Πώς ο Βλαντιμίρ Πούτιν απέκτησε τον έλεγχο της ρωσικής τηλεόρασης – και πώς αυτό μπορεί να αρχίσει να αλλάζει

Πώς ο Βλαντιμίρ Πούτιν απέκτησε τον έλεγχο της ρωσικής τηλεόρασης – και πώς αυτό μπορεί να αρχίσει να αλλάζει

Γράφει ο Adrian Campbell*

Στις 14 Μαρτίου, το ειδησεογραφικό πρόγραμμα αιχμής της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης, Vremya (Ώρα), διεκόπη από τη Marina Ovsyannikova η οποία εμφανίστηκε κρατώντας ένα αυτοσχέδιο πλακάτ που κατήγγειλε τον πόλεμο και κατηγορούσε τον σταθμό ότι λέει ψέματα στον ρωσικό λαό. Η διαμαρτυρία της υπήρξε ορατή μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, αλλά είχε τεράστιο αντίκτυπο τόσο στη Ρωσία όσο και διεθνώς, και έδωσε μια πολύ δυνατή εικόνα της ρωσικής αντίθεσης στον πόλεμο – μέσα από την καρδιά του κατεστημένου.

Η Ovsyannikova δεν ήταν μια φοιτήτρια-διαδηλώτρια. Ως 43χρονη μητέρα δύο παιδιών, εργάστηκε επί μακρόν ως τηλεοπτική συντάκτρια στο Channel 1, τη ναυαρχίδα της προπαγάνδας του Κρεμλίνου για το εγχώριο κοινό της Ρωσίας. Λίγο πριν εκφράσει τη διαμαρτυρία της, η Ovsyannikova βιντεοσκόπησε μια δήλωση στην οποία μίλησε για τη ντροπή που αισθάνεται, ως μισή Ουκρανή, για τα χρόνια που εργάστηκε στο προπαγανδιστικό αυτό κανάλι κατά τη διάρκεια των οποίων, όπως είπε, επέτρεψε τη μετατροπή του ρωσικού λαού σε “ζόμπι”. Στο μήνυμά της κατονόμασε τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως τον πλήρη υπεύθυνο για τη σύγκρουση και κάλεσε τους συμπατριώτες της Ρώσους να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις κατά του πολέμου.

Επρόκειτο για μια ξεχωριστής σημασίας πράξη δεδομένου ότι σύμφωνα με έναν νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα, ο απλός χαρακτηρισμός αυτής της σύγκρουσης ως «πολέμου» μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση πέντε ετών και η υποκίνηση σε διαμαρτυρία με 15 χρόνια. Αυτοί οι νέοι νόμοι οδήγησαν στο κλείσιμο των περισσότερων ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και στη μετανάστευση πολλών από τους εργαζομένους σε αυτά.

Κατά τη διάρκεια της σιωπής που ακολούθησε τη σύλληψή της, πολλοί στο Twitter υπέθεσαν ότι θα μπορούσε ακόμη και να είχε σκοτωθεί και υπήρξαν διαδηλώσεις που ζητούσαν νέα για το πού βρίσκεται.

Η δημοσιογράφος εμφανίστηκε, μετά από 14 ώρες ανάκρισης, σε μια σύντομη συνέντευξη τύπου. Την επόμενη μέρα της επιβλήθηκε ένα σχετικά ελαφρύ πρόστιμο 30.000 ρουβλιών (περίπου 250 ευρώ). Τρεις άλλοι δημοσιογράφοι και παρουσιαστές παραιτήθηκαν από τους ρωσικούς κρατικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.

Αν και το δικαστήριο επέβαλε την ελαφρύτερη δυνατή ποινή γι’ αυτό το διοικητικό αδίκημα, η Ovsyannikova εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την πιθανότητα πολύ πιο σοβαρών ποινικών διώξεων βάσει του νέου άρθρου 276.3 του Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει ποινή από 3 έως 15 χρόνια. Η Ovsyannikova δήλωσε ότι δεν θα εγκαταλείψει τη Ρωσία, παρά το ενδεχόμενο της φυλάκισης.

Το φερέφωνο του Πούτιν

Η διαμαρτυρία της Ovsyannikova πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο του ειδικού ρόλου που έχει το Channel 1 στη Ρωσία. Δεν πρόκειται απλώς για ένα κανάλι που παρουσιάζει την άποψη της κυβέρνησης. Προχωρά πολύ παραπέρα, εφαρμόζοντας εξελιγμένες τεχνικές δημοσίων σχέσεων που αναπτύχθηκαν στις φρενήρεις προεκλογικές εκστρατείες του δημοκρατικού διαλείμματος της Ρωσίας κατά τη δεκαετία του 1990.

Το κανάλι συχνά χρησιμοποιεί οργανωμένες συζητήσεις, συνήθως για θέματα που σχετίζονται με την Ουκρανία ή τη Δύση. Χρησιμοποιούνται αχυράνθρωποι για να παρουσιάζουν με μη πειστικό τρόπο φιλελεύθερες ή δυτικές απόψεις, έτσι ώστε αυτές να μπορούν να απορρίπτονται εύκολα από τους παρουσιαστές ή το προσκεκλημένο κοινό. Οι συζητήσεις συνήθως καταλήγουν σε μια κορύφωση κακοφωνίας με πολλές θόρυβο και τους συμμετέχοντες να φωνάζουν οι μεν στους δε. Το συναισθηματικό αποτέλεσμα είναι οι θεατές να μπερδεύονται και να ενθουσιάζονται τους θεατές καθώς το κανάλι παίζει με τους φόβους και τις ανησυχίες τους μέσα από ένα εθιστικό κοκτέιλ πατριωτισμού και παράνοιας.

Με τα χρόνια, ο σταθμός αυτός παρήγαγε είχε ένα ισχυρό αποτέλεσμα πλύσης εγκεφάλου – εξ ου και οι πρόσφατες περιπτώσεις των κατοίκων της Ουκρανίας που δεν μπορούσαν να πείσουν τους συγγενείς τους στη Ρωσία ότι διεξάγεται πόλεμος – οι συγγενείς αυτοί ζουν στην εναλλακτική πραγματικότητα που δημιουργεί το κανάλι.

Η τηλεόραση ως πολιτικό όπλο

Η πολεμική εργαλειοποίηση της τηλεόρασης παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στη ρωσική πολιτική σκηνή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η απόπειρα πραξικοπήματος του 1993 κορυφώθηκε με μια αιματηρή μάχη για τον έλεγχο του τηλεοπτικού σταθμού του Channel 1 στο Ostankino, το τηλεοπτικό κέντρο της Μόσχας. Ο ίδιος σταθμός ήταν το βασικό όργανο εξουσίας που χρησιμοποιούσε ο αρχι-ολιγάρχης Μπόρις Μπερεζόφσκι τη δεκαετία του 1990, ενώ ο αντίπαλός του Βλαντιμίρ Γκουσίνσκι ξεκίνησε το NTV (Ανεξάρτητη Τηλεόραση). Σε αντίθεση με το Channel 1, το NTV ήταν γνωστό για την αντικειμενικότητά του. Ο Πούτιν οργάνωσε την κατάληψη και των δύο αυτών σταθμών αμέσως μόλις έγινε πρόεδρος, και ο έλεγχος της αφήγησης των μέσων ενημέρωσης μέσω της τηλεόρασης έγινε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διακυβέρνησής του.

Από την έναρξη της εισβολής, υπήρξαν εικασίες για το ποιος από τη ρωσική ελίτ θα μπορούσε να ασκήσει μόχλευση για τον τερματισμό του πολέμου – καθώς αυτό, και όχι η αλλαγή καθεστώτος, είναι ο δηλωμένος στόχος των κυρώσεων. Ορισμένοι σχολιαστές υπέθεσαν ότι οι κυρώσεις θα οδηγούσαν τους ολιγάρχες να ασκήσουν πίεση στον Πούτιν. Αυτό ήταν το μοντέλο που εφαρμόστηκε υπό τον Μπόρις Γέλτσιν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν θεωρήθηκε ότι η επιβίωση του προέδρου στην εξουσία εξαρτιόταν από μια ομάδα ηγετών επιχειρήσεων, κυρίως τον Μπερεζόφσκι. Η καθυπόταξη των ολιγαρχών ήταν το κύριο επίτευγμα του Πούτιν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Άλλοι αναρωτήθηκαν εάν θα μπορούσαν να παρέμβουν τα siloviki, οι υπηρεσίες ασφαλείας. Αλλά αυτές είναι θεσμικά κατακερματισμένες και η μεγάλη ανθεκτικότητα του καθεστώτος Πούτιν ενίσχυσε τον συντηρητισμό και την υποταγή τους στον πρόεδρο.

Πάντως, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης είναι το πιο ισχυρό στοιχείο στο σύστημα διακυβέρνησης του Πούτιν, καθώς εφαρμόζουν τη μεγάλη τεχνογνωσία τους για να εξασφαλίζουν τη συναίνεση της κοινής γνώμης. Τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης έχουν περιθωριοποιηθεί ως «ξένοι πράκτορες» και οδηγούνται να εκπέμπουν από το εξωτερικό ή μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία με τη σειρά τους μπλοκάρονται ολοένα και περισσότερο από τις αρχές.

Είναι λοιπόν ειρωνικό το γεγονός ότι, καθώς η κρατική τηλεόραση αποκτά σχεδόν το μονοπώλιο της διάδοσης των πληροφοριών, ένα δικό της στέλεχος χρησιμοποίησε τον σταθμό για να προαγάγει το αντιπολεμικό επιχείρημα όσο το δυνατόν ισχυρότερα και στο ευρύτερο δυνατό κοινό.

Ο Πούτιν συνεχίζει να είναι σε θέση να διατάζει τόσο τους ολιγάρχες όσο και τα siloviki. Το κύριο θεμέλιο όμως της εξουσίας του είναι τα κρατικά μέσα ενημέρωσης. Εάν στελέχη των κρατικών μέσων ενημέρωσης αρχίσουν να τον εγκαταλείπουν ή να καταδικάζουν την αιτία του πολέμου, τότε μπορεί να φτάσουμε σε ένα σημείο καμπής σε ό,τι αφορά τη ρωσική αντίθεση στον πόλεμο. Το αν και πότε αυτό θα συμβεί είναι ένα άλλο θέμα.

*O Andrian Campbell είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ανάπτυξης στη Σχολή Διοίκησης του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ. 

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Μαρτίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX.co και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.