Η «μεγάλη παρτίδα» του Πούτιν: Οι πραγματικές επιδιώξεις και η εμμονή με την Ουκρανία

Η «μεγάλη παρτίδα» του Πούτιν: Οι πραγματικές επιδιώξεις και η εμμονή με την Ουκρανία

Στην διαμόρφωση μιας νέας Τάξης Πραγμάτων που θα αποκαθιστά τον ρόλο της Ρωσίας στο παγκόσμιο σύστημα και θα συντηρεί τις ζώνες ασφαλείας, έναν ιδιότυπο ζωτικό χώρο γύρω από την σημερινή Ρωσία, έχει στραφεί η προσπάθεια του Βλαντιμίρ Πούτιν ο οποίος τώρα εκμεταλλεύεται το κενό που αφήνουν τρεις διαδοχικοί Αμερικανοί πρόεδροι, τις προφανείς διχογνωμίες μεταξύ των Ατλαντικών Συμμάχων και φυσικά με μεγάλο όπλο το φυσικό αέριο και την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από την Μόσχα.

Η κρίση στην Ουκρανία αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για τον Ρώσο ηγέτη καθώς θεωρεί ότι τώρα είναι η ευκαιρία για την οριστική διαμόρφωση κόκκινων γραμμών, σχετικά με το πόσο κοντά στην Ρωσία θα επεκταθεί η Δύση, αλλά προκύπτουν και μια σειρά άλλων προκλήσεων.

Ο εκδημοκρατισμός και η μεταστροφή προς την Δύση χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που αποτελούν τις ζώνες ασφαλείας της Ρωσίας, όπως η Ουκρανία, ή η Γεωργία θα αποτελέσουν «κακό παράδειγμα» και για τις ρωσικές πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούν την ηγεμονία του στο εσωτερικό της Ρωσίας, ενόψει μάλιστα και των εκλογών του 2024  που θα τον καταστήσουν σχεδόν «ισόβιο ηγέτη» της πυρηνικής υπερδύναμης.

Ο Ρώσος ηγέτης έχει ζυγίσει καλά την Δύση και θεωρεί ότι η ατιμωρησία που απολαμβάνει μετά και την εισβολή και προσάρτηση της Κριμαίας, του αφήνει ελεύθερο το πεδίο για να υλοποιήσει τα σχέδια του, να εκβιάσει και να απειλήσει  την Δύση σε ένα παιγνίδι υψηλού ρίσκου το οποίο γνωρίζει να το παίζει καλά μέχρι τέλους.

Απέναντι του μια αδύναμη και σε σύγχυση αμερικανική ηγεσία που προσπαθεί να διασώσει το κύρος της αλλά και το κύρος της υπερδύναμης, που χωρίς να δηλώνει βεβαίως ότι επίκειται η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, δεν μπορεί για λόγους και γεωπολιτικούς αλλά και ιδεολογικούς να αποδεχθεί ότι η Ρωσία θα αποκτήσει δικαίωμα βέτο στις επιλογές μιας ανεξάρτητης χώρας την οποία ακόμη εκλαμβάνει ως «προτεκτοράτο» της Σοβιετικής Ένωσης.

Και μεγάλος απών από αυτή την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας για την Ευρώπη, η ίδια η Ευρώπη που στοιχίζεται πίσω από την Ουάσιγκτον, την ώρα που η Γερμανία κάνει «παιγνίδι» πάνω και κάτω από το τραπέζι με την Μόσχα και ενώ η Ιταλία και η Γαλλία θα προτιμούσαν τον διάλογο με τον Πούτιν παρά την θερμή αυτή αντιπαράθεση.

Οι απαιτήσεις της Μόσχας με το έγγραφο ασφαλείας που έχει επιδοθεί  στους Αμερικανούς, για δέσμευση μη περαιτέρω επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, απομάκρυνση εξοπλισμών και στρατευμάτων από χώρες όπως η Ρουμανία, διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, απαγόρευση εγκατάστασης πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη, είναι όροι που δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτοί από την αμερικανική ηγεσία και απλώς μεγαλώνουν το αδιέξοδο.

ΗΠΑ και Ρωσία έχουν εμπλακεί και σε μια αντιπαράθεση γοήτρου, που θα μπορούσε να εξελιχθεί στην μεγαλύτερη σύγκρουση συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη μετά τον Β παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρόεδρος Μπάιντεν κρατά στα χέρια του την αξιοπιστία της Δύσης, και το ίδιο το κύρος των ΗΠΑ ως Παγκόσμιας Δύναμης, ενώ διακινδυνεύει μια βαθιά οικονομική κρίση στην Δύση λόγω του ενεργειακού χαρτιού που κρατά στα χέρια του ο Β. Πούτιν.

Ο Β. Πούτιν που θέλει να αποκαταστήσει το παγκόσμιο κύρος της Ρωσίας πιθανόν μπλοφάρει με την ενίσχυση των δυνάμεών του στα σύνορα με την Ουκρανία, όμως θα είναι θετική εξέλιξη για τον ίδιο η αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας που θα την καταστήσει πιο ευάλωτη σε πιέσεις και θα του δώσει «πόντους» στο εσωτερικό της χώρας του. Όμως η αντιφατική πολύ συχνά ρητορική της Ουάσιγκτον (η γκάφα του Τ. Μπάιντεν για «μικρή εισβολή» δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Ρώσους), η διστακτικότητα που έχει επιδείξει ο αμερικανός πρόεδρος για δυναμική αντίδραση σε κάθε προσπάθεια παρέμβασης στην Ουκρανία, καθώς και η σαφώς διχασμένη Ευρώπη, μπορεί να ανοίξουν την όρεξη της Μόσχας, θεωρώντας ότι τώρα είναι η ώρα να τελειώσει οριστικά με την υπόθεση της Ουκρανίας αλλά και των ζωνών επιρροής  γύρω από την Ρωσία.

Η Δύση απειλεί με κυρώσεις, από τις οποίες θα πληγεί η ρωσική οικονομία, συγχρόνως όμως πλήττονται και οικονομίες των χωρών της Ευρώπης που έχουν υψηλές εμπορικές ανταλλαγές με την Ρωσία και είναι σχεδόν αποκλειστικά εξαρτημένες ενεργειακά από την GAZPROM. Η δυνατότητα αποκλεισμού της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα οικονομικών συναλλαγών SWIFT θα αποτελούσε ένα ισχυρό πλήγμα για την Ρωσία, αλλά συγχρόνως θα της έδινε την αφορμή για να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις με πιθανότερη την σύμπραξη με την Κίνα, κάτι που θα οδηγούσε τελικά σε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουν οι Αμερικανοί με τις κυρώσεις.

Μια εισβολή στην Ουκρανία βεβαίως θα έχει σημαντικά μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος για τον Πούτιν, ο οποίος δεν διστάζει να προχωρήσει σε υψηλού ρίσκου επιχειρήσεις υπολογίζοντας όμως πάντοτε την σχέση κόστους /οφέλους. Εξάλλου αντί της ευθείας ρωσικής επίθεσης θα μπορούσε να εκδηλωθεί  στρατιωτική δράση από τους αυτονομιστές της Ανατολικής  Ουκρανίας που έχουν την στήριξη της Μόσχας. Και ενδεχόμενη παρέμβαση του Κίεβου εναντίον τους θα μπορούσε να προκαλέσει την ρωσική αντίδραση.

Η Ουκρανία κέρδισε την ανεξαρτησία της πριν από 30 χρόνια  μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και από τότε παλεύει να αντιμετωπίσει την διαφθορά και τις εσωτερικές διαιρέσεις. Αν και η πλειοψηφία των Ουκρανών υποστηρίζει την πρόσδεση της χώρας με την Δύση, η Ανατολική Ουκρανία που φιλοξενεί και την πλειοψηφία των 8 εκατομμυρίων ρωσόφωνων είναι  σταθερά προσανατολισμένη στην Ρωσία. Το 2014 μετά την ανατροπή του ρωσόφιλου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο Β. Πουτιν έδωσε εντολή για την εισβολή και κατάληψη της Κριμαίας την οποία προσάρτησε στην Ρωσία, ενώ στην περιοχή του Ντονμπας, οι υποστηριζόμενοι από την Ρωσία αντάρτες ξεκίνησαν την αναμέτρηση τους με τις ουκρανικές δυνάμεις που άφησε πίσω 14.000 νεκρούς.

Τα γεγονότα αυτά δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο την θέληση της Ουκρανίας να προσδεθεί στην Δύση και η ουκρανική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα υποβάλει αίτημα για ένταξη στην Ε.Ε. το 2024, ενώ συγχρόνως επιδιώκει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, δυο αιτήματα που πέραν της ρητορικής στήριξης, μικρή απήχηση έχουν μεταξύ ευρωπαίων εταίρων και συμμάχων.

Ο Πούτιν εκτός της ατιμωρησίας που απολαμβάνει μέχρι τώρα, έχει εξασφαλίσει και έναν ευρύτατο κύκλο πολιτικών της Ευρώπης, οι οποίοι είναι στενά συνδεδεμένοι με την Ρωσία.

Ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Γ. Σρέντερ, υποστηρικτής της στρατηγικής συνεργασίας με την Ρωσία, προσλήφθηκε από την Rosneft ως πρόεδρος το 2017,  ο πρώην Γάλλος πρωθυπουργός Φ. Φιγιό και η πρώην αυστριακή υπουργός εξωτερικών Κ. Κνέισλ προσλήφθηκαν στα Δ.Σ μεγάλων ρωσικών κρατικών εταιριών. Ο Πούτιν βλέπει την Ουκρανία σαν σφαίρα επιρροής ,και λιγότερο σαν ανεξάρτητο κράτος και έτσι θεωρεί ότι μπορεί και έχει λόγο για τις επιλογές της χώρας αυτής.

Ο Ρώσος ηγέτης το 2014 μετά την εισβολή στην Κριμαία δήλωνε: «Ρώσοι και Ουκρανοί είναι  ο ίδιος  λαός. Το Κίεβο είναι η Μητέρα  των Ρωσικών Πόλεων. Οι αρχαίοι Ρως είναι  η κοινή προέλευση μας και δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλον..». Ίσως και αυτές οι εθνικιστικές - ιδεολογικές προσεγγίσεις, μαζί με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις εξηγούν ακόμη καλύτερα την εμμονή του Πούτιν με την Ουκρανία…

Το μόνο σίγουρο είναι ότι  ο Ρώσος πρόεδρος συνήθισε τα τελευταία χρόνια από τέτοιες αντιπαραθέσεις να μην φεύγει ποτέ με άδεια χέρια…Μένει να αποδειχθεί αν ο Τζο Μπάιντεν παρά τα στραβοπατήματα, θα μπορέσει να ανατρέψει αυτή την παράδοση..