Οι κατηγορίες ότι τα κοινωνικά μέσα «παρεμβαίνουν στις εκλογές» βάζουν σε κίνδυνο την ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο

Οι κατηγορίες ότι τα κοινωνικά μέσα «παρεμβαίνουν στις εκλογές» βάζουν σε κίνδυνο την ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο

Πριν από λίγες ημέρες, η New York Post δημοσίευσε άρθρα που περιλαμβάνουν πληροφορίες για υποτιθέμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του Χάντερ Μπάιντεν, τον γιο του υποψήφιου προέδρου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν, και υπαλλήλων σε κινεζικές και ουκρανικές εταιρίες ενέργειας. Τόσο το Twitter όσο και το Facebook έκαναν βήματα για τον περιορισμό της διάδοσης των άρθρων, προκαλώντας έτσι τη διατύπωση κατηγοριών για “παρέμβαση στις εκλογές”. Εξέχοντες Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες καταδίκασαν στα κοινωνικά μέσα τις αποφάσεις του Twitter και του Facebook. Αυτές οι κατηγορίες και οι επικρίσεις αποκαλύπτουν μια παρανόηση της πολιτικής που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα δραματικές αλλαγές στον διαδικτυακό διάλογο.

Σύμφωνα με το Twitter, η εταιρία περιόρισε την πρόσβαση σε άρθρα της New York Post καθώς παραβίαζαν τις πολιτικές της εταιρείας ως προς τη διάδοση προσωπικών και ιδιωτικών πληροφοριών (όπως οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις και οι τηλεφωνικοί αριθμοί) και προϊόντων υποκλοπής. Το Twitter επικαλέστηκε την ίδια πολιτική όταν εμπόδισε τους χρήστες του να διαμοιράσουν 269GB πολιτικών αρχείων που είχαν διαρρεύσει. Οι χρήστες του Twitter που πατούν συνδέσμους που οδηγούν σε αυτά τα δύο άρθρα της New York Post βλέπουν μια προειδοποίηση ότι “αυτός ο σύνδεσμος πιθανόν είναι ανασφαλής”.

Τα εν λόγω άρθρα περιλαμβάνουν πληροφορίες όπως εικόνες των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που υπεκλάπησαν. Όσοι κατηγορούν το Twitter για χρήση δύο μέτρων και δύο σταθμών επειδή η εταιρία επιτρέπει στους χρήστες να μοιράζονται το πρόσφατο άρθρο των New York Times που βασίζεται στα φορολογικά έγγραφα του προέδρου των ΗΠΑ, παραβλέπουν το γεγονός ότι οι New York Times δεν δημοσίευσαν εικόνες των εγγράφων. Μολονότι η απόφαση αυτή είναι συνεπής με τις πολιτικές του Twitter, η απόφαση να εμποδιστεί η διάδοση των άρθρων της New York Post χωρίς εξήγηση ή συγκείμενο, δέχθηκε κριτική από τον διευθύνοντα σύμβουλο του Twitter Jack Dorsey.

Σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο του Facebook, η απόφαση της εταιρείας να περιορίσει τη διάδοση των άρθρων της New York Post τα οποία αφορούν τον Χάντερ Μπάιντεν είναι “μέρος της συνήθους διαδικασίας του Facebook να μειώσει τη διάδοση της παραπληροφόρησης”. Σε σύγκριση με την αντίδραση του Twitter, το Facebook ήταν λιγότερο σαφές.

Ό,τι κι αν σκέφτεται κανείς για τις αποφάσεις του Twitter και του Facebook στην περίπτωση αυτή, οι αποφάσεις ήταν νόμιμες και συνεπείς με το άρθρο 230 του Communications Decency Act. Μεγάλο μέρος των διαδικτυακών σχολείων που αφορούν τους περιορισμούς εναντίον της New York Post (ψάξτε το #Section230 στο Twitter για να δείτε από μόνοι σας) αναφέρεται σε μια μη υπαρκτική διάκριση μεταξύ “εκδότη” και “πλατφόρμας” στον νόμο.

Εν συντομία, το άρθρο 230 αναφέρει ότι οι αναδραστικές υπολογιστικές υπηρεσίες (όπως το Twitter, η στήλη σχολίων των New York Times, το Amazon κτλ) δεν μπορούν - με κάποιες πολύ περιορισμένες εξαιρέσεις - να θεωρούνται εκδότες της τεράστιας πλειονότητας του περιεχομένου που προέρχεται από τρίτα μέρη. Το Twitter δεν είναι ο εκδότης των τουίτ σας, αλλά είναι εκδότης του δικού του περιεχομένου, όπως της προειδοποίησης που εμφανίζεται όταν χρήστες πατούν στους συνδέσμους των δύο άρθρων της New York Post. Το άρθρο 230 αφορά “πλατφόρμες” και “εκδότες” και δεν εμποδίζει τις ιστοσελίδες των κοινωνικών μέσων να ελέγχουν την εγκυρότητα, να αφαιρούν ή να περιορίζουν την πρόσβαση σε συνδέσμους.

Κάποιοι επικριτές των Μεγάλων Τεχνολογικών Εταιριών αποφάσισαν να μην εστιάσουν στο άρθρο 230 και να εστιάσουν αντιθέτως στην εκλογική παρέμβαση. Το συντηρητικό μέσο The Federalist, όπως και πολλά άλλα μέσα, δημοσίευσε ένα άρθρο με αυτόν τον ισχυρισμό. Σύμφωνα με όσους διατυπώνουν τον ισχυρισμό περί “εκλογικής παρέμβασης”, τα άρθρα της New York Post φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Τζο Μπάιντεν, και οι δράσεις του Twitter και του Facebook συνιστούν παρέμβαση υπέρ του Μπαίντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020. Οι συντηρητικοί σχολιαστές δεν είναι οι μόνοι που κάνουν αυτό τον ισχυρισμό.

Ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από τη Μοντάνα Joshua Hawley έγραψε στον Dorsey ζητώντας του να εμφανιστεί σε μια ακρόαση με θέμα “Ψηφιακές Πλατφόρμες και Εκλογική Παρέμβαση”. Ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από το Τέξας Ted Cruz έγραψε στον Dorsey κατηγορώντας το Twitter ότι επιχειρεί να επηρεάσει τις επερχόμενες εκλογές. Αργότερα κατηγόρησε το Twitter για εκλογική παρέμβαση και υποστήριξε την έκδοση κλήτευσης από την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας προς τον Dorsey, πράγμα το οποίο αναμένεται να συμβεί αυτή την Τρίτη.

Στο σημερινό πολιτικό κλίμα είναι αναμενόμενο οι συντηρητικοί σχολιαστές να κατηγορούν μια ιδιωτική εταιρία για εκλογική παρέμβαση. Αυτό που θα πρέπει να προκαλεί ρίγη σε όλους εκείνους που εκτιμούν την ελευθερία του λόγου και του σχετίζεσθαι είναι το θέαμα δύο από τους ισχυρότερους πολιτικούς της χώρας να διατυπώνουν την ίδια κατηγορία και να επιμένουν ότι ο διευθύνων σύμβουλος του Twitter πρέπει να εμφανιστεί ενώπιον μιας ακροαματικής διαδικασίας και να καταθέσει έγγραφα που αφορούν τις επιχειρηματικές πρακτικές της εταιρίας.

Το να παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο το Twitter και το Facebook χειρίστηκαν τα άρθρα της New York Post ως “εκλογική παρέμβαση” έχει σημαντικές επιπτώσεις. Το Twitter και το Facebook περιόρισαν την πρόσβαση σε ένα άρθρο που μπορεί δυνητικά να βάλει σε δύσκολη θέση έναν πολιτικό υποψήφιο.

Αν τέτοιες ενέργειες μπορούν να θεωρηθούν “εκλογική παρέμβαση” μήπως θα πρέπει και ο οποιοσδήποτε έλεγχος περιεχομένου από μια ιδιωτική εταιρία εναντίον του οποιουδήποτε πολιτικού ή υποψηφίου να θεωρείται κι αυτό παρέμβαση; Αν η Wall Street Journal απορρίψει ένα άρθρο από τον προεδρικό υποψήφιο του Πράσινου Κόμματος, δεν είναι κι αυτό μια “εκλογική παρέμβαση”; Αν μια αίθουσα συναυλιών αποφασίσει να επιτρέπει στην εκστρατεία του Τραμπ, αλλά όχι σε αυτή του Μπάιντεν, να οργανώσει στον χώρο της μια εκδήλωση, δεν είναι κι αυτό μια “εκλογική παρέμβαση”;

Η “εκλογική παρέμβαση” είναι ένας όρος που πρέπει να σημαίνει κάτι το χρήσιμο. Δυστυχώς, οι συντηρητικοί σχολιαστές φαίνεται να έχουν την πρόθεση να διαστρεβλώσουν το περιεχόμενό του ώστε να μη σημαίνει ουσιαστικά κάτι περισσότερο από “έλεγχο του περιεχομένου”.

Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες και ο έλεγχος περιεχομένου θα συνεχίσουν να παράγουν τίτλους και του χρόνου, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές τον επόμενο μήνα. Ενώ οι συντηρητικοί σχολιαστές και ακτιβιστές είναι πεπεισμένοι ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες διεξάγουν μια αντισυντηρητική σταυροφορία, θα πρέπει να αναλογιστούν ότι και η πολιτική αριστερά έχει τα δικά της παράπονα. Ο διακομματικός θυμός εναντίον των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή του άρθρου 230 ή άλλης νομοθεσίας που θα θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία του λόγου και του σχετίζεσθαι. Καθώς οι νομοθέτες συνεχίζουν να επικρίνουν τις πιο εξέχουσες εταιρίες κοινωνικών μέσων, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι προσπάθειες για τη ρύθμιση του λόγου στο διαδίκτυο μπορεί να έχουν καταστροφικές συνέπειες.

--

Ο Matthew Feeney είναι διευθυντής του προγράμματος Αναδυόμενων Τεχνολογιών του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Οκτωβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.