Να εγκλωβίσει την Αθήνα και τη Λευκωσία σε μια συζήτηση, η οποία θα οδηγεί σε εξωραϊσμό της επιθετικής και αναθεωρητικής πολιτικής της επιδιώκει η Άγκυρα, τη στιγμή που, όπως φάνηκε και στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ την Πέμπτη, παραμένει σταθερή η θέση για τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα SAFE, ενώ οι όροι για το casus belli, τις «γκρίζες ζώνες» και την πρόοδο στην επίλυση του Κυπριακού συνεχίζουν να βαραίνουν τα ευρωτουρκικά.
Η επιδίωξη για διατήρηση των «ήρεμων νερών», των ανοικτών διαύλων επικοινωνίας και η αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να είναι εις βάρος της άσκησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, και συγχρόνως ούτε η Κύπρος μπορεί να αποδεχθεί ευρωπαϊκά ανοίγματα προς την Τουρκία, όσο διατηρείται υπό κατοχή το βόρειο τμήμα του νησιού και οι προσπάθειες επανέναρξης των συνομιλιών προσκρούουν, από το 2021, στην τουρκική θέση περί λύσης δύο κρατών.
Αυτά τα «εμπόδια» επιχειρείται να παρακαμφθούν τόσο με την υποβάθμιση της τουρκικής απειλής εις βάρος της χώρας μας, όσο και με το θόλωμα της εικόνας για την τουρκική στάση στο Κυπριακό, ειδικά μετά την ανάδειξη του Τουφάν Ερχιουρμάν στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων.
Η αναφορά του Τούρκου ΥΠΕΞ Χ. Φιντάν, στη συνέντευξή του πριν από μία εβδομάδα, ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη να συνομιλήσει με την Ελλάδα ώστε να βρεθεί συμβιβαστική λύση για το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, ερμηνεύθηκε από αρκετούς και στην Αθήνα, ως «αλλαγή στάσης» της Τουρκίας, ακόμη και ως έμμεση εγκατάλειψη του casus belli.
Ο Χ. Φιντάν, όμως δεν είπε τίποτε περισσότερο από αυτό που έχει γίνει για περισσότερο από δέκα χρόνια κατά τη διάρκεια των διερευνητικών επαφών. Όπου, σύμφωνα μάλιστα και με τον αείμνηστο Κ. Σημίτη, οι δύο χώρες είχαν φθάσει κοντά σε συμφωνία, η οποία όμως βασιζόταν στην κατ’ αρχήν συνεννόηση που είχε επιτευχθεί για την κλιμακωτή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και παραμονής τους στα 6 ν.μ. σε άλλες περιοχές.
Οι συνεννοήσεις αυτές ήταν άτυπες φυσικά, και είχαν παραμείνει έτσι, καθώς ο καθορισμός του εύρους των χωρικών υδάτων αποτελεί άσκηση κυριαρχίας μιας χώρας και είναι μονομερές δικαίωμα (εκτός των περιπτώσεων αντικείμενων ακτών με απόσταση μικρότερη των 24 ν.μ.).
Η Τουρκία είχε επιδιώξει να προστατεύσει αυτόν τον άτυπο χαρακτήρα των συνομιλιών, γνωρίζοντας ότι η Αθήνα επισήμως δεν μπορεί να αποδεχθεί ούτε να παραδεχθεί την ύπαρξη τέτοιου είδους συνομιλιών, καθώς ουσιαστικά θέτουν υπό την έγκριση της Τουρκίας την άσκηση κυριαρχίας (και όχι απλώς κυριαρχικών δικαιωμάτων) της χώρας μας.
Ο Χ. Φιντάν, ο οποίος διακριτικά και πριν από έναν χρόνο, μετά τις συνομιλίες που είχε στην Αθήνα, σε συνέντευξή του είχε επίσης θέσει το «εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων» στην ατζέντα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, θέλησε τώρα να εκθέσει την Αθήνα.
Διότι την ώρα που η χώρα μας θέτει βέτο στην ΕΕ για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE, ζητώντας την άρση του casus belli, με τη δήλωση αυτή και την ερμηνεία που εντέχνως της αποδίδεται, η Τουρκία εμφανίζεται να μην απειλεί με πόλεμο την Ελλάδα στην περίπτωση άσκησης του μονομερούς δικαιώματος άσκησης κυριαρχίας με ορισμό του εύρους των χωρικών υδάτων της, αλλα αντιθέτως να προτείνει… «διάλογο».
Ακόμη κι αν γινόταν αυτή η συζήτηση, θα γινόταν υπό το βάρος του casus belli, το οποίο, όσο δεν καταργείται με αντίστοιχο ψήφισμα - απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, παραμένει απολύτως σε ισχύ.
Η Αθήνα, πάντως, με την καθαρή δήλωση και του Κυρ. Μητσοτάκη, ο οποίος εκτός του casus belli έχει θέσει ως όρο και την εγκατάλειψη της διεκδίκησης των «γκρίζων ζωνών», έχει φροντίσει έτσι ώστε να μην δημιουργηθούν εύκολα «ρωγμές» στους όρους που θέτει η Ελλάδα, βάζοντας το βέτο στην Τουρκία.
Ακόμη κι αν επιχειρηθεί να εμφανιστεί η δήλωση Φιντάν, ως «πρώτο βήμα» της Τουρκίας για εγκατάλειψη του casus belli, αυτό θα πρέπει να συνοδευθεί με την αναγνώριση του δικαιώματος της Ελλάδας να κηρύξει μονομερώς τα όρια των χωρικών υδάτων της (εκτός των αντικείμενων ακτών) και θα πρέπει συγχρόνως να αποκηρύξει την πολιτική των «γκρίζων ζωνών», αναγνωρίζοντας την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα νησιά και νησίδες του Αιγαίου που διαθέτουν, εκτός από χωρικά ύδατα (έστω και 6 ν.μ.), και θαλάσσιες ζώνες.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, το οποίο αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό όρο που έχει θέσει η Λευκωσία προκειμένου να συναινέσει στην εμπλοκή της Τουρκίας στο SAFE, η εικόνα επίσης είναι καθαρή. Η ευφορία που προκάλεσε η ήττα του σκληροπυρηνικού εθνικιστή Ερσίν Τατάρ από τον μετριοπαθή κεντροαριστερό Τουφάν Ερχιουρμάν θα πρέπει τώρα να δοκιμαστεί επί του πεδίου.
Ο Τ. Ερχιουρμάν έχει ταχθεί υπέρ της χαλαρής ομοσπονδίας, στα όρια της συνομοσπονδίας, και στη διατήρηση του καθεστώτος των Εγγυήσεων, ενώ ο ήπιος τρόπος με τον οποίο υποδέχθηκε την εκλογή του η Άγκυρα δείχνει ότι ήταν έτοιμη να απλώσει τις αγκάλες της πάνω από έναν πολιτικό τον οποίο δεν στήριξε προεκλογικά.
Βεβαίως, στο Κυπριακό, αρκετές φορές η Άγκυρα έχει δρομολογήσει αλλαγή τακτικής προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι επιδιώξεις της (με Ντενκτάς και Σχέδιο Ανάν, με Ταλάτ αλλά και με Ακιντζί).
Για τη Λευκωσία δεν αρκεί μια απλή αναφορά του Τ. Ερχιουρμάν σε στήριξη της «ομοσπονδιακής λύσης». Αυτό θα πρέπει να εκφραστεί επίσημα και να οδηγήσει σε επανέναρξη των συνομιλιών με βάση τις αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ανοίγοντας προοπτική για μια διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε λύση του Κυπριακού. Δηλώσεις προθέσεων δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την κυπριακή πλευρά προκειμένου να «καταθέσει τα όπλα» που διαθέτει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αθήνα και Λευκωσία, σε αυτό το δύσκολο παζάρι, βρίσκονται με ισχυρά επιχειρήματα στα χέρια τους. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί η πίεση που θα ασκηθεί και οι ελιγμοί που θα επιχειρηθούν, ώστε να ικανοποιηθεί και η επιδίωξη για συμμετοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια, αλλά και να προχωρήσει το δύσκολο πλέγμα των ευρωτουρκικών σχέσεων…Με την Άγκυρα να επιδιώκει να ανταλλάξει έτσι, με υψηλό αντίτιμο, απλώς τον γεωπολιτικό ρόλο της, ο οποίος, βεβαίως, πολύ συχνά δεν είναι καν συμβατός με τα συλλογικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της ΕΕ.
