Η επαρχία πεθαίνει

Το Λεβίδι είναι ένα κεφαλοχώρι στο κέντρο της Αρκαδίας, μιάμιση μόλις ώρα από την Αθήνα. Πατρίδα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ήταν ανέκαθεν μια ζωντανή κωμόπολη, με δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, γιατρούς, τράπεζες, αστυνομικό σταθμό. Αυτά κάποτε. Εξακολουθεί να εξυπηρετεί 16 χωριά, αλλά έχουν λιγοστέψει οι κάτοικοι  και του Λεβιδίου και των γύρω χωριών. Νέκρα! «Κάθε πρωί ακούω τα τσακάλια», λέει ο Κωνσταντίνος. Μελισσοκόμος στο επάγγελμα. Εγκατέλειψε την Αθήνα πριν 40 χρόνια για το Λεβίδι. Τα παιδιά του ακολούθησαν αντίθετη πορεία.  

Το χωριό είχε το 1940 περισσότερους από 4.000 κατοίκους. Νωρίτερα είχε ακόμη περισσότερους, αλλά είχε ήδη ξεκινήσει η μετανάστευση. Κυρίως στο Σικάγο. Μετά τον πόλεμο ήρθε και η εσωτερική μετανάστευση και το χωριό άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Το 2011 η απογραφή κατέγραψε 1.025 κατοίκους. Μόνο που η κατρακύλα δεν σταμάτησε. Το 2023 οι κάτοικοι έφτασαν τους 920, χωρίς να είναι όλοι μόνιμοι.  

«Στην πραγματικότητα οι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τους 500», μας λέει ο Κωνσταντίνος. «Το Γυμνάσιο - Λύκειο, το οποίο και εξυπηρετεί 14 χωριά, είχε πριν από 5 χρόνια 80 μαθητές. Σήμερα έχει περίπου 50». Τα στοιχεία είναι δραματικά. Και μιλάμε για ένα χωριό που βρίσκεται μια ανάσα από την Αθήνα και όχι για κάποιον απομακρυσμένο ορεινό οικισμό.  

Αυτός είναι ο λόγος που το συζητάμε. Το Λεβίδι έχει το μικρότερο πρόβλημα σε σχέση με άλλες περιοχές. Αν όμως δεν μπορεί να προσελκύσει ή έστω να συγκρατήσει κόσμο ένα χωριό που βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα, έχει υποδομές και αποτελεί τουριστικό προορισμό, τότε το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο απ’ ότι πιστεύουμε.  

«Έχω τρία παιδιά. Έφυγαν και τα τρία. Μείναμε δύο άνθρωποι στο σπίτι. Μπορείτε να φανταστείτε ότι κάθε πρωί ακούμε τα τσακάλια; Όσο για τα μελίσσια, είναι πιθανό να αναγκαστώ να τα αφήσω. Τα παιδιά έρχονται και βοηθούν περιστασιακά. Έχουν τις ζωές τους, τις οικογένειές τους και την ίδια ώρα δεν βρίσκω εργατικά χέρια. Δεν υπάρχουν εργατικά χέρια».  

Η Ελλάδα αργοπεθαίνει. Είναι το δημογραφικό. Χωρίς αμφιβολία. Αλλά είναι και κάτι άλλο. Βαδίζουμε χωρίς ένα σχέδιο ανάσχεσης του προβλήματος της ερήμωσης της επαρχίας. Δεν είναι θέμα κάποιας νέας επιδοματικής πολιτικής. Δεν θα ενισχυθεί ένα χωριό επειδή οι άνθρωποι θα πάρουν 100 ευρώ τον μήνα παραπάνω από το ΕΣΠΑ. Και αυτά σημαντικά είναι αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Λείπει ο σχεδιασμός, λείπει το όραμα. Δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε με τη γεωργία ή την κτηνοτροφία, που θέλουμε να υπάρχει βιομηχανία, πώς θα βοηθήσουμε τους ανθρώπους να ζήσουν καλύτερα. Η επαρχία πέφτει, τελικά, πολύ μακριά από την Αθήνα για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά μαζί της. Και δεν αντιλαμβανόμαστε εμείς οι πρωτευουσιάνοι ότι ένα σώμα δεν μπορεί να ζήσει έχοντας μόνο ένα κεφάλι. Χρειάζεται κορμό, χέρια και πόδια. 

Θανάσης Μαυρίδης 

[email protected]