Σε ένα μέσο επίπεδο κινδύνου βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν το περιβάλλον που διαμορφώνεται από τους δασμούς των ΗΠΑ και του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη Γηραιά Ήπειρο, σύμφωνα με έκθεση της Fitch Ratings που δημοσιεύτηκε την Τρίτη.
Όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν το μέσο επίπεδο κινδύνου.
Αντίθετα, σημαντικό ρίσκο αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της Γερμανίας. Ωστόσο, οι αναλυτές της Fitch σημειώνουν πως «η η Γερμανία θα επηρεαστεί περισσότερο από τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, αν και η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων θα πρέπει να μετριάσει τον αντίκτυπο των δασμών».
Οι προοπτικές
Ο οίκος αξιολόγησης προσθέτει «οι περισσότερες μεγάλες, διεθνώς διαφοροποιημένες ευρωπαϊκές τράπεζες δεν αναμένεται να επηρεαστούν σημαντικά. Αν και ορισμένες έχουν υπερβολική έκθεση σε χώρες εκτός Ευρώπης που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα υψηλούς δασμούς, η διαφοροποίηση του επιχειρηματικού τους μοντέλου θα τους επιτρέψει να απορροφήσουν τον αντίκτυπο.
Οι τράπεζες που εστιάζουν σε εταιρικούς πελάτες, ιδίως εκείνες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους που επηρεάζονται περισσότερο από τους δασμούς είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη πίεση.
Αναμένουμε ότι οι δραστηριότητες λιανικής τραπεζικής δεν θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό, εκτός εάν τα ποσοστά ανεργίας αυξηθούν σημαντικά, κάτι που δεν αποτελεί το βασικό μας σενάριο.
Οι δασμοί είναι πιθανό να έχουν μέτρια επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών. Τα χαμηλότερα επιτόκια και η εξασθενημένη ζήτηση για εταιρικά δάνεια θα επιβαρύνουν τα καθαρά έσοδα από τόκους, ενώ οι απομειώσεις δανείων ενδέχεται να αυξηθούν από τα χαμηλά επίπεδα του πρώτου εξαμήνου του 2025» καταλήγει η Fitch.
Υπενθυμίζεται πως νωρίτερα την Τρίτη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, είχε συνάντηση με τους επικεφαλής των μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας μας.
Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση από την ΤτΕ, στο επίκεντρο τέθηκαν συνολικά θέματα διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και έγινε απολογισμός τής προόδου που έχει επιτευχθεί σε σχέση με τη μείωση του «κόκκινου» ιδιωτικού χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και των δράσεων που έχουν ήδη νομοθετηθεί με στόχο την καλύτερη λειτουργία όλων των υφιστάμενων μηχανισμών ρύθμισης.