Ξεφούσκωσε το τραπεζικό ενδιαφέρον στο Χρηματιστήριο;
Shutterstock
Shutterstock

Ξεφούσκωσε το τραπεζικό ενδιαφέρον στο Χρηματιστήριο;

Οι επενδυτές αντέδρασαν προχθές με υπερβολή στη φημολογία σχετικά με την τιμή που έχει προταθεί για τη μετοχή της Alpha Bank, στο mega deal με την UniCredit.

Σύμφωνα με τις ίδιες φήμες η προσφορά της UniCredit κυμαίνεται από 1,35 ευρώ έως 1,46 ευρώ ανά μετοχή, για ένα deal που μπορεί να γίνει είτε σύντομα μέσω της διαγωνιστικής διαδικασίας αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, είτε μέσα στους επόμενους 24 μήνες ανάλογα με την έκβαση του διαγωνισμού.

Ωστόσο, η χθεσινή συνεδρίαση έδειξε πως το αγοραστικό κύμα δεν είχε προς το παρόν συνέχεια. Αποδεικνύοντας πως σήμερα βρισκόμαστε σε ένα χρονικό σημείο, που η μεν αισιοδοξία επιστρέφει δια απτών αποτελεσμάτων και γεγονότων, οι δε ανησυχίες διευρύνονται λόγω του ευρύτερου περιβάλλοντος. Διότι εάν αυτή η στρατηγική συμφωνία ανάμεσα σε μια εγχώρια συστημική τράπεζα και στην 14η μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης, δεν στάθηκε ικανή να τροφοδοτήσει με τόνους καυσίμων την εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, τότε κάτι άλλο συμβαίνει. Και το οποίο δεν έχει θετικά χαρακτηριστικά.

Η ανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» και το κυοφορούμενο deal της UniCredit με την Alpha Bank, υπό κανονικές συνθήκες όπως λέγαμε στο μάθημα της Χημείας, θα μπορούσε να προσδώσει μια νέα δυναμική στην αγορά. Και αυτό φάνηκε ως ένα σημείο. Ωστόσο, παρά το συνδυασμό αυτών των δυο εξαιρετικών συμβάντων, οι μετοχές των τραπεζών παραμένουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις τιμές που είχαν καταγράψει εν αναμονή της «επενδυτικής βαθμίδας» και όταν δεν υπήρχε ούτε κατά φαντασίαν, το deal της UniCredit με την Alpha Bank.

Η μετοχή της Eurobank, εξακολουθεί να διαπραγματεύεται κάτω από την τιμή του πακέτου του 1,4% του μετοχικού κεφαλαίου που αγόρασε η ίδια η τράπεζα από το ΤΧΣ στο 1,8 ευρώ ανά μετοχή, διαπραγματευόμενη πέριξ του 1,5 ευρώ. Οι δε μετοχές της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς φαίνεται πως δεν έχουν λάβει υπ’ όψιν τους, το premium της τιμής που σύμφωνα με τις φήμες προσφέρει η UniCredit για την Alpha Bank.

Είναι προφανές, πως για να μην προσεγγίζουν οι μετοχές των τραπεζών τα προηγούμενα υψηλά τους, δεν έχει εμφανιστεί ακόμα το πολυαναμενόμενο ενδιαφέρον από τους θεσμικούς επενδυτές του εξωτερικού και οι πολυπόθητες εισροές αγοραστικών κεφαλαίων. Γιατί; Τι μπορεί να προβληματίζει τους επενδυτές; 

Μια γενική απάντηση θα μπορούσε να είναι η ανησυχία για τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις. Μια πιο ειδική απάντηση θα ήταν η ανησυχία των επενδυτών μετά την απογείωση των αποδόσεων των ομολόγων. Ωστόσο, τα funds από το εξωτερικό, εστιάζουν και σε άλλα περισσότερο εξειδικευμένα σημεία των τραπεζών.

Εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων από επιχειρήσεις και ιδιώτες, που επλήγησαν από τη θεομηνία στην Περιφέρεια της Θεσσαλίας. 

Εκφράζονται ανησυχίες σχετικά την πορεία του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης. Καθώς τα αυξημένα επιτόκια και η διαφαινόμενη επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, έχουν αποκλιμακώσει τη ζήτηση για νέα δάνεια. Τη βασικότερη ελπίδα για ανατροπή της εμφανιζόμενης υποχώρησης των χορηγήσεων αποτελεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που πέραν των ευρωπαϊκών πόρων, απαιτεί ίδια κεφάλαια και τραπεζικό δανεισμό. 

Εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με τα οργανικά έσοδα, καθώς τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Τράπεζα φαίνεται πως έχουν φτάσει στην κορυφή τους, μην αφήνοντας άλλα περιθώρια για αυξήσεις των επιτοκίων των τραπεζικών χορηγήσεων. Παράλληλα η μετακίνηση χρημάτων από τις καταθέσεις ταμιευτηρίου με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, σε προθεσμιακές καταθέσεις και σε προϊόντα σταθερού εισοδήματος με αποδόσεις της τάξεως του 4% με 8%, ροκανίζουν τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών. Βέβαια, οι τράπεζες διαθέτουν καταθέσεις που πλησιάζουν τα 200 δισ. ευρώ, τη στιγμή που το σύνολο των χορηγήσεων πλησιάζει τα 150 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να διαθέτουν την άνεση να μην πιέζονται για αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις.

Εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο αύξησης του ποσοστού των ελάχιστων υποχρεωτικών καταθέσεων, των λεγόμενων «minimum reserves», που πρέπει να τηρούν οι συστημικές τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό θα οδηγούσε αφ’ ενός σε μείωση της ρευστότητας των τραπεζών και αφ’ ετέρου στη μείωση των αποδόσεων αυτών των υποχρεωτικών δεσμευμένων καταθέσεων που απολαμβάνουν από τον Ιούλιο του 2022 μηδενικές αποδόσεις.

Ο Μάνος Χατζηδάκης στο πρόσφατο άρθρο του,  «Τράπεζες: Το καλύτερο τρίμηνο οργανικής κερδοφορίας μέχρι το επόμενο!». «Με την κερδοφορία των τραπεζών να διαμορφώνει πολλαπλασιαστές κερδών μεταξύ 4,5 και 5,5 φορές η ανάγκη επί του παρόντος για περισσότερα κέρδη προκειμένου οι κεφαλαιοποιήσεις να δουν υψηλότερα επίπεδα είναι μάλλον εκτός συζήτησης. Κάθε άλλο μάλιστα. Μια τόσο χαμηλή σχέση τιμής κερδών βάζει στο τραπέζι υποψίες ότι κάτι δεν πάει καλά, κάποιο ρίσκο δεν έχει αναγνωρισθεί στην έκταση που του αναλογεί. Και η αλήθεια είναι ότι δυσκολευόμαστε πολύ να το βρούμε.»