Πόση εξουσία θέλουμε να δώσουμε στην Ουάσινγκτον να αποφασίζει τι θα ανεβαίνει στα social media;

Πόση εξουσία θέλουμε να δώσουμε στην Ουάσινγκτον να αποφασίζει τι θα ανεβαίνει στα social media;

Του James Pethokoukis

Μπορεί να είναι ο σημαντικότερος ομοσπονδιακός νόμος απ’ αυτούς που δεν γνωρίζετε. Το άρθρο 230 του Νόμου για την Ευπρέπεια των Επικοινωνιών (Communications Decency Act) του 1992 προστατεύει τις διαδικτυακές εταιρίες από τις πράξεις των χρηστών τους και τους επιτρέπει να επιβλέπουν το περιεχόμενο. Όπως γράφει ο αναπληρωτής καθηγητής κυβερνοασφάλειας στην Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ Jess Kosseff στο άρθρο του με τίτλο “The Twenty-Six Words That Created the Internet” (Οι 26 λέξεις που δημιούργησαν το διαδίκτυο), αυτή η φαινομενικά απλή πρόβλεψη “δημιούργησε το νομικό και κοινωνικό πλαίσιο που γνωρίζουμε σήμερα”. Και όπως προσέθεσε σε μια συνέντευξη που μου παραχώρησε πέρσι “Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλο νόμο που να είχε μεγαλύτερη επίδραση στο διαδίκτυο όπως το ξέρουμε σήμερα”.

Τι θα γίνει αν καταργηθεί το άρθρο 230; Τότε πιθανότατα θα πρέπει να ξεχάσουμε ένα διαδίκτυο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον διαμοιρασμό περιεχομένου που δημιουργούν οι χρήστες. Σίγουρα θα πρόκειται για ένα άγευστο και πιο βαρετό μέρος. Θα μοιάζει με μια μονομερή επικοινωνία. Κάθε προσπάθεια να αλλάξει σημαντικά ή να περιοριστεί αυτή η νομική προστασία - όπως φαίνεται πως θέλει να κάνει ο Πρόεδρος Τραμπ - χρειάζεται έναν πραγματικά καλό λόγο.

Η υποτιθέμενη καταστολή του “συντηρητικού” λόγου από εταιρίες κοινωνικών μέσων όπως η Facebook, η Twitter και η YouTube δεν είναι ένας τέτοιος καλός λόγος. Βλέπετε, δεν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι συμβαίνει μια τέτοια λογοκρισία με συστηματικό ή ουσιώδη τρόπο. Αυτό επιβεβαιώνουν οι μελέτες που επισκόπησα (εδώ και εδώ) γι’ αυτό το ζήτημα, καθώς και οι δικές μου έρευνες. Όποιος έχει περάσει λίγο χρόνο στα κοινωνικά μέσα γνωρίζει ότι δεν λείπει η πολυμορφία των απόψεων.

Και κρατήστε κατά νου ότι οι τραμπικοί “συντηρητικοί” που αποβάλλονται από τα κοινωνικά μέσα δεν είναι υποστηρικτές του ενιαίου φορολογικού συντελεστή και του ισολογισμένου προϋπολογισμού. Μια μελέτη που επεχείρησε να βρει μια αντι-συντηρητική προκατάληψη στις αναστολές των λογαριασμών στο Twitter φαίνεται να ανακάλυψε μια προκατάληψη εναντίον των υποστηρικτών της ανωτερότητας της λευκής φυλής που τυχαίνει να υποστηρίζουν τον πρόεδρο.

Υπάρχει όμως και ένα πιο θεμελιώδες σημείο: Οι εταιρίες είναι ιδιωτικοί φορείς και όχι όργανα του κράτους που υπάγονται στην Πρώτη Τροπολογία. Αν ο Μαρκ Ζούκεμπεργκ ή ο Τζακ Ντόρσι θέλουν να μετατρέψουν τις εταιρίες τους σε ζώνες ελεύθερες από Τραμπ ή ελεύθερες από Μπάιντεν είναι στο χέρι τους να το κάνουν, μολονότι τέτοιες κινήσεις θα ισοδυναμούσαν με οικονομική αυτοκτονία και θα δημιουργούσαν μια φανταστική ευκαιρία για άλλους επιχειρηματίες. Δεν χρειάζεται να είναι κατά κάποιον τρόπο πολιτικώς ουδέτεροι για να επιτηρούν το περιεχόμενο - ούτε να υφίστανται την κομματική πολιτική επίβλεψη της Ουάσινγκτον.

Δεδομένων των πολιτικών και των πολιτικών δυσκολιών αυτής της προσπάθειας για καταστολή των κοινωνικών μέσων, αναρωτιέται κανείς ποια είναι η πρόθεση αυτής της προσπάθειας. Ίσως ο στόχος είναι η δημιουργία εντυπώσεων ή το πάγωμα των προσπαθειών επιτήρησης του περιεχομένου που μερικές φορές πλήττουν λογαριασμούς φιλικούς προς τον Τραμπ. Όντως αυτό ήδη αποδίδει. Δείτε το σε αυτό το ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην Wall Street Journal αυτή την εβδομάδα με θέμα το πώς το Facebook διστάζει να εφαρμόσει μέτρα για να κάνει λιγότερο πολωτική την πλατφόρμα του: “Μια ακόμη ανησυχία… είναι ότι οι κάποιες από τις προτεινόμενες αλλαγές θα πλήξουν ασύμμετρα συντηρητικούς χρήστες και δημοσιευτές, σε μια εποχή που η εταιρία αντιμετωπίζει κατηγορίες από τη δεξιά του πολιτικού φάσματος για προκατάληψη”.

--

Ο James Pethokoukis είναι αρθρογράφος και μπλόγκερ στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Μαΐου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.