Η Νιγηρία δεν χρειάζεται ένα διαδίκτυο «τύπου Τουρκίας»

Η Νιγηρία δεν χρειάζεται ένα διαδίκτυο «τύπου Τουρκίας»

Το Twitter, προσπαθώντας να καταστείλει την παραπληροφόρηση γύρω από τον κορονοϊό, άρχισε να εφαρμόζει αυστηρότερα τους κανόνες του που αφορούν τους αρχηγούς κρατών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι επιθετικές προσπάθειες των πλατφορμών να αντιμετωπίσουν την παραπληροφόρηση μηδενίζουν τις προσδοκίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα όφειλαν να αντιμετωπίζουν τους αρχηγούς κυβερνήσεων. Τον Ιανουάριο, το Twitter ανέστειλε τον λογαριασμό του τότε Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με την κατηγορία ότι εκείνος παρότρυνε σε βία στο Καπιτώλιο. Καταδεικνύοντας ότι οι νέοι κανόνες έχουν καθολική εφαρμογή, το Twitter πρόσφατα αφαίρεσε ένα απειλητικό τουίτ του Προέδρου της Νιγηρίας Muhammadu Buhari. Η Νιγηρία απάντησε μπλοκάροντας την πρόσβαση στο Twitter και απαιτώντας από την εταιρία να δημιουργήσει μια τοπική θυγατρική, μια προσέγγιση στη ρύθμιση των κοινωνικών μέσων που φαίνεται να εμπνεύστηκε από την Τουρκία. Η ευρεία υιοθέτηση του τουρκικού μοντέλου θα θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία του διαδικτύου ανά τον κόσμο.

Στις αρχές του Ιουνίου, ο Νιγηριανός Πρόεδρος Μουχαμάντου Μπουχάρι χρησιμοποίησε το Twitter για να απειλήσει τους αποσχιστές Ίγκμπο αναφερόμενος στην στρατιωτική του υπηρεσία κατά τον πόλεμο της Μπιάφρας.

«Πολλοί από όσους παραφέρονται σήμερα είναι υπερβολικά νέοι σε ηλικία για να γνωρίζουν την καταστροφή και την απώλεια ζωών που συνέβη κατά τη διάρκεια του Νιγηριανού Εμφυλίου Πολέμου. Όσοι από μας βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης για 30 μήνες και έζησαν τον πόλεμο, θα τους αντιμετωπίσουμε με τη γλώσσα που καταλαβαίνουν».

Λίγο μετά, το Twitter διέγραψε την ανάρτηση με τη δικαιολογία ότι παραβιάζει τις πολιτικές της εταιρίας σχετικά με την καταχρηστική και απειλητική γλώσσα. Σε προφανή ανταπόδοση, ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Πληροφόρησης και Πολιτισμού της Νιγηρίας ανακοίνωσε - μέσω ενός τουίτ - ότι αναστέλλει «επ’ αόριστο τη λειτουργία μικρο-μπλόγκινγκ στην υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης Twitter στη Νιγηρία».

Στις συνεντεύξεις τύπου που ακολούθησαν, ο Υπουργός Πληροφόρησης και Πολιτισμού της Νιγηρίας Λάι Μοχάμεντ εξέφρασε τον σκεπτικισμό του ως προς τα κίνητρα του Twitter: “Η αποστολή του Twitter στη Νιγηρία είναι πολύ ύποπτη, και έχει ατζέντα”. Αναφερόταν έτσι πιθανόν στην υποστήριξη από πλευράς του Twitter στο κίνημα εναντίον της αστυνομικής βίας στη Νιγηρία #EndSARS το φθινόπωρο του 2020, κάτι που θεωρήθηκε ομοίως παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας από την εταιρία. Οι κυβερνήσεις που έχουν συνηθίσει σε δουλικότητα από εμπορικές εταιρίες, βλέπουν τώρα αρνητικά την εταιρική υποστήριξη σε ντόπια κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Κάποιες μέρες μετά, ο υπουργός ανακοίνωσε ότι οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων, για να μπορούν να λειτουργούν στη Νιγηρία «θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι νιγηριανές εταιρίες» και επιπλέον θα πρέπει «να αδειοδοτούνται από την επιτροπή ραδιοτηλεόρασης». Για να αναλάβει εκ νέου τη λειτουργία του στη Νιγηρία, το Twitter, καθώς και άλλες εταιρίες κοινωνικών μέσων, θα πρέπει να δημιουργήσουν τοπικές θυγατρικές που θα υπόκεινται στο νιγηριανό δίκαιο.

Κατά την περασμένη δεκαετία, η Τουρκία επανειλημμένα περιόρισε την πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικών μέσων προκειμένου να πετύχει υποχωρήσεις από αυτές. Εντέλει, υποχρέωσε τις εταιρίες να απασχολούν ντόπιους αντιπροσώπους υποκείμενους στο τουρκικό δίκαιο. Η πρόσφατη προσέγγιση της Νιγηρίας έναντι των εταιριών κοινωνικών μέσων μοιάζει με την εξέλιξη της βαριάς πολιτικής της Τουρκίας, συμπυκνωμένη σε μια περίοδο δύο εβδομάδων: μια πανεθνική απαγόρευση της υπηρεσίας που χαλαρώνει σε αντάλλαγμα συγκεκριμένων υποχωρήσεων από τις πλατφόρμες.

Η ιδιαίτερη προσέγγιση της Τουρκίας έναντι της λογοκρισίας του διαδικτύου ξεκίνησε το 2007, όταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανακάλυψαν βίντεο στο YouTube που ειρωνεύονταν τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Τα βίντεο έδειχναν εικόνες του προσώπου του Ατατούρκ κολλημένες σε μια μαϊμού, την απεικόνιση του Ατατούρκ ως παλιάτσου, και ισχυρισμούς ότι ο «Ατατούρκ είναι γκέι». Η τουρκική κυβέρνηση είδε αυτά τα βίντεο όχι ως απλώς κωμικά, αλλά ως μια σοβαρή παραβίαση των νόμων του κράτους εναντίον της «προσβολής της τουρκοσύνης». Αντιδρώντας σε αυτό, ένα δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης εξέδωσε διαταγή με την οποία απαγόρευσε πλήρως το YouTube. Λίγες ώρες μετά την απαγόρευση, το YouTube αφαίρεσε τα προσβλητικά βίντεο, κάνοντας μια τουρκική εφημερίδα να ισχυριστεί ότι «το YouTube πήρε το μήνυμα». Η παραχώρηση του YouTube έκανε το δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης να ανακαλέσει τη διαταγή του, αλλά άλλα προσβλητικά βίντεο ήρθαν ενώπιον άλλων τουρκικών δικαστηρίων, τα οποία απαγόρευσαν το YouTube ακόμη επτά φορές μέσα μόλις στο 2007.

Οι τουρκικές αρχές εφάρμοσαν την τακτική που είχε αποδώσει με το YouTube σε άλλες πλατφόρμες. Το 2015, βίντεο της απαγωγής του Τούρκου κυβερνητικού αξιωματούχου Σελίμ Κιράζ διανεμήθηκαν ευρέως στο Twitter, το Facebook, και το Periscope. Η τουρκική κυβέρνηση αντέδρασε με την απαγόρευση των προσβλητικών ιστοσελίδων με τη δικαιολογία της παραβίασης των κανόνων του Νόμου περί Διαδικτύου της χώρας εναντίον της «αντικυβερνητικής προπαγάνδας». Μετά την απαγόρευση της πρόσβασης συνολικά στις πλατφόρμες - που τους κόστισε εκατομμύρια σε χαμένα έσοδα από διαφημίσεις - η Αρχή Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών της Τουρκίας ζήτησε την αφαίρεση των βίντεο. Όταν οι πλατφόρμες συμμορφώθηκαν, η πρόσβαση στις ιστοσελίδες τους αποκαταστάθηκε. Με την εκ των προτέρων ξεκάθαρη δέσμευση ότι θα τιμωρήσουν τις πλατφόρμες που δεν συμμορφώνονται, η Τουρκία μπόρεσε ατύπως να επηρεάσει το περιεχόμενο των πολιτικών τους για τον έλεγχο του περιεχομένου.

Ακόμη, η Τουρκία χρησιμοποίησε τα εργαλεία «περιεχομένου περιορισμένης πρόσβασης σε συγκεκριμένες χώρες» για περιορίσει το λόγο που είναι διαθέσιμος στους Τούρκους χρήστες του διαδικτύου. Μολονότι αυτά τα εργαλεία αρχικά αναπτύχθηκαν για τη συμμόρφωση προς τις γερμανικές απαγορεύσεις επίδειξης φασιστικών συμβόλων, οι τουρκικές αρχές τα χρησιμοποίησαν για να καταστείλουν την εγχώρια κριτική. Η ολοένα και ευρύτερη χρήση αυτής της δυνατότητας καταδεικνύει το πώς η συμμόρφωση προς ένα μόνο ανελεύθερο αίτημα στρώνει τον δρόμο για περαιτέρω περιορισμούς. Το 2018, η Τουρκία ζήτησε πάνω από 5000 τέτοιες αφαιρέσεις περιεχομένου μόνο από το Twitter.

Η Τουρκία επισημοποίησε τις ρυθμίσεις της για τη λογοκρισία τον Ιανουάριο του 2021 με έναν νέο νόμο για τα κοινωνικά μέσα που ζητούσε “από τις ιστοσελίδες με πάνω από ένα εκατομμύριο χρηστές ημερησίως να ορίσουν έναν τοπικό αντιπρόσωπο μέχρι τον επόμενο μήνα για να εφαρμόζει τις δικαστικές εντολές για την αφαίρεση περιεχομένου”. Η νομοθεσία υποχρεώνει τις πλατφόρμες να επιλέξουν υπαλλήλους που υπόκεινται στο τουρκικό δίκτυο ως ντόπιους αντιπροσώπους. Αυτοί οι υπάλληλοι είναι νομικώς υπεύθυνοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των πλατφορμών προς τις εντολές των τουρκικών δικαστηρίων. Στην πράξη, ο νόμος ορίζει τον καθορισμό ενός ομήρου, ή τουλάχιστον ενός αποδιοπομπαίου τράγου. Σε σύγκριση με το κλείσιμο των υπηρεσιών, αυτός ο μηχανισμός προσφέρει στην Τουρκία ένα πολύ πιο εξευγενισμένο εργαλείο για τη διαμόρφωση της πολιτικής των πλατφορμών, μολονότι χτίζει πάνω στην επιτυχία των προηγούμενων μη εξευγενισμένων μεθόδων. Οι απαγορεύσεις του YouTube στην Τουρκία είχαν ήδη καταδείξει ότι η χώρα ήταν διατεθειμένη να διώξει εντελώς τις πλατφόρμες. Οι περισσότερες από αυτές συμμορφώθηκαν προθύμως με τον νέο νόμο όμως το Twitter, το Periscope, και το Pinterest όρισαν τοπικούς αντιπροσώπους μόνο αφού τιμωρήθηκαν με απαγόρευση διαφήμισης.

Η προθυμία της τουρκικής κυβέρνησης να καταστείλει την πρόσβαση στην αγορά δίνει ισχύ στα αιτήματά της. Υπάρχει μόνο μία τουρκική κυβέρνηση, ο πυλωρός της τουρκικής αγοράς, ενώ υπάρχουν πολλές πλατφόρμες κοινωνικών μέσων που θέλουν να λειτουργήσουν εκεί. Αν κάποια πλατφόρμα δεν συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της Τουρκίας, θα χάσει μερίδιο αγοράς έναντι των ανταγωνιστών της. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι πολίτες λίγους λόγους έχουν να διαμαρτυρηθούν για την απώλεια κάποιας μεμονωμένης υπηρεσίας κοινωνικών μέσων. Εκτός και αν οι πλατφόρμες είναι πρόθυμες να παραχωρήσουν την τουρκική αγορά στους ανταγωνιστές τους, ή να βρουν τα τεχνικά μέσα ώστε να αντισταθούν στο κλείσιμο των υπηρεσιών τους, θα βρουν πως είναι δομικά δύσκολο να αντισταθούν σε τέτοιες τακτικές.

Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι και άλλες ανελεύθερες κυβερνήσεις υιοθετούν την τουρκική προσέγγιση έναντι της ρύθμισης του διαδικτύου. Αυτές οι κυβερνήσεις θέλουν τόσο τα οικονομικά οφέλη του διαδικτύου, όσο και τον έλεγχο του λόγου που απολάμβαναν στην προ-ψηφιακή εποχή της κρατικής τηλεόρασης. Οι πλατφόρμες όμως δεν έχουν την ευθύνη να προσφέρουν τις νοθευμένες εκδοχές των υπηρεσιών τους που ζητούν αυτές οι κυβερνήσεις. Ατομικά, οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων δεν έχουν λόγο να ευνοούν τις επιθυμίες των κυβερνήσεων έναντι των επιθυμιών των χρηστών τους, ιδίως όταν έτσι υποβαθμίζουν την ποιότητα των προϊόντων τους και αντιβαίνουν στις αξίες τους. Οι περισσότεροι Νιγηριανοί θέλουν ένα διαδίκτυο χωρίς λογοκρισία. Η δουλειά των πλατφορμών είναι να δίνουν «φωνή», ενώ οι κυβερνήσεις αυτές διεκδικούν το θεμελιωδώς ασύμβατο δικαίωμα να ελέγχουν την πολιτική έκφραση.

Όποιοι κι αν είναι οι εσωτερικοί τους κανόνες, οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων εδώ και καιρό εξάγουν τις αμερικανικές νόρμες για την ελευθερία του λόγου, επιτρέποντας σε πολίτες λιγότερο φιλελεύθερων κρατών να αποφεύγουν τους ντόπιους λογοκριτές. Καλώς ή κακώς, οι ελεγκτές περιεχομένου των πλατφορμών, ούτε ήξεραν, ούτε νοιάζονταν για τοπικές ευαισθησίες. Καθώς όμως το διαδίκτυο γινεται ολοένα και σημαντικότερο σε λιγότερο ελεύθερες κοινωνίες, οι πλατφόρμες έρχονται αντιμέτωπες με ολοένα και πιο εξευγενισμένα αιτήματα τοπικής λογοκρισίας.

Οι πρόσφατες ενέργειες στην Νιγηρία έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες με τη μέθοδο λογοκρισίας του διαδικτύου της Τουρκίας. Είτε την έμαθαν, είτε τη μιμήθηκαν πρόχειρα, η πρόταση της Νιγηρίας καταδεικνύει τον κίνδυνο της υποχώρησης των πλατφορμών σε κυβερνητικά τελεσίγραφα. Το να πληρώσουν τα λύτρα μια φορά, ανοίγει το δρόμο για νέες απαιτήσεις.

Ο Will Duffield είναι αναλυτής πολιτικής στο Κέντρο Αντιπροσωπευτικής Διακυβέρνησης του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Ιουλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.