Δημόσιες υποδομές. Καλώς ήλθατε στον κόσμο της σπατάλης, της απάτης και της κατάχρησης

Δημόσιες υποδομές. Καλώς ήλθατε στον κόσμο της σπατάλης, της απάτης και της κατάχρησης

Γράφει ο Steve H. Hanke*

Η οικονομική πολιτική καθορίζεται συχνά, από τις εμμονές και τη μόδα. Η πιο πρόσφατη εμμονή της  είναι οι δημόσιες υποδομές. Στους υποστηρικτές της περιλαμβάνονται οι προοδευτικοί που κλίνουν κάπως προς τα «αριστερά» - όπως ο Πρόεδρος Obama, η Hillary Clinton, και ο Bernie Sanders – αλλά και οι λαϊκιστές, δήθεν υπερασπιστές  του «δημοσίου συμφέροντος»- όπως ο πρόσφατα εκλεγμένος πρόεδρος Trump. Μας λένε να σπάσουμε τις αλυσίδες της παρατεταμένης δημοσιονομικής λιτότητας και να περάσουμε σε ένα πρόγραμμα δαπανών  για δημόσια έργα.

Ισχυρίζονται ότι μια τέτοια κίνηση θα λειτουργήσει ως ελιξίριο ανάπτυξης και  θα θεραπεύσει πολλά, αν όχι όλα, τα οικονομικά μας δεινά. Ας ρίξουμε λοιπόν, μια ματιά στα επιχειρήματα και τις αποδείξεις τους.

Είναι γεγονός ότι η  οικονομική ανάπτυξη παραμένει υποτονική σε όλο τον κόσμο και οι ΗΠΑ μας δίνουν  ένα σημαντικό παράδειγμα. Πέρασαν ήδη οκτώ χρόνια από τότε που κατέρρευσε η Lehman Brothers, δίνοντας το έναυσμα για τη Μεγάλη Ύφεση. Όμως, οι ΗΠΑ απέτυχαν να κάνουν το μεγάλο come back. Η οικονομία εξακολουθεί να αγωνίζεται να ξεφύγει από την «ύφεση της ανάπτυξης» (growth recession) – κατάσταση στην οποία η οικονομία μεν αναπτύσσεται, αλλά αυξάνεται ταυτόχρονα η ύφεση  κάτω από το δυνητικό ρυθμό της ανάπτυξης. Η «συνολική ζήτηση» (aggregate demand) στην αμερικανική οικονομία, η οποία αντιπροσωπεύεται καλύτερα από τις τελικές πωλήσεις στους εγχώριους αγοραστές (FSDP), αυξάνεται μόνο σε ονομαστικούς όρους, σε ποσοστό 2,75% (βλέπε το συνοδευτικό διάγραμμα) και το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από την ποσοστιαία τάση των 4,73%.     

              

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η δημοσιονομική «λιτότητα» είναι ο ένοχος που έχει κρατήσει την ανάπτυξη σε ρυθμούς συμπίεσης προς τα κάτω και προτείνουν φορολογικά κίνητρα (βλέπε: δαπάνες για δημόσια έργα).

Μια άλλη σειρά επιχειρημάτων χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μαζικές αυξήσεις στις δαπάνες για δημόσια έργα, πηγαίνοντας  πέρα ??από την τυπική κεϋνσιανή «αντικυκλική» επιχειρηματολογία (Keynesian counter-cyclical argument). Πρόκειται για  το επιχείρημα της «κοσμικής-διαρκούς στασιμότητας»( secular-stagnation argument). Κύριος υποστηρικτής του είναι οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Larry Summers, πρώην Γραμματέας και Πρόεδρος του ιδρύματος. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η σημερινή  ιδιωτική επιχείρηση αδυνατεί να επενδύσει, και ότι, στον αντίποδα των ασθενών ιδιωτικών επενδύσεων, η κυβέρνηση πρέπει να διευρύνει το πλαίσιο της ανάπτυξης  και να δραστηριοποιηθεί σε δημόσιες δαπάνες για μεγάλα έργα.

Όσον αφορά τα  στοιχεία που υποστηρίζουν το επιχείρημα του Summer για την «κοσμική-διαρκή στασιμότητα» (Summers' secular-stagnation argument), ο ίδιος επισημαίνει την  αναιμική εγχώρια ιδιωτική κεφαλαιακή  δαπάνη στις ΗΠΑ.  Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, οι καθαρά εγχώριες  ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις - ανάλωση κεφαλαίου) είναι σχετικά αδύναμες και βρέθηκαν σε καθοδική πορεία για δεκαετίες.      

                                

Με τις  επενδύσεις ισχύει ό τι και με την παραγωγικότητα των καυσίμων. Έτσι, είμαστε αναγκασμένοι με λίγα «καύσιμα», να περιμένουμε μικρούς αριθμούς  παραγωγικότητας στις ΗΠΑ. Σίγουρα, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας είναι αδύναμος και τείνει συνεχώς προς τα κάτω. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στις παρυφές ενός μεγάλου όγκου προσπαθειών για  αύξηση της παραγωγικότητας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Και όπως είναι φυσικό, οι υποστηρικτές του επιχειρήματος της «διαρκούς στασιμότητας»  ισχυρίζονται ότι η «ανεπάρκεια» των καθαρά ιδιωτικών επενδύσεων και η  πτώση της παραγωγικότητας μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο  από τις δαπάνες των δημοσίων έργων.

Τόσο το «αντικυκλικό» επιχείρημα ,όσο και αυτό της  «διαρκούς στασιμότητας» έχουν διαψευστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Οπότε, έχουμε να κάνουμε με παλιό κρασί σε νέα μπουκάλια. Αλλά, παρόλα αυτά  φαίνεται να πωλούνται ακόμα  ως μέσα για να ξεφύγουν οι οικονομίες από την δημοσιονομική λιτότητα. Εάν τα προτεινόμενα δημόσια έργα προχωρήσουν όπως προβλέπεται, τα μεγέθη της κρατικής χρηματοδότησης θα είναι τεράστια. Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Mc Kinsey εκτιμά ότι οι ετήσιες δαπάνες των  3.700$ δισεκατομμυρίων, από το 2013 έως το 2030, θα αποτελούν «αναγκαία απαίτηση» σε όλο τον κόσμο.

Η εκτίμηση της McKinsey για τις παραπάνω «απαιτήσεις» υπολογίστηκε με τη χρήση του κανόνα του 70%. Όπως φαίνεται στο συνοδευτικό διάγραμμα, η μέση τιμή της μετοχής της υποδομής για τις αντιπροσωπευτικές χώρες είναι 70% του ΑΕΠ. Με βάση αυτή την τιμή, η Mc Kinsey στη συνέχεια υπολογίζει το ποσό των δαπανών που απαιτούνται για να κρατήσει το παγκόσμιο απόθεμα υποδομών ως ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο καθορίζεται σε 70% κατά την περίοδο 2013-2030. Αυτή η έρευνα απέδωσε ένα επιβλητικό σύνολο $ 67 τρισεκατομμύριων  δημοσίων δαπανών για έργα, και αποτελεί την κορυφή των περισσότερων εκτιμήσεων.      

                                  

Αλλά και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Trump έχει υιοθετήσει αυτή τη «μόδα» με τις υποδομές και προτείνει ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων $ 1 τρις! Ακολουθώντας το σενάριο των υποστηρικτων των  δημοσίων έργων (βλέπε: οι μεγάλοι σπάταλοι), ο Trump έχει ανανεώσει  μια σελίδα από το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (CEA) του προέδρου Ομπάμα. Το Συμβούλιο αυτό για το 2016 έχει εκπονήσει μια ετήσια έκθεση η οποία περιέχει ένα μεγάλο κεφάλαιο με τίτλο «Τα οικονομικά οφέλη της επένδυσης στις υποδομές των ΗΠΑ». Ο τίτλος και μόνο μας λέει πολλά. Οι υποστηρικτές των δαπανών υποδομής επικεντρώνονται στα υποτιθέμενα οφέλη, τα οποία είναι συχνά εξωφρενικά φουσκωμένα, αγνοώντας και υποβαθμίζοντας την νόθευση για τις εκτιμήσεις του κόστους.

Αυτό ήταν εντελώς σαφές ως απεικόνιση  σε μία δημοσίευση «op-ed» (opposite the editorial page) με τίτλο «Αυτές είναι οι πολιτικές για την αποκατάσταση της ανάπτυξης στην Αμερική» η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Financial Times (12 έως 13 Νοεμ, 2016). Πρόκειται για  μία μελέτη που γράφτηκε  από τον Anthony Scaramucci, έναν  ανώτερο  σύμβουλο του Προέδρου Trump. Υποστήριξε λοιπόν, ο Scaramucci ότι οι δαπάνες για τις υποδομές «έχουν το αναμενόμενο οικονομικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για 1,6 φορές, πράγμα που σημαίνει πως το σχέδιο του κ.Trump θα έχει μία  καθαρή επίδραση αναγωγής στα μακροχρόνια ελλείμματα». Αυτή η πολλαπλασιαστική ανάλυση είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που χρησιμοποιείται από το CEA του Προέδρου Obama και δικαιολογεί τις δαπάνες των δημοσίων έργων. Η ιδέα ότι ένα δολάριο των κρατικών δαπανών δημιουργεί περισσότερα από την αξία του δεν είναι κάτι καινούργιο. Πράγματι, ο «πολλαπλασιαστής» προέρχεται από ένα άρθρο που εμφανίστηκε το 1931, στο θέμα της Οικονομικής Εφημερίδας . Το άρθρο αυτό γράφτηκε από RF Kahn, ο οποίος ήταν ένας από τους αγαπημένους μαθητές του John Maynard Keynes και από τους στενότερους συνεργάτες του. Από το 1931, μετά το άρθρο του Κahn, ο πολλαπλασιαστής έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της κεϋνσιανής θεωρίας. Οι αριθμητικές τιμές του πολλαπλασιαστή δεν είναι κρίσιμες  μόνο για τις υποθέσεις που χρησιμοποιούνται, αλλά υπόκεινται και σε αρνητική χρήση στο τεχνητό πληθωρισμό των παροχών.

Μόλις τα δημόσια έργα μπουν στην διαδικασία της υλοποίησης, ξεκινούν οι αμφιβολίες για τα υποτιθέμενα οφέλη τους. Ο σχεδιασμός τους δείχνει ότι είναι κακοσυντηρημένα και οι χρήστες συχνά δεν πληρώνουν για αυτά που χρησιμοποιούν. Ακόμα όμως και αν υπάρχει χρέωση, το κόστος είναι αρκετά κάτω από τις σχετικές δαπάνες. Το νερό είναι μια κλασική περίπτωση. Για παράδειγμα, το συνοδευτικό διάγραμμα δείχνει ότι, κατά μέσο όρο, το 34% του νερού που διανέμεται σε διάφορα συστήματα είτε έχει κλαπεί  ή χάνεται με διαρροές από τα συστήματα διανομής. Στη Νιγηρία, το 70% το χάνουν ή το κλέβουν στην διανομή. Έτσι, είναι δύσκολο να λάβουν σοβαρά υπόψη τα αιτήματα δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνται για την ανάπτυξη μεγαλύτερης χωρητικότητα δεξαμενών, όταν ένα μεγάλο μέρος του νερού που παράγεται, με τις υπάρχουσες διαρροές, χάνεται χωρίς λόγο, εις βάρος των πολιτών. Προσαρμοσμένα στην πρόβλεψη για διαρροές και κλοπές, τα υποτιθέμενα οφέλη πολλών νέων έργων, που διογκώνονται από πολλαπλασιαστές, χάνουν τη λειτουργικότητά τους για την κοινωνία, από την οποία χρηματοδοτούνται.      

                                        

Όταν, στο μεταξύ, στραφούμε προς την πλευρά του συνολικού κόστους, αρκετοί υποστηρικτές των υποδομών που προτιμούν να ταυτιστούν με την άποψη της κοινής γνώμης, διαπιστώνουν ότι τα έργα υποδομής υπόκεινται πάντοτε σε υπερβάσεις κόστους. Ενώ τα έργα μπορεί να φαίνονται εντάξει στα χαρτιά, η πραγματικότητα είναι μια διαφορετική ιστορία. Λεπτομερείς μελέτες δείχνουν ότι οι μέσες αναλογίες των πραγματικών δαπανών για το εκτιμώμενο κόστος, στις ΗΠΑ, συνήθως κυμαίνονται από 1,25 και πάνω από 2,0.

Εκτός από τις υπερβάσεις κόστους, η χρηματοδότηση των υποδομών απαιτεί την επιβολή των φόρων, και τους φόρους επιβάλει το κόστος πέρα ??από το ποσό των εσόδων που τέθηκαν. Η επιβαρημένη φορολογία περιλαμβάνει πολλές στρεβλώσεις και επιπλέον, το κόστος εφαρμογής και συμμόρφωσης. Με λίγα λόγια, κοστίζει περισσότερο από ένα δολάριο για να χρηματοδοτήσει κανείς ένα δολάριο κρατικών δαπανών. Οι καλύτερες εκτιμήσεις δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, κοστίζει μεταξύ $ 1,50 έως $ 1,60 αν θέλω να το τοποθετήσω πάνω σε ένα δολάριο φορολογικών εσόδων!

Λαμβάνοντας δεόντως, υπόψη τις υπερβάσεις κόστους και του κόστους συλλογής των φόρων, αναρωτιέται κανείς αν υπάρχουν έργα που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, πόσο μάλλον τη χρηματοδότηση με το ποσό που ξεπερνά το $ 1 τρισ.

Καλώς ήρθατε λοιπόν, στον υπέροχο κόσμο της των υποδομών, της σπατάλης, της απάτης και της κατάχρησης…

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2016 του Globe Asia και μεταφράστηκε για το liberal.gr. Την άδεια χρήσης του άρθρου από τον  καθηγητή Hanke, εξασφάλισε το  ΚΕΦΙΜ.

*Ο Steve H. Hanke είναι καθηγητής Εφαρμοσμένων Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη και Senior Fellow στο Ινστιτούτο Cato στην Ουάσιγκτον, DC