτικότητα και την στοχοθετημένη βοήθεια και παρόμοιες πολιτικές.