Υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης στην εξωτερική πολιτική. Η μια είναι εκείνη που θέλει ειρήνη πάση θυσία ή αλλιώς «και τι έγινε αν χάσουμε 2 - 3 νησιά». Η άλλη είναι εκείνη των τουρκοφάγων. Θέλουν να λειτουργήσουν στην Αγιά Σοφιά και να διώξουν τον Τούρκο στην Κόκκινη Μηλιά. Κάποια εποχή - για να μην ξεχνιόμαστε - «αγόρασαν» και το σενάριο ότι ο Βλαδίμηρος θα μας έδινε την Πόλη και ο «βασιλιάς Κωνσταντίνος» ή ο Κώστας θα έμπαινε θριαμβευτής καβάλα σε άσπρο άλογο. Μεταξύ αυτών υπάρχει και ο ρεαλισμός. Δύσκολο πράγμα να μιλήσει κανείς για ρεαλισμό στην χώρα των άκρων...
Η πιο δημοφιλής ομάδα μεταξύ αυτών είναι εκείνη των τουρκοφάγων. Έχουν κάνει καριέρα γενιές πολιτικών πάνω σε θέσεις που ζημίωσαν τελικά την υπόθεσή μας. Η λογική του όλα ή τίποτα έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα. Πολλές φορές έχουμε συμφωνήσει εκ των υστέρων ότι την καλύτερη δυνατή επιλογή στα ελληνοτουρκικά την είχαμε χτες. Το δύσκολο σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν η «πίεση της κοινής γνώμης». Δηλαδή, η διαπίστωση των πολιτικών ότι στην προσπάθειά τους να κτίσουν καριέρα με τα εθνικά θέματα δημιούργησαν ένα τέρας που δεν μπόρεσαν στη συνέχεια να το κλείσουν στο κλουβί.
Το συμφέρον μας είναι να κλείσουμε τις υποθέσεις μας με την Τουρκία. Αυτό θα μας επέτρεπε να μειώσουμε τις υπέρογκες δαπάνες μας για εξοπλισμούς και ίσως να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες που θα μπορούσε να προσφέρει η τουρκική αγορά σε ελληνικές επιχειρήσεις. Τι πιο φυσικό από το να αναζητάς πελάτες δίπλα σου; Αυτά στη θεωρία. Και νομίζουμε ότι όλοι θα συμφωνήσουμε πόσο καλύτερος και ασφαλέστερος θα ήταν ο κόσμος μας αν η Ελλάδα έβρισκε μια δίοδο συνεννόησης με την Τουρκία. Όταν όμως φτάνουμε στην πράξη, στο πώς αυτό θα γίνει, εκεί αρχίζουν οι δυσκολίες.
Συμφωνία ναι, αλλά στο τέλος άλλο πράγμα εννοεί ο καθένας μας πίσω από την έννοια «συμφωνία». Η Τουρκία έχει ξεκάθαρη πολιτική μέχρι σήμερα. Βλέποντας εμάς να ταλαντευόμαστε μεταξύ του «ελάτε να πάρετε ό,τι θέλετε» και του «κλείνω τα μάτια μου και προσποιούμαι ότι δεν υπάρχετε», η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις που δημιουργεί η αδυναμία μας να κτίσουμε μια σταθερή εξωτερική πολιτική και να την υπηρετήσουμε με συνέπεια. Στην Τουρκία αυτά είναι ξεκαθαρισμένα. Στην Ελλάδα η εξωτερική πολιτική αλλάζει ακόμη και από υπουργό σε υπουργό της ίδιας κυβέρνησης. Από ανασχηματισμό σε ανασχηματισμό.
Στην θολούρα που επικρατεί σε σχέση με το τι θέλουμε και πώς θα το καταφέρουμε έχει σχέση και ο τρόπος λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Με τους πολιτικούς να διεκδικούν για τον εαυτό τους την πλήρη εξουσία, στα όρια του απολυταρχισμού, η γραφειοκρατία παροπλίζεται και στο τέλος βολεύεται σε ένα διακοσμητικό και μόνο ρόλο. Λείπει έτσι η συνέχεια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην εξωτερική μας πολιτική ο κρατικός μηχανισμός, επειδή ακριβώς δεν λειτουργεί. Επίσης, οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να απωλέσουν την εξουσία που έχουν. Να την μοιραστούν με οποιονδήποτε. Ούτε με τα άλλα κόμματα του Κοινοβουλίου, ούτε με τους υπηρεσιακούς παράγοντες.
Ούτε η σημερινή κυβέρνηση έκανε πολλά πράγματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και έχει αναγνωρίσει στο παρελθόν την ανάγκη λειτουργίας μόνιμων συμβουλίων για την εξωτερική πολιτική. Και τελικά αυτή η κατάσταση εκθέτει την ίδια την κυβέρνηση, αφού συντηρείται μία εικόνα αδιαφάνειας που στο τέλος δεν της επιτρέπει να επικοινωνήσει τις πολιτικές της. Η θολούρα που επικρατεί σε σχέση με το τι συμβαίνει και τι μπορούμε να κάνουμε έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται το κλίμα της καχυποψίας και μάλιστα σε μια περίοδο που η χώρα χρειάζεται μεγάλες συναινέσεις και όχι πολέμους χαρακωμάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι υψηλοί τόνοι που σήκωσαν οι Καραμανλής και Σαμαράς για τα ελληνοτουρκικά. Κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι ασκεί μυστική διπλωματία, ναρκοθετώντας ή επιχειρώντας να ναρκοθετήσουν οποιαδήποτε προσπάθεια μιας συμφωνίας με την Τουρκία. Αυτό δεν θα συνέβαινε αν υπήρχε περισσότερη διαφάνεια.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει να επιδείξει στο πεδίο σημαντικές επιτυχίες. Οι αντίπαλοί του έχουν φτάσει στο σημείο του μηδενισμού, προκαλώντας σύγχυση, η οποία κάθε άλλο παρά βοηθάει. Η σημερινή κυβέρνηση ανέλαβε τις τύχες της χώρας κάτω από αντίξοες συνθήκες. Για να μην ξεχνάμε το τι έχει συμβεί, τα πολεμικά μας πλοία, για παράδειγμα, είχαν σοβαρά θέματα ανταλλακτικών. Με αυτές τις συνθήκες ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να ξεπεράσει την επιθετική στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο, αλλά και στον Έβρο.
Βρισκόμαστε μπροστά σε εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά; Είναι πολύ νωρίς για να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Η πίεση που ασκείται στην Τουρκία από την Ευρώπη δεν είναι απαραίτητα αξιοποιήσιμη από εμάς. Όχι όσο δεν υπάρχει ένα ενιαίο εθνικό μέτωπο, μια κοινή γραμμή, μακριά από την λογική των άκρων. Αλλά αυτό είναι πρώτα απ’ όλα υπόθεση της κυβέρνησης, να μπορέσει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες στο εσωτερικό.
Πριν ξεκινήσει τις πολύπλοκες κινήσεις στο εξωτερικό. Ο κ. Μητσοτάκης κινείται στον άξονα του ρεαλισμού, όπως το έκανε και ο ιδρυτής της ΝΔ Κωνσταντίνος Καραμανλής. Είναι προς το συμφέρον του και προς το συμφέρον της χώρας να παρασύρει και άλλες δυνάμεις προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει κάποια πραγματική ευκαιρία στο επόμενο διάστημα. Αλλά δεν πρέπει να δώσουμε την δυνατότητα στην Άγκυρα να ξεφύγει για άλλη μία φορά, στηριζόμενη στις δικές μας αδυναμίες.
Θανάσης Μαυρίδης