Κάποιες αμφιβολίες σχετικά με τον λόγο του μίσους

Κάποιες αμφιβολίες σχετικά με τον λόγο του μίσους

Του John Samples

Μήπως οι νόμοι περί λόγου μίσους θα μείωναν τις αρνητικές διακρίσεις, τη βία και τα ψυχικά τραύματα σε ευάλωτες ομάδες; Η Nadine Strossen υποστηρίζει πως όχι στο νέο της βιβλίο Hate Speech: Why We Should Resist It with Free Speech, Not Censorship (Λόγος μίσους: Γιατί θα πρέπει να του αντισταθούμε με ελευθερία του λόγου και όχι λογοκρισία). Πιστεύει ότι έχουμε ανεπαρκή στοιχεία για να συμπεράνουμε ότι ο “λόγος μίσους” γενικώς βλάπτει τους άλλους, και ακόμη λιγότερα στοιχεία ότι ο συνταγματικώς προστατευμένος “λόγος μίσους” το κάνει αυτό.

Φυσικά, οι υποστηρικτές των νόμων περί “λόγου μίσους” μέμφονται την έκφραση για τις αντικοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές. Η Στρόσεν υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αποφύγουν τη λογοκρισία στη βάση του προσδωκόμενου αποτελέσματος “απλώς διότι μπορεί να έχει άσχημα αποτελέσματα”. Η ιδέα περί του βλαβερού χαρακτήρα της οποιασδήποτε διατύπωσης εξαρτάται από το πλαίσιο που αυτή διατυπώνεται και σε μεγάλο βαθμό από μεταβλητές όπως ο τόπος, ο τόνος της φωνής, η σχέση μεταξύ ομιλητή και ακροατή και τα εκάστοτε χαρακτηριστικά προσωπικότητας.

Η Στρόσεν μας καλεί να εξετάσουμε προσεκτικά τα αποτελέσματα μιας έρευνας που διεξήχθη από τη Laura Leets του πανεπιστημίου Στάνφορντ. Η Λητς συγκέντρωσε Εβραίους και LGBT φοιτητές και τους κάλεσε να διαβάσουν διάφορες αντισημιτικά και ομοφοβικά υβριστικά σχόλια που άντλησε από πραγματικές καταστάσεις. Τα υποκείμενα τότε απάντησαν σε ερωτήσεις ως προς το πώς θα αντιδρούσαν αν οι ίδιοι ήταν οι στόχοι αυτών των μηνυμάτων. Έχει ενδιαφέρον πως μια κοινή απάντηση των φοιτητών ήταν πώς ο “λόγος μίσους” δεν θα είχε “κανένα αποτέλεσμα” πάνω τους είτε βραχυπρόθεσμα, είτε μακροπρόθεσμα. Ακόμη, πολλοί από τους συμμετέχοντες εξέφρασαν την πεποίθηση ότι ο ομιλητής είχε ως κίνητρό του την άγνοια και “συνεπώς του αξίζει η λύπηση και όχι ο θυμός” (124).

Μια πανεθνική έρευνα σε νέους πρωτοετείς φοιτητές από το Ινστιτούτο Ερευνών Ανώτερης Εκπαίδευσης του UCLA συμπέρανε ότι “η νεοεισερχόμενη τάξη πρωτοετών του 2015 είναι μεταξύ των πιο φιλόδοξων” στα πεδία του φοιτητικού ακτιβισμού και της πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής. Η μελέτη επισημαίνει ότι αυτή η συγκεκριμένη τάξη των νέων πρωτοετών έχει γνωρίσει “διαμαρτυρίες σε πανεπιστήμια και κοινότητες” έναντι “τοπικών περιστατικών προκατάληψης και αρνητικής διάκρισης”. Αυτοί οι φοιτητές δεν αντιδρούν στον “λόγο μίσους” και τα εγκλήματα προκατάληψης με την απόσυρση και τη θλίψη, αλλά με τη συμμετοχή και τον διάλογο. Αυτού του είδους ο λόγος φαίνεται να ενθαρρύνει την πολιτική συμμετοχή στο πλαίσιο της ευρύτερης κοινότητας, ένα απαραίτητο συστατικό μιας υγιούς δημοκρατίας.

Μολονότι αυτές οι μελέτες εστιάζουν σε πανεπιστημιακούς φοιτητές, η Στρόσεν επισημαίνει ότι οι πόροι για την ανάπτυξη της ικανότητας κάποιου ατόμου να αντιστέκεται στα δυνητικώς αρνητικά αποτελέσματα του λόγου μίσους είναι διαθέσιμοι σε όλους. Αυτά τα εργαλεία περιλαμβάνουν τεχνικές γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας για τη μείωση του άγχους και άλλων αρνητικών αντιδράσεων που μπορεί να είναι το αποτέλεσμα στρεσογόνων καταστάσεων (όπως η έκθεση στον “λόγο μίσους”), εκπαίδευση ως προς τη χρήση των κοινωνικών μέσων για την αντίδραση στον “λόγο μίσους”, και παροχή πρόσβασης σε υποστηρικτικές οργανώσεις και άλλους πόρους. Η εκπαίδευση και οι άλλες αντιδράσεις μπορεί να μετατρέψουν μια αρνητική εμπειρία στην κατάκτηση μιας πολύτιμης στιγμής στην πορεία της προσωπικής ανάπτυξης.

Η Στρόσεν εξετάσει ακόμη το ερώτημα του αν ο “λόγος μίσους” ενθαρρύνει στάσεις και συμπεριφορές μισαλλοδοξίας και αρνητικής διάκρισης μεταξύ όσων εκτίθενται σ' αυτόν. Επισημαίνει ότι “μια περιεκτική ανασκόπηση της έρευνας των κοινωνικών επιστημών ως προς τις πιθανές συνδέσεις μεταξύ των μηνυμάτων των μέσων ενημέρωσης και της συμπεριφοράς των ακροατηρίων τους συμπέρανε ότι οι συνέπειες στην συμπεριφορά των ακροατηρίων είναι 'αδύναμες και αφορούν μόνο ένα μικρό ποσοστό των μελών του ακροατήριου'” (127).

Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο λόγος δεν εξαναγκάζει τους ανθρώπους να δρουν με μοχθηρία. Όσοι ακούν ακραίες διατυπώσεις είναι υπεύθυνοι για τις μετέπειτα δράσεις τους. Ο Βρετανός συγγραφέας Kenan Malik επισημαίνει:

“Οι ρατσιστές επηρεάζονται φυσικά από τον ρατσιστικό λόγο. Αυτοί όμως φέρουν την ευθύνη για τη μετάφραση του ρατσιστικού λόγου σε ρατσιστικές πράξεις. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι, παρά όλο τον διάλογο περί υπεύθυνης χρήσης της ελευθερίας του λόγου, η πραγματική συνέπεια της ζήτησης για λογοκρισία είναι να περιοριστεί η ευθύνη των ατόμων για τις πράξεις τους.

Αν οι δημιουργοί θεωρούνταν υπεύθυνοι για τις αντικοινωνικές πράξεις που διαπράττουν κάποια άτομα αφού εκτεθούν στο υλικό τους, τότε “σίγουρα ούτε η Βίβλος ούτε το Κοράνι” δεν θα ήταν ασφαλή καθώς “και τα δύο κείμενα έχουν κατηγορηθεί ότι έχουν προκαλέσει αμέτρητα ατομικά και μαζικά εγκλήματα” (128).

Συμπεραίνοντας, δεν θα πρέπει να ποινικοποιήσουμε τον λόγο επειδή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες. Αυτή η προσέγγιση θα επέτρεπε στο κράτος να τιμωρεί τον λόγο γιατί βλέπει δυσμενώς τον εκφραστή του ή το μήνυμα χωρίς να αναγνωρίζει άμεσα το κίνητρο αυτό. Επιπλέον “δεδομένου του απεριόριστου πεδίου του λόγου σχετικά με τις δημόσιες ανησυχίες που θα μπορούσαν να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα, κάθε άλλος κανόνας θα φίμωνε σε μεγάλο βαθμό τον δημοκρατικό διάλογο”.

--

Ο John Samples είναι ο αντιπρόεδρος του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Ιουνίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.