Το μέλλον της ενεργειακής βιωσιμότητας ποτέ δεν ήταν λαμπρότερο - χάρη στις ελεύθερες αγορές

Το μέλλον της ενεργειακής βιωσιμότητας ποτέ δεν ήταν λαμπρότερο - χάρη στις ελεύθερες αγορές

Του Robert L. Bradley Jr.

Εξάντληση των φυσικών πόρων… μόλυνση… ασφάλεια… κλιματική αλλαγή. Όσοι υποστηρίζουν την εξαναγκαστική (κρατική) μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα επικαλούνται ξανά και ξανά αυτές τις επικεφαλίδες της ενεργειακής βιωσιμότητας. Κάθε τέτοια καταγγελία όμως διογκώνεται κατά πολύ προκειμένου να υποβαθμιστεί ο πρωταρχικός ρόλος των ορυκτών καυσίμων (του φυσικού αερίου, του άνθρακα και του πετρελαίου) στη σύγχρονη ζωή.

Ο αρμονικός συνδυασμός του ιδιωτικού κέρδους και του κοινωνικού οφέλους στις ενεργειακές αγορές είναι ένας καλός λόγος να αισθανόμαστε ευγνώμονες αυτές τις γιορτές. Οι καταναλωτές μπορούν με ήσυχη τη συνείδησή τους να ζεσταίνονται με φυσικό αέριο και πετρέλαιο, καθώς και να ταξιδεύουν με βενζίνη και ντίζελ. Μπορούμε επίσης χωρίς ενοχές να παράγουμε ηλεκτρισμό με τη φθηνότερη και πιο εύχρηστη ενέργεια από υδρογονάνθρακες.

Ένα ιστορικό

Η ενεργειακή βιωσιμότητα είναι ένα παράπλευρο προϊόν της βιώσιμης ανάπτυξης, που έχει οριστεί ιστορικά σε μια έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 1987 ως “ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες”.

Αυτή η λεγόμενη Έκθεση Brundtland οδήγησε στη σύσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992 και την Ατζέντα 21, ένα σχέδιο δράσης 350 σελίδων από τα Ηνωμένα Έθνη για την παγκόσμια βιώσιμη ανάπτυξη που υπογράφηκε από 178 χώρες μεταξύ των οποίων και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για την παραγωγή εφαρμόσιμων ιδεών, η κυβέρνηση Κλίντον/Γκορ συνέστησε το Προεδρικό Συμβούλιο Βιώσιμης Ανάπτυξης (President's Council on Sustainable Development - PCSD) (1993–99) που όρισε τη βιωσιμότητα ως “την οικονομική ανάπτυξη που θα ωφελήσει τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές χωρίς να επηρεάσει αρνητικά τους πόρους ή τα βιολογικά συστήματα του πλανήτη”.

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη Οράματος του PCSD με τίτλο Βιώσιμη Αμερική: Μια νέα συναίνεση για την ευημερία, τις αναπτυξιακές ευκαιρίες και ένα υγιές περιβάλλον για το μέλλον (Sustainable America: A New Consensus for Prosperity, Opportunity, and a Healthy Environment for the Future) του 1996: “Όραμά μας είναι μια γη που συντηρεί τη ζωή… Οι βιώσιμες Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν μια οικονομία που θα αναπτύσσεται και θα παρέχει ισότιμες ευκαιρίες για ικανοποιητικές ζωές και μια υψηλή ποιότητα ζωής που θα χαρακτηρίζεται από ασφάλεια και υγεία για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές. Η χώρα μας θα προστατεύει το περιβάλλον της, τη βάση των φυσικών της πόρων και τις λειτουργίες και τη βιωσιμότητα των φυσικών συστημάτων από τα οποία εξαρτάται η ζωή κάθε είδους” (σελ. iv).

Βάσει αυτού του ορισμού, είναι άραγε η ορυκτή ενέργεια “βιώσιμη”; Η απάντηση είναι ένα ηχηρό ναι υπό την ερμηνεία της βιώσιμης ανάπτυξης σε μια ελεύθερη αγορά: “Μια βιώσιμη αγορά ενέργειας χαρακτηρίζεται από τη διαρκή βελτίωση της ποσότητας, της ποιότητας και της χρησιμότητας της ενέργειας. Η βιώσιμη ενέργεια καθίσταται περισσότερο διαθέσιμη, πιο φτηνή, πιο εύχρηστη και αξιόπιστη, και πιο καθαρή. Οι καταναλωτές ενέργειας δεν δανείζονται από το μέλλον, αλλά το επιδοτούν βελτιώνοντας διαρκώς την σημερινή ενεργειακή οικονομία, την οποία κληρονομεί το μέλλον” (Bradley, Capitalism at Work: Business, Government, and Energy, σελ. 187).

Αντιμετωπίζοντας τις ανησυχίες

Η τριάδα της ενεργειακής βιωσιμότητας υπήρξε η εξάντληση των πόρων, η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή. Ένα τέταρτο πεδίο, η ενεργειακή ασφάλεια, που σχετίζεται κυρίως με τις ασταθείς εισαγωγές πετρελαίου από χώρες της Μέσης Ανατολής, αναδύθηκε κατά τη δεκαετία του 1970 και κορυφώθηκε με τον Πόλεμο του Κόλπου το 1990-91.

Οι ανησυχίες που αφορούν την εξάντληση των πόρων, γνωστές με τον αγγλικό όρο Peak Oil (και Peak Natural Gas) βασίζονται την υπόθεση ότι η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών. Η ρύπανση επικεντρώνεται στους βασικούς ατμοσφαιρικούς ρυπαντες: το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), το διοξείδιο του θείου (SO2), τα σωματίδια (ΡΜ) τα οξείδια του αζώτου (ΝΟx), τον μόλυβδο (Pb) και τις πτητικές οργανικές ενώσεις (VOC). Η κλιματική αλλαγή μετακινήθηκε από μια σύντομη ανησυχία για την ανθρωπογενή ψύξη του πλανήτη σε μια διαρκή ανησυχία για την ανθρωπογενή θέρμανσή του.

Τους φόβους για την εξάντληση των πόρων καθησυχάζει η νέα τεχνολογία παραγωγής πετρελαίου και εξόρυξης φυσικού αερίου που, για μια ακόμη φορά, μετέτρεψε πόρους υψηλού κόστους και δύσκολης πρόσβασης σε οικονομικώς αξιοποιήσιμους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι αντίπαλοι των ορυκτών καυσίμων να υιοθετήσουν μια νέα στρατηγική ζητώντας “να τους κρατήσουμε στο υπέδαφος” παραδεχόμενοι έτσι ότι μας απομένουν πολλές δεκαετίες αν όχι αιώνες αποθεμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Και καθώς οι ΗΠΑ μετατρέπονται στο παγκόσμιο κέντρο πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι ανησυχίες του παρελθόντος για την ενεργειακή ασφάλεια ξεθωριάζουν.

Ως προς το κάποτε πιεστικό πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των πόλεων, η Environmental Protection Agency των ΗΠΑ έχει καταγράψει μείωση κατά 73% των ρυπαντών από το 1970, με περαιτέρω βελτίωση να αναμένεται στο μέλλον. Η τεχνολογία υπό το πρίσμα των εφικτών ρυθμιστικών κανόνων κατέστησε τα ορυκτά καύσιμα και τον καθαρό αέρα μια ιστορία επιτυχίας που οι επικριτές του κλάδου δεν θεωρούσαν εφικτή στο παρελθόν.

Και η κλιματική αλλαγή; Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα από τα παραπάνω, αλλά τα άμεσα οφέλη τoυ εμπλουτισμού με διοξείδιο του άνθρακα και της μετριοπαθούς θέρμανσης του πλανήτη έχουν καταστήσει τη διαμάχη σχετικά με τα κόστη και τα οφέλη της ανθρωπογενούς θέρμανσης αμφιλεγόμενη. Η λύση σε ό,τι αφορά τη δημόσια πολιτική δεν είναι η ρύθμιση του διοξειδίου του άνθρακα, αλλά η υιοθέτηση των ελεύθερων αγορών τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς προκειμένου να αξιοποιήσουμε τα θετικά σημεία και να βελτιώσουμε τα αρνητικά της κλιματικής αλλαγής, είτε αυτή είναι φυσική είτε ανθρωπογενής.

Ο περιβαλλοντισμός της ελεύθερης αγοράς

Η διαμάχη περί ενεργειακής βιωσιμότητας σχετίζεται με την ευρύτερη διανοητική παράδοση του περιβαλλοντισμού της ελεύθερης αγοράς. Το μοντέλο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της εθελούσιας συναλλαγής κωδικοποιήθηκε από τους συγγραφείς Terry Anderson και Donald Leal ως εξής: “Ο περιβαλλοντισμός της ελεύθερης αγοράς δίνει έμφαση στη σημασία των διαδικασιών της αγοράς για τον καθορισμό της βέλτιστης ποσοτικά χρήσης των πόρων. Μόνο όταν τα δικαιώματα είναι καλώς καθορισμένα, εφαρμόζονται και μπορούν να μεταβιβαστούν, θα αντιμετωπίσουν τα ιδιοτελή άτομα τους εγγενώς αναγκαίους συμβιβασμούς ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται από σπανιότητα των πόρων” (Free Market Environmentalism, 1991: σελ. 22).

Κομβικό ρόλο στην υπέρβαση των αρνητικών εξωτερικοτήτων έχει η ιδιωτική επιχειρηματικότητα που επιδιώκει κέρδη από το εμπόριο:

“Καθώς οι επιχειρηματίες κινούνται για να αξιοποιήσουν επιχειρηματικές ευκαιρίες, οι τιμές θα αντανακλούν την αξία που αποδίδουμε στους πόρους και το περιβάλλον. Θα γίνονται λάθη, αλλά στην διαδικασία αυτή θα ανοίξουν ευκαιρίες για κέρδη που θα προσελκύσουν διαχειριστές πόρων με καλύτερες ιδέες” (ο.π., σελ. 22-23).

“Στις περιπτώσεις όπου τα κόστη καθορισμού και εφαρμογής είναι ανυπέρβλητα, μπορεί να χρειάζονται πολιτικές λύσεις” προσθέτουν οι Άντερσον και Ληλ, προειδοποιώντας ότι “αυτές οι λύσεις συχνά εδραιώνονται και εμποδίζουν τις καινοτόμες διαδικασίες της αγοράς που προάγουν την οικονομική υπευθυνότητα, την αποτελεσματική χρήση των πόρων και την ατομική ελευθερία” (ο.π., σελ. 23).

Ο Fred Smith, στο δοκίμιό του με τίτλο “Sustainable Development—A Free-Market Perspective” (Βιώσιμη ανάπτυξη - Μια οπτική ελεύθερης αγοράς) εφαρμόζει το πλαίσιο Anderson/Leal ως μια εναλλακτική της βιώσιμης ανάπτυξης. Ο περιβαλλοντισμός της ελεύθερης αγοράς, υποστηρίζει ο Σμιθ (σελ. 297) “αναγνωρίζει ότι η μεγαλύτερη ελπίδα για την προστασία των περιβαλλοντικών αξιών έγκειται στην ενδυνάμωση των ατόμων για την προστασία εκείνων των περιβαλλοντικών πόρων στους οποίους τα ίδια τα άτομα αποδίδουν αξία (μέσω μια δημιουργικής επέκτασης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων)”.

Εξηγεί στη συνέχεια (σελ. 298-9): “Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι ένα αντικείμενο του φυσικού κόσμου αλλά ένας ανθρώπινος διακανονισμός. Το αν θα προστατεύουμε ή θα θέτουμε σε κίνδυνο τους περιβαλλοντικούς πόρους εξαρτάται από το είδος του θεσμικού πλαισίου που δημιουργούμε, ή αφήνουμε να εξελιχθεί για την αντιμετώπιση αυτών των ανησυχιών”.

Αφού εξετάσει παραδείγματα ιδιοτελών λύσεων σε ζητήματα οικονομικής και περιβαλλοντικής προόδου, ο Σμιθ συμπεραίνει: “Τα εμπειρικά δεδομένα είναι σαφή: οι πόροι που εντάσσονται σε ένα σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας πετυχαίνουν στην πράξη τη 'βιωσιμότητα'” (σελ. 301).

Ο Σμιθ ακόμη επιμένει ότι η “κρατική αποτυχία” θα πρέπει να αποτιμάται παράλληλα με την υποτιθέμενη αποτυχία των αγορών, επισημαίνοντας το πώς “τα άτομα που λαμβάνουν αποφάσεις για τη χρήση πόρων σε μια γραφειοκρατία σπανίως ταυτίζονται με τα άτομα που θα επωμιστούν τα κόστη ή θα καρπωθούν τα οφέλη αυτών των αποφάσεων” (σελ. 304). Ως προς αυτό, αντιπαραβάλλει την πολιτικοποίηση των εξορύξεων στο Καταφύγιο Άγριων Ζώων της Αλάσκα (Alaska National Wildlife Reserve - ANWR) με τις εξορύξεις στο καταφύγιο άγριων ζώων Rainey της Audubon Society στη Λουιζιάνα (ο.π.).

Συμπέρασμα

Σε μια ανάλυση πολιτικής του 1990 για το Cato Institute με τίτλο “Η όλο και αυξανόμενη βιωσιμότητα της συμβατικής ενέργειας” (The Increasing Sustainability of Conventional Energy), κατέληξα στο εξής συμπέρασμα:

“Η τεχνολογία εξόρυξης, καύσης και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων συνεχίζει να βελτιώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Τα ορυκτά καύσιμα συνεχίζουν να έχουν ένα μερίδιο αγοράς που παγκοσμίως ανέρχεται σε περίπου 85% και όλοι οι οικονομικοί και περιβαλλοντικοί δείκτες είναι θετικοί. Πολυάριθμες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τον άνθρακα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο πιο αφθονα, πιο εύχρηστα, πιο αξιόπιστα και λιγότερο ρυπογόνα από ποτέ άλλοτε, και οι τεχνολογίες μεταφέρονται από τις ανεπτυγμένες στις αναδυόμενες αγορές. Μπορούμε να περιμένουμε ότι αυτές οι θετικές τάσεις θα συνεχιστούν στον 21ο αιώνα”.

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, οι τάσεις παραγωγής και κατανάλωσης ορυκτής ενέργειας παραμένουν ισχυρές παρά τις έντονες και δαπανηρές κρατικές πολιτικές για την εξαναγκαστική εισαγωγή της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού και της αιθανόλης στις αγορές μεταφορών. Το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς για ορυκτά καύσιμα παραμένει άνω του 80%, αυξανόμενο κατά το πιο πρόσφατο καταγεγραμμένο έτος κατά 3%, 1% και 1,6% σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, τον άνθρακα και το πετρέλαιο αντιστοίχως.

Η ενεργειακή αγορά δεν είναι μια ιστορία καταστροφής - εντελώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι τεχνολογίες νέας γενιάς έχουν καταστήσει τις ολοένα και αυξανόμενες ποσότητες πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου που διαθέτουμε από ενεργειακά σε περιβαλλοντικά προϊόντα. Η απειλή στη βιωσιμότητα δεν είναι οι ελεύθερες αγορές, αλλά η κρατική ιδιοκτησία και ο έλεγχος των πόρων στο όνομα της ενεργειακής βιωσιμότητας. Αυτή η απόλυτη ειρωνεία πρέπει να συζητηθεί.


--

Ο Robert L. Bradley Jr. είναι διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής του Institute for Energy Research.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Δεκεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.