Γιατί οι έλεγχοι τιμών στην πανδημία είναι μια κακή ιδέα

Γιατί οι έλεγχοι τιμών στην πανδημία είναι μια κακή ιδέα

Του Klaus Ulrich

Οι περίοδοι οικονομικής κρίσης λειτουργούν ως θερμοκήπιο για κάθε είδους “λαϊκιστικές” ιδέες, μερικές μάλιστα από τις οποίες έχουν απορριφθεί στο παρελθόν λόγω των ζοφερών τους πρακτικών συνεπειών. Κατά το ταραχώδες πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, διαδόθηκαν οικονομικά μέτρα παρεμβατικών δογμάτων που βύθισαν πολλές ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες κοινωνίες στη φτώχεια.

Η άνοδος στην εξουσία - ανεξάρτητα του αν αυτή επετεύχθη διά της βίας ή δημοκρατικά - των υποστηρικτών αυτής της ιδεολογίας πάντα διατυπώθηκε με όρους μιας υποτιθέμενης βούλησης των “καταπιεσμένων”. Ο προστατευτισμός σε όλες τις εκφάνσεις του (πχ κομμουνισμός, εθνικοσοσιαλισμός, ή φασισμός) βρήκε στις λιγότερο προνομιούχες τάξεις την αντιδραστική μηχανή που χρειαζόταν για να προαγάγει αυτές τις κοινωνικές αλλαγές. 

Ένα από τα πρώτα μέτρα που υιοθετήθηκαν από αυτά τα καθεστώτα, που πηγάζουν άμεσα από τις θεωρίες του Μαρξ και του Ένγκελς, ήταν η ρύθμιση των τιμών. Η θεωρία της αντικειμενικής αξίας και της υπεραξίας, που διέδωσαν και υποστήριξαν αστοί διανοούμενοι, είχε ραγδαία κοινωνική επίδραση μεταξύ του προλεταριάτου. Είναι στην ανθρώπινη φύση να αποδίδουμε σε άλλους την κατάστασή μας, και μολονότι η επιστημονική βάση αυτών των θεωριών μπορεί να ήταν εννοιολογικά περίπλοκη, τα συμπεράσματά τους ήταν αρκετά εύκολα να διαδοθούν.

Ως αποτέλεσμα της κρίσης του COVID-19, βλέπουμε σήμερα διάφορες κυβερνήσεις, για παράδειγμα στην Ισπανία, να εφαρμόζουν ρυθμίσεις ανώτατων τιμών υπό την απειλή της δήμευσης των αγαθών. Αυτό βεβαίως εφαρμόζεται με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα στα προϊόντα φροντίδας υγείας που είναι τόσο αναγκαία για την αντιμετώπιση της τρέχουσας έκτακτης ανάγκης.

Στο επίπεδο του συναισθήματος, αυτή η πολιτική ακολουθεί μια συγκεκριμένη γραμμή σκέψης: ότι υπάρχει μια κάποια ηθική υποχρέωση από πλευράς της εκτελεστικής εξουσίας να τιμωρεί όσους εμπορευματοποιούν αυτά τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης με την πρόθεση να αποκομίσουν κέρδος από τον πόνο των άλλων.

Αυτή όμως η συλλογιστική αποκαλύπτει το υπεραπλουστευτικό επιχείρημα της θεωρίας που βρίσκεται πίσω της - ότι, ουσιαστικά, η τιμή των μασκών στην προ κρίσης συνθήκη υπολογιζόταν ως Τ, και με την έλευση της περιόδου πίεσης στη ζήτηση ανήλθε στο επίπεδο Τ+1. Έτσι φαίνεται να προκύπτει μια αθέμιτη υπεραξία για τους επιχειρηματίες που επωφελούνται από τις ανάγκες σε προϊόντα υγιεινής.

Αυτή όμως η θέση δεν έχει καμία οικονομική εγκυρότητα. Ας υποθέσουμε ότι, σε ένα κανονικό σενάριο, η ζήτηση για μάσκες ήταν 10.000 τεμάχια την ημέρα σε τιμή Τ. Καθώς ξεσπά η κρίση, η ζήτηση εκτοξεύεται σε, ας πούμε, 100.000 τεμάχια την ημέρα, ενώ η τιμή μονάδας των πρώτων υλών και του ηλεκτρισμού παραμένει ουδέτερη. Ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου που παράγει προϊόντα υγιεινής έχει να αντιμετωπίσει δέκα φορές μεγαλύτερη ζήτηση με τις ίδιες εγκαταστάσεις και το περιορισμένο τους δυναμικό. Η περίοδος προσαρμογής του αφορά μόλις κάποιες ώρες.

Σ’ αυτή τη συνθήκη, ο επιχειρηματίας πρέπει να προσλάβει επιπλέον προσωπικό, να χρησιμοποιήσει με μεγαλύτερη από τη συνήθη ένταση τα μηχανήματα (και έτσι να μειώνει τη χρήσιμη διάρκεια ζωής τους), να οργανώσει την εφοδιαστική κατανομή των μασκών, και να τηρήσει τις απαιτήσεις του προϋπολογισμού του προκειμένου να συνεχίσει να έχει πρόσβαση στις αναγκαίες για την παραγωγή πρώτες ύλες.

Φαίνεται λογικό ότι ενόψει μιας σημαντικής αλλά απρόβλεπτης αύξησης στη ζήτηση, οι τιμές αυξάνονται στο επίπεδο Τ+1, δεδομένων του υψηλότερου άμεσου και έμμεσου κόστους που καλούνται να αναλάβουν οι παραγωγοί μασκών για να προσαρμοστούν σε αυτό το σενάριο. Όμως αυτό δεν είναι η καρδιά του προβλήματος, καθώς μερικοί σοσιαλιστές μπορεί ακόμη και να δεχθούν αυτή την αύξηση της τιμής δεδομένου του υψηλότερου “αντικειμενικού” κόστους της διαδικασίας παραγωγής.

Τι ισχύει όμως στην περίπτωση που ο κατασκευαστής, αντιμέτωπος με την τεράστια αυτή ζήτηση για μάσκες, αποφασίσει να αυξήσει την τιμή τους σε Τ+2 και παρ’ όλα αυτά καταφέρει να τις πουλήσει όλες; Οι παρεμβατιστές θα αντιταχθούν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υποστηρίζοντας ότι ο επιχειρηματίας αποκομίζει κέρδος από την αύξηση του κόστους που προκλήθηκε από τη μεγαλύτερη ζήτηση. Για τον παρεμβατιστή, σ’ αυτήν ακριβώς την στιγμή - έστω και τώρα - το κράτος οφείλει να κατασχέσει τα αγαθά. Η κυβέρνηση της Ισπανίας για παράδειγμα έχει ήδη κατασχέσει εκατοντάδες χιλιάδες μάσκες από διάφορα εργοστάσια κατά την πρώτη εβδομάδα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Η κατάσχεση αυτή δεν λειτουργεί ως πράξη δικαιοσύνης για τους λιγότερο προνομιούχους, αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα σενάριο εκτεταμένων ελλείψεων. Οι κατασκευαστές μασκών, φοβούμενοι ότι τα προϊόντα τους θα κατασχεθούν, θα αρχίσουν να μειώνουν την παραγωγή, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν πιθανές απώλειες. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να σημειωθεί μια αύξηση στα αποθέματα του εμπορεύματος ώστε αυτό να πωληθεί αργότερα σε υψηλότερη τιμή, ή να εξαχθεί.

Η κύρια όμως ηθική κριτική έναντι αυτού του κρατικού παρεμβατισμού στις τιμές δεν θα πρέπει να επικεντρωθεί σ’ αυτό το σημείο. Το σημείο στο οποίο η φιλελεύθερη αντίδραση πρέπει να εστιάσει δεν είναι ο ωφελιμισμός, αλλά η υποκειμενικότητα της αξίας των αγαθών.

Ένα προϊόν έχει διαφορετική τιμή για κάθε άτομο, και η τιμή αγοράς είναι αυτή που ωφελεί τα μέγιστα τόσο την κοινωνία όσο και τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων: πρώτον, διότι η κοινωνία είναι πρόθυμη να αγοράσει σε επαρκείς ποσότητες το εν λόγω αγαθό, και δεύτερον διότι αυτό θα παράσχει τα αναγκαία οφέλη ώστε να συνεχιστεί η ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας και συνεπώς να ικανοποιηθεί η κοινωνική ζήτηση.

Ο Antonio Machado, πέραν του ότι μας έδωσε κάποια από τα ομορφότερα ποιήματα στην ισπανική γλώσσα, μας κατέλιπε ένα περίφημο απόφθεγμα που έχει πεδίο εφαρμογής όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα: “Μόνο ένας ανόητος συγχέει την αξία με την τιμή”.

Οι τιμές των μασκών θα αυξηθούν ή θα μειωθούν ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, ώστε να παραχθεί το μεγαλύτερο όφελος για την κοινωνία συνολικά. Ο ορισμός ενός ταβανιού τιμής σε αυτά τα αγαθά δεν αλλάζει την αξία που τους αποδίδουν οι άνθρωποι. Έτσι, η επιβολή μιας ανώτατης τιμής κάτω από την τιμή της αγοράς θα αποδυναμώσει το κίνητρο για αύξηση της προσφοράς.

Η λύση στις ελλείψεις ιατρικού εξοπλισμού δεν έγκειται στις διαρκείς επιθέσεις στους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά στην ραγδαία προσαρμογή τους ώστε να καλυφθούν οι τεράστιες ανάγκες που αντιμετωπίζει σήμερα το σύστημα. Η καλύτερη πολιτική αυτή την στιγμή είναι να αγοράζονται τα προϊόντα υγιεινής στις τιμές της αγοράς προκειμένου να διασφαλιστεί η παροχή τους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Civismo.

--

O Klaus Ulrich είναι συνεργάτης του ισπανικού ιδρύματος Civismo.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Απριλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.