Οι ξένες επενδύσεις και η σχιζοφρένεια του εθνικισμού

Οι ξένες επενδύσεις και η σχιζοφρένεια του εθνικισμού

Του Robert Chovanculiak

Όταν δύο άνθρωποι διαφωνούν, συνήθως υποθέτουμε ότι ένας απ' αυτούς έχει δίκιο, καθώς δεν είναι δυνατόν να έχουν δίκιο και οι δύο. Συνήθως όμως παραβλέπουμε την πιθανότητα να έχουν και οι δύο άδικο. Η ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα του εθνικισμού σε ολόκληρο τον κόσμο είναι καταφανής. Ήδη ο εθνικισμός έχει κερδίσει σημαντικές μάχες στον πολιτικό στίβο. Παρ' όλα αυτά, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ένα ενδιαφέρον γεγονός: οι εθνικιστές λειτουργούν με τουλάχιστον δύο ασύμβατες μεταξύ τους θεωρήσεις ως προς την λειτουργία της οικονομίας - φαίνεται να μετακινούνται από την μία στην άλλη ανάλογα με την ιδιαίτερη κοσμοθεωρία τους.

Πρώτον, υπάρχουν εκείνοι οι εθνικιστές που υποστηρίζουν την επιστροφή των επιχειρήσεων που μετακινήθηκαν σε άλλες χώρες. Η αφήγηση αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι οι άλλες χώρες κατά κάποιον τρόπο “έκλεψαν” τις δουλειές. Αυτή η ερμηνεία εντοπίζεται περισσότερο στις πλουσιότερες χώρες που εξάγουν κεφάλαιο. Για παράδειγμα, ο Ντόναλντ Τραμπ ηγείται αυτού του είδους του εθνικιστικού κύματος στις ΗΠΑ.

Δεύτερον, υπάρχουν εκείνοι οι εθνικιστές που θεωρούν τις ξένες επενδύσεις ως την αιτία της δικής τους κακής οικονομικής κατάστασης. Θυμάστε όλες εκείνες τις “φαύλες και εκμεταλλευτικές” επιχειρήσεις που έχουν στείλει όλα τα κέρδη τους στο εξωτερικό; Αυτή η αφήγηση εντοπίζεται στις φτωχότερες χώρες που εξαρτώνται από την εισαγωγή κεφαλαίου. Τέλος, αυτό φαίνεται να είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της Κεντρικής Ευρώπης. Οι Πολωνοί ριζοσπαστικοί εθνικιστές του κόμματος KORWIN σχεδόν κατάφεραν να μπουν στο κοινοβούλιο - χρειάζονταν μόλις ένα επιπλέον 0,2%. Και οι Σλοβάκοι εθνικιστές μπήκαν - κέρδισαν πάνω από το 8% των ψήφων.

Μολονότι αυτά τα δύο συμπεράσματα πηγάζουν από το ίδιο ένστικτο των μικρών φυλών, είναι ασύμβατα μεταξύ τους. Το πρώτο απ' αυτά θεωρεί ως το κύριο πρόβλημα την απόσυρση κεφαλαίων, και το δεύτερο θεωρεί τα ίδια αυτά κεφάλαια ως τη βάση των εγχώριων προβλημάτων. Ποιο από τα δύο ισχύει λοιπόν; Όπως πιθανότατα έχετε μαντέψει μέχρι τώρα, κανένα.

Ο πρώτος τύπος εθνικισμού δεν κατανοεί το ότι η ποικιλία των διαθέσιμων προϊόντων είναι αποτέλεσμα του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Άλλωστε το να βρίσκει ο παραγωγός έναν αποτελεσματικότερο τρόπο να παρέχει το προϊόν είναι επωφελές τόσο για τον ίδιο όσο και για τον καταναλωτή. Επίσης, είναι αδιάφορο το αν θέσεις εργασίας μετακινούνται σε μια φτηνότερη χώρα, ή εξαφανίζονται τελείως όσο αναπτύσσεται η τεχνολογία. Αν κάποιος θέλει να “παγώσει” την αγορά εργασίας σε ένα μέρος, θα χρειαζόταν να αντιταχθεί στην τεχνολογία και την καινοτομία. Παρομοίως, η ιδέα ότι κάποιοι “κλέβουν τις δουλειές” είναι παράλογη. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να βοηθήσει ένα κόμμα να κερδίσει τις εκλογές, δεν ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα: το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ βρίσκεται σήμερα στο 4,9%. Υπάρχουν πολλές δουλειές εκεί. Μαντεύετε ποια χώρα έχει χάσει τον μεγαλύτερο αριθμό βιομηχανικών θέσεων εργασίας στο διάστημα μεταξύ του 1990 και του 2000; Η Κίνα.

Το δεύτερο είδος εθνικισμού δεν κατανοεί ότι οι ξένες επενδύσεις είναι κάτι σαν χρονομηχανή για τη χώρα που επιλέγουν. Ο πλούτος μιας χώρας εξαρτάται από το ποσό του συσσωρευμένου κεφαλαίου (εργοστάσια, μηχανήματα, τεχνογνωσία) ανά κάθε απασχολούμενο άτομο. Αυτό όμως χρειάζεται δεκαετίες ή και αιώνες για να κατακτηθεί. Οι πρώτες χώρες που το πέτυχαν - για παράδειγμα η Σουηδία - χρειάστηκε να οικοδομήσουν από το μηδέν το κεφάλαιο, και τους πήρε πάνω από εκατό χρόνια. Το Χονγκ Κονγκ είναι μια άλλη ιστορία, ακριβώς επειδή εκεί η πρόοδος εισήχθη από τις ξένες επενδύσεις και το ελεύθερο εμπόριο. Η Κεντρική Ευρώπη, αποδεκατισμένη από 40 χρόνια σοσιαλισμού, θα έπρεπε να θεωρεί τις ξένες επενδύσεις ως χρονομηχανές που επιτρέπουν την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Βεβαίως, κανείς επενδυτής δεν το κάνει αυτό δωρεάν. Οι επενδυτές επιδιώκουν το κέρδος, αλλά ταυτόχρονα το εγχώριο εργατικό δυναμικό απαιτεί αυξήσεις με κάθε επένδυση και έτσι αυξάνονται και οι μισθοί (για παράδειγμα, το 2016 στην Σλοβακία οι μισθοί αυξήθηκαν κατά το ποσοστό-ρεκόρ του 6%).

Ούτε η ιδέα ότι κάποιοι εκμεταλλεύονται τα κέρδη και τα στέλνουν στο εξωτερικό στέκει. Τα προϊόντα που παράγονται από τους αυτούς τους ξένους επενδυτές δεν απευθύνονται στον εγχώριο καταναλωτή, αλλά προορίζονται για εξαγωγές. Γι' αυτόν τον λόγο οι εξαγωγές στη Σλοβακία είναι σχεδόν ίσες με το ΑΕΠ. Αυτά τα “διαφυγόντα” κέρδη δεν αφαιρούνται από τα εγχώρια πορτοφόλια, αλλά από τα πορτοφόλια των ξένων καταναλωτών. Αυτό το χρήμα απλώς περνά από την Κεντρική Ευρώπη. Αυτό που μένει πίσω είναι μια καλύτερη αγορά εργασίας, συσσωρευόμενο κεφάλαιο, χαμηλότερη ανεργία, τεχνογνωσία, και αυξανόμενοι μισθοί - για να μη μιλήσουμε για το ζήτημα των φόρων.

Η εθνικιστική κοσμοθεωρία θέλει να παρουσιάσει κάθε ξένη επένδυση ως μια μάχη μέχρι θανάτου, όπου κάποιοι κερδίζουν, ενώ κάποιοι αναγκαστικά χάνουν. Όμως η επιχειρηματικότητα (και οι επενδύσεις) πρέπει να γίνουν κατανοητές διαφορετικά. Όταν δύο οντότητες συναλλάσσονται, κερδίζουν και οι δύο.

Δημοσιεύθηκε αρχικά στο SME στις 13/2/2017

--

Ο  Robert Chovanculiak είναι αναλυτής στο INESS. Είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το πανεπιστήμιο Matej Bel της Σλοβακίας, όπου έκανε την έρευνά του στο Τμήμα Δημόσιων Οικονομικών και Περιφερειακής Ανάπτυξης, στη Σχολή Οικονομικών. Πριν ενταχθεί στο INESS, εργάστηκε για την Σλοβακική Υπηρεσία Επιχειρηματικότητας. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τα δημόσια οικονομικά, την οικονομική και ρυθμιστική πολιτική, και την εκπαίδευση.

Το INESS (Institute of Economic and Social Studies) ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Ιανουάριο του 2006. Ως ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης, παρακολουθεί τη λειτουργία και τη χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα, αξιολογεί τα αποτελέσματα των νομοθετικών αλλαγών στην οικονομία και την κοινωνία και σχολιάζει τρέχοντα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Φεβρουαρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.