Η ασφάλεια των τροφίμων την επομένη του COVID-19

Η ασφάλεια των τροφίμων την επομένη του COVID-19

Του Ombeline Lemarchal

Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων έχουν διαταραχθεί από τους περιορισμούς στην κίνηση, και ο αυξανόμενης προστατευτισμός στα τρόφιμα απειλεί την πρόσβαση σ’ αυτά σε λογικές τιμές. Από την πανδημία αυτή αναδύεται μια νέα ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τα ευάλωτα σημεία της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής και να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο σύστημα τροφίμων που θα αντέξει σε μελλοντικές κρίσεις όπως αυτή του COVID-19. Η ΚΑΠ έχει φτάσει στα όριά της ως προς την επίτευξη των στόχων αυτών. Σε έναν κόσμο όπου η αγροτική παραγωγή, το περιβάλλον και η δημόσια υγεία συνδέονται μεταξύ τους ολοένα και περισσότερο, η ανάγκη για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τα τρόφιμα με ένα μακροπρόθεσμο όραμα είναι εδώ και καιρό επιτακτική.

Η ευρωπαϊκή στρατηγική από το αγρόκτημα στο πιάτο (Farm to Fork Strategy - F2F) που υιοθετήθηκε στις 20 Μαΐου είναι μια προσπάθεια να απαντηθούν οι αλληλοσχετιζόμενες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, των χρόνιων παθήσεων που συνδέονται με τη διατροφή και να διασφαλιστεί η ασφάλεια τροφίμων για όλους. Η F2F έχει ως στόχο να πετύχει όσα η ΚΑΠ, μια αγροτική πολιτική της οποίας ο κύριος στόχος είναι να παρέχει εισόδημα στους αγρότες, δεν μπορεί.

Η ΚΑΠ, ενθαρρύνοντας τη μεγάλης κλίμακας και βιομηχανοποιημένη παραγωγή τροφίμων, παράγει πολλά κρυμμένα μελλοντικά κόστη για τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Όχι μόνο διαστρεβλώνει τις τιμές και οδηγεί σε τεράστια σπατάλη τροφίμων, αλλά και πρέπει να αντιμετωπιστεί η ευθύνη της ως προς την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την άνοδο των παθήσεων και των θανάτων που συνδέονται με τη διατροφή στην Ευρώπη (950.000 το 2017, που αντιστοιχεί σε έναν στους πέντε θανάτους).

Η στρατηγική F2F έχει φιλόδοξους περιβαλλοντικούς στόχους να υπερβεί την ΚΠΑ, όπως με έναν στόχο μείωσης κατά 50% της χρήσης και του κινδύνου των χημικών φυτοφαρμάκων μέχρι το 2030. Υπάρχουν όμως ασυνέπειες μεταξύ αφενός των στόχων για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία και αφετέρου των μέσων που περιγράφονται στην στρατηγική. Ούτε η ΚΑΠ μετά το 2020, ούτε η F2F δείχνουν κάποια πραγματική δέσμευση στη μείωση της εντατικής καλλιέργειας, και ιδίως της εντατικής κτηνοτροφίας.

Χωρίς να αναφέρουμε τα αρνητικά αποτελέσματα της υπερβολικής κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών στην υγεία μας, πάνω από το 70% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην αγροτική παραγωγή παράγεται από την κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφία απαιτεί τεράστιες εκτάσεις γης (το 71% της αγροτικής γης της ΕΕ), σοδειές και νερό που θα μπορούσαν να διοχετευτούν στους ανθρώπους.

Η στρατηγική F2F δεν προσφέρει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Μια προηγούμενη εκδοχή που διέρρευσε περιλάμβανε τις προτάσεις “η Επιτροπή θα προτείνει να σταματήσει η ενθάρρυνση της παραγωγής ή της κατανάλωσης κρέατος”, αλλά διαγράφηκε από το τελικό κείμενο.

Η στρατηγική αναφέρει αόριστα τη βελτίωση της ευημερίας των ζώων, αλλά δεν αντιμετωπίζει το πραγματικό πρόβλημα που είναι η μείωση της παραγωγής κρέατος. Αυτό που ξεκίνησε ως ένας βολικός τρόπος για την αποφυγή αντιδράσεων από το αγροτικό λόμπι μετατρέπεται σε αναποτελεσματική νομοθεσία, και η ΕΕ καλά θα κάνει να εστιάσει στη μη χρηματοδότηση εκστρατειών που προωθούν το κρέας, ή να προωθήσει εναλλακτικές λύσεις.

Δεύτερον, η F2F δεν είναι χρηματοδοτικός μηχανισμός και θα συνεργαστεί με την ΚΑΠ για τη χρηματοδότηση της μετάβασης. Δεδομένων των σημερινών μεταρρυθμίσεων για την μετά το 2020 ΚΑΠ και τη νέα εστίαση στο περιβάλλον, θα ήταν μια καλή ευκαιρία να καταργηθούν οι επιδοτήσεις που βασίζονται στις εκτάσεις και τον αριθμό των ζώων, και να μεταβούμε προς την κατεύθυνση της υποστήριξης των αγροτών ώστε να κάνουν τη μετάβαση προς φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές και μειωμένη παραγωγή κρέατος.

Η μετά το 2020 ΚΑΠ όμως φαίνεται να ακολουθεί την πεπατημένη με πρόσθετες αιρεσιμότητες. Οι επιδοτήσεις ανά εκτάριο και αριθμό ζώων, παρά το γεγονός ότι ωφελούν μόνο μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις που συμβάλλουν στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και επηρεάζουν αρνητικά την υγεία μας, αλλά και οδηγούν σε υπερπαραγωγή και μαζική σπατάλη τροφίμων, θα παραμείνουν αν και θα εφαρμοστεί ένα ανώτατο όριο 100.000 ευρώ ανά αγρόκτημα.

Μία από τις καινοτομίες είναι η εισαγωγή οικο-σχημάτων (eco-schemes) που είναι άμεσες πληρωμές υπό τον όριο φιλικών προς το κλίμα αγροτικών πρακτικών. Είναι ξεκάθαρα δύσκολο να δούμε το πώς θα συνδυαστούν με τις πρώην επιδοτήσεις και πώς θα γίνει εφικτή η επίτευξη των στόχων που ορίζει η στρατηγική F2F αν δεν αναπροσανατολιστούν πλήρως οι επιδοτήσεις ανά εκτάριο.

Για να μην αναφέρουμε ότι η μετά το 2020 ΚΑΠ αναφέρει ότι “θα χρηματοδοτούνται από τους προϋπολογισμούς άμεσων πληρωμών των κρατών μελών” και ότι τα κράτη θα αποφασίζουν “πόσα χρήματα θα δαπανούν γι’ αυτά”. Η ΕΕ διατυπώνοντας μια πρόταση στην οποία όλοι θα συμφωνήσουν καθώς δεν προϋποθέτει πραγματικές δεσμεύσεις, διατρέχει τον κίνδυνο να καταστήσει αυτά τα σχήματα αναποτελεσματικά. 

Ακόμη, η αύξηση των ρυθμίσεων μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον κόστη για τους αγρότες, οδηγώντας πιθανώς σε μια μείωση της αγροτικής παραγωγής κατά 15%, η οποία μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και τις τιμές των τροφίμων. Για να αποφευχθούν τέτοια αρνητικά αποτελέσματα και να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, θα πρέπει να εξεταστούν επίσης προσεγγίσεις που βασίζονται στην ελεύθερη αγορά και κινούνται από τα κάτω προς τα πάνω.

Η στρατηγική F2F περιλαμβάνει ένα ταμείο ύψους 10 δις ευρώ για την έρευνα και την ανάπτυξη βιώσιμων αγροτικών τεχνικών, αλλά δεν διευκρινίζεται ποιες τεχνικές θα ενθαρρυνθούν. Πιθανές εναλλακτικές ή συμπληρώματα στις ρυθμίσεις περιλαμβάνουν κρέας που καλλιεργείται σε εργαστήρια, γενετικώς μεταλλαγμένους οργανισμούς, ή σχήματα καλλιέργειας άνθρακα όπως αυτά εξετάστηκαν στις Βρυξέλλες τον Οκτώβριο του 2019 για να κινητοποιηθούν οι αγρότες να υιοθετήσουν βιώσιμες πρακτικές.

Η στρατηγική F2F ορίζει την κατεύθυνση, αλλά καθώς δεν είναι ένας χρηματοδοτικός μηχανισμός, η μετάβαση σχεδιάζεται να υποστηριχθεί από την ΚΑΠ. Υπό το υφιστάμενο πλαίσιο της ΚΑΠ, οι αγρότες δεν πληρώνουν για περιβαλλοντικές ζημιές, ούτε έχουν κάποιο χρηματικό κίνητρο να αλλάξουν τις πρακτικές τους.

Η ΚΑΠ δεν είναι περιβαλλοντική πολιτική, αλλά κάποιες από τις επιδοτήσεις της θα μπορούσαν να ανακατευθυνθούν για την υποστήριξη της στρατηγικής F2F η οποία πρέπει να υιοθετήσει εναλλακτικές λύσεις πέρα από την αύξηση των ρυθμίσεων και των αιρεσιμοτήτων. Η κύρια οικονομική πρόκληση οι αγρότες να παρέχουν τα τρόφιμα για έναν αυξανόμενο πληθυσμό ανταποκρινόμενοι ταυτόχρονα σε αυστηρότερα περιβαλλοντικά πρότυπα, δεν θα εξαφανιστεί.

Αυτή την ώρα, η ΕΕ φαίνεται να συνδυάζει υψηλούς στόχους με αόριστες λύσεις, χωρίς κάποια πραγματική δέσμευση για την προώθηση της πράσινης ατζέντας. Με έναν προϋπολογισμό της ΚΑΠ που αντιστοιχεί σε περίπου το 40% του προϋπολογισμού της ΕΕ και με μια νέα, ενσωματωμένη πολιτική για τα τρόφιμα, θα πρέπει να είναι εφικτό να απαλλαγούμε από πράγματα που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τις φιλοδοξίες της ΕΕ για το περιβάλλον και την υγεία, και να αποκτήσουμε ηγετική θέση στη μετάβαση.

--

Η Ombeline Lemarchal είναι αρθρογράφος στο δίκτυο Epicenter.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.