Η ψευδής υπόσχεση του “Buy American”

Η ψευδής υπόσχεση του “Buy American”

Του Daniel J. Ikenson

Αν ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των καθαρμάτων, πού άραγε θα στραφεί ο Πρόεδρος Τραμπ όταν οι πολιτικές του για την “Αμερική Πρώτα” καταστρέψουν τους ίδιους ανθρώπους που εκείνος υπόσχεται ότι θα βοηθήσουν;

Οι ιδέες που συμπυκνώνονται στις προβλέψεις για την προτίμηση αμερικανικών προϊόντων (“Buy American”) μπορεί να φαίνονται ελκυστικές σε πολλούς από τους υποστηρικτές του Προέδρου Τραμπ, αλλά η φράση αυτή είναι απλώς ένας ευφημισμός για τη διανομή των λαφύρων της πολιτικής, για τη δημιουργία μη βιώσιμων θέσεων εργασίας και για τον προστατευτισμό. Ο Πρόεδρος μπορεί έτσι να γίνει αρεστός στους επικεφαλής των συνδικάτων, στους παραγωγούς προϊόντων που ανταγωνίζονται τα αντίστοιχα εισαγόμενα και σε κάποιους εργαζόμενους, αλλά αυτό θα το πετύχει με μεγάλο κόστος για τους φορολογούμενους, τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις ευρύτερα.

Τα 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια που, κατά τις εκτιμήσεις, θα δεσμευθούν για δημόσιες συμβάσεις από Αμερικανούς προμηθευτές θα σημάνουν ψηλότερες τιμές, λιγότερα έργα και λιγότερες προσλήψεις. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι διεθνείς και οι άμεσες επενδύσεις διασχίζουν τα σύνορα, δεν είναι εύκολο να βρει κανείς προϊόντα που να ανταποκρίνονται στην ταμπέλα “κατασκευασμένο στις ΗΠΑ”, καθώς πολλά απ' αυτά περιλαμβάνουν μέρη που κατασκευάστηκαν σε διάφορες χώρες. Και αποκλείοντας τους ξένους προμηθευτές από τους διαγωνισμούς, κάθε βραχυπρόθεσμη αύξηση στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση των ΗΠΑ, πιθανότατα θα ακυρωθεί από την απώλεια εξαγωγών - και των θέσεων εργασίας που συνδέονται με αυτές - λόγω της ανάληψης παρόμοιων πολιτικών προσταστευτισμού και από τις άλλες χώρες.

Οι νόμοι “Buy American” έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να περιορίσουν στις κρατικές συμβάσεις τον ανταγωνισμό στις εγχώριες εταιρίες και τους εργαζομένους από το 1933. Γενικοί περιορισμοί για την προτίμηση Αμερικανών προμηθευτών ήδη ισχύουν σε όλες τις κρατικές συμβάσεις για προμήθειες και υλικά προς χρήση εντός των ΗΠΑ. Αυτές οι προβλέψεις ορίζουν για τις δημόσιες προμήθειες πως όλα τα “μη κατασκευασμένα” προϊόντα (δηλαδή, ουσιαστικά οι πρώτες ύλες) θα πρέπει να εξορύσσονται ή να παράγονται στις ΗΠΑ και όλα τα “κατασκευασμένα” προϊόντα θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του “εγχώριου τελικού προϊόντος”, δηλαδή να έχουν κατασκευαστεί στις ΗΠΑ από συστατικά που τουλάχιστον κατά το 50% της αξίας τους να έχουν παραχθεί στις ΗΠΑ.

Αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να παρακαμφθούν αν συντρέχει μία από τις τρεις παρακάτω προϋποθέσεις: (1) η παράκαμψη να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον· (2) τα προϊόντα να μην είναι διαθέσιμα από εγχώριες τιμές σε επαρκή ποσότητα ή σε ικανοποιητική ποιότητα· ή, (3) το κόστος χρήσης αμερικανικών προϊόντων να θεωρηθεί “παράλογο”. Σύμφωνα με τους Ομοσπονδιακούς Κανονισμούς περί Προμηθειών (Federal Acquisition Regulations) το “παράλογο κόστος” ορίζεται ως η κατάσταση όπου προμήθειες και υλικά από το εξωτερικό προσφέρονται σε τιμή που είναι κατά τουλάχιστον 6% μικρότερη από την αντίστοιχη των εγχώριων προμηθειών και υλικών.

Υπάρχουν όμως και ακόμη πιο περιοριστικές προβλέψεις για την προτίμηση αμερικανικών προϊόντων στους κανόνες προμηθειών του Υπουργείου Μεταφορών για τους αυτοκινητοδρόμους και τα παρόμοια έργα. Αυτοί οι κανόνες προβλέπουν πως όλος ο σίδηρος, το ατσάλι και τα κατασκευασμένα προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα έργα πρέπει να έχουν παραχθεί στις ΗΠΑ. Ο ορισμός του κατασκευασμένου στις ΗΠΑ προϊόντος είναι εδώ ο ίδιος με τον αντίστοιχο για τις γενικές προβλέψεις, και ισχύουν τα ίδια όρια για τις παρακάμψεις λόγω δημοσίου συμφέροντος και επάρκειας των προμηθειών. Το “παράλογο κόστος” όμως εδώ έχει σημαντικά διαφορετικό περιεχόμενο. Υπό τους κανόνες αυτούς, η παράκαμψη λόγω παράλογου κόστους προϋποθέτει το συνολικό κόστος του έργου (και όχι του συγκεκριμένου υλικού) να είναι τουλάχιστον 25% υψηλότερο. Πρόκειται για ένα τεράστιο μαξιλάρι για τους εγχώριους προμηθευτές το οποίο τους δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς προσφέροντας εξωφρενικές τιμές.

Υπάρχουν και άλλοι τρόποι παράκαμψης που υποτίθεται ότι διασφαλίζουν σε ένα βαθμό τον ανταγωνισμό στις κρατικές προμήθειες των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον νόμο Trade Agreements Act (Νόμος για τις Εμπορικές Συμφωνίες) του 1979, ο Πρόεδρος έχει την εξουσία να επικαλεστεί το δημόσιο συμφέρον για να παρακάμψει τους κανόνες προτίμησης αμερικανικών προϊόντων και να εξαιρέσει χώρες που κι αυτές με τη σειρά τους εξαιρούν αμερικανικές εταιρίες από τους δικούς τους αντίστοιχους περιορισμούς. Αυτές οι χώρες περιλαμβάνουν τα υπογράφοντα μέρη της Συμφωνίας για τους Κρατικές Προμήθειες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (Government Procurement Aggrement - World Trade Organization) ή χώρες που έχουν υπογράψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ (όπως τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής - ΝΑFTA) οι οποίες περιλαμβάνουν ολόκληρα κεφάλαια για τις κρατικές προμήθειες.

Φαίνεται μάλλον απίθανο να επικαλεστεί ο Πρόεδρος Τραμπ αυτές τις παρακάμψεις - κάτι τέτοιο θα ερχόταν τουλάχιστον σε αντίθεση με τη ρητορική του κατά την ανάληψη των αρμοδιοτήτων του. Επιπλέον ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Sherrod Brown του Οχάιο σχεδιάζει να εισαγάγει την επόμενη εβδομάδα ένα νομοσχέδιο που θα διευρύνει τον αριθμό των δημόσιων δαπανών που θα διέπονται από τους κανόνες προτίμησης αμερικανικών προϊόντων και θα περιορίζει τη δυνατότητα εξαιρέσεων, ώστε να διασφαλίσει ότι το τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο δολάρια που θα εγκριθεί από το Κογκρέσο για δαπάνες στις υποδομές δεν θα αφορά ξένες εταιρίες και εργαζομένους

Αν αποκλειστούν από αυτόν τον μποναμά των δαπανών για υποδομές οι χαμηλού κόστους προμηθευτές κρίσιμων υλικών και κάποιες από τις πιο έμπειρες και αποτελεσματικές κατασκευαστικές εταιρίες παγκοσμίως (σκεφτείτε το έργο τις εκβάθυνσης των ρηχών αμερικανικών λιμανιών για να μπορούν να υποδέχονται τα μεγάλα, μετά τη γενιά Panamax, φορτηγά πλοία κοντέινερ), τότε οι Αμερικανοί προμηθευτές θα έχουν λιγότερους περιορισμούς στις προσφορές κόστους τους, πράγμα που σημαίνει λιγότερα και πιο ακριβά δημόσια έργα.

Ατομικά, όταν ξοδεύουν τα δικά τους χρήματα, οι περισσότεροι Αμερικανοί επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της αξίας. Συχνά αυτό σημαίνει ότι ψωνίζουν σε μεγάλα σουπερμάρκετ αντί για τα ντελικατέσεν, ή ότι προτιμούν το Home Depot αντί για κάποιο μικρό κατάστημα υλικών και εργαλείων. Δεν θα πρέπει άραγε να απαιτούμε και η Ουάσιγκτον να ξοδεύει τα χρήματα που προέρχονται από τους φόρους μας με μια παρόμοια στάση σύνεσης και αξίας;

Το ένστικτό μας να θωρακίσουμε τις “δικές μας” αγορές, να προστατεύσουμε τις “δικές μας” επιχειρήσεις” και να εμποδίσουμε τους “δικούς μας” πόρους από το να πάνε σε άλλες χώρες με “δικό μας” κόστος, δεν είναι δυσεξήγητο. Η ιδέα όμως ότι ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για προμήθειες σε μόνο αμερικανικά αγαθά, υπηρεσίες και εργαζομένους θα παραγάγει αυτό το αποτέλεσμα είναι λανθασμένη.

Όταν μειώνουμε τεχνητά τη δεξαμενή των επιλέξιμων προμηθευτών ή την ποικιλία των επιλέξιμων προμηθειών που μπορούν να ικανοποιήσουν τις εκάστοτε προδιαγραφές, τότε τα έργα κοστίζουν περισσότερο, παίρνουν περισσότερο χρόνο να ολοκληρωθούν, και είναι χαμηλότερης ποιότητας. Δεν χρειάζεται παρά μόνο μια στοιχειώδης κατανόηση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης για να δει κανείς ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού στις προμήθειες το μόνο που διασφαλίζει είναι ότι οι φορολογούμενοι θα αποκομίσουν λιγότερα για τα χρήματά τους.

Κάποιες αμερικανικές εταιρίες, βεβαίως, θα κερδίσουν διαγωνισμούς, θα προσλάβουν νέους εργαζόμενους και θα παραγάγουν τοπική οικονομική δραστηριότητα. Αυτό που θα είναι λιγότερο ορατό - αλλά εξίσου πραγματικό - είναι τα συμβόλαια που θα χάσουν πολλές άλλες αμερικανικές εταιρίες και πολλοί άλλοι εργαζόμενοι καθώς οι πόροι θα εξαντλούνται για να ικανοποιήσουν τους περιοριστικούς κανόνες των προμηθειών. Κάποιες αμερικανικές εταιρίες και κάποιοι Αμερικανοί εργαζόμενοι μπορεί να επωφεληθούν, αλλά η πραγματική αξία των δημόσιων δαπανών - των προϊόντων και των υπηρεσιών που θα παραχθούν - θα μειωθεί.

Ενώ ο Πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στις εταιρίες και τους εργαζομένους των ΗΠΑ, σίγουρα θα γνωρίζει ότι περισσότεροι από 6 εκατομμύρια Αμερικανοί εδώ στις ΗΠΑ εργάζονται για εταιρίες που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό. Σίγουρα θα γνωρίζει ότι πάνω από 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ξένων άμεσων επενδύσεων ενισχύουν την αμερικανική παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, την παραγωγή προστιθέμενης αξίας και θέσεων απασχόλησης, καθώς και την φορολογική βάση. Η αυστηροποίηση των κανόνων προτίμησης αμερικανικών προϊόντων θα πλήξει αυτές τις εταιρίες και μπορεί να διώξει τις ίδιες και τις επενδύσεις τους από τη χώρα.

Οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι που φορολογούν, δανείζονται και δαπανούν έχουν την ευθύνη να είναι συνετοί διαχειριστές των δημόσιων οικονομικών. Ο πειρασμός όμως να παραβεί κανείς αυτό το άρρητο συμβόλαιο για να προαγάγει ιδιοτελείς σκοπούς συχνά αποδεικνύεται ακατανίκητος - ιδίως όταν για να το κάνει αυτό καταφεύγει στον πατριωτισμό.

--

Ο Dan Ikenson είναι διευθυντής του Κέντρου Herbert A Steifel Center για τη Μελέτη Εμπορικών Πολιτικών του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Ιανουαρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.